• Σχόλιο του χρήστη 'Ευαγγελίδου Μάρω Αρχιτέκτων Πολεοδόμος /Χωροτάκτης πρώην στελεχος ΥΠΕΝ' | 4 Σεπτεμβρίου 2020, 13:10

    ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ. Είναι γεγονός ότι η πολεοδομική και χωροταξική νομοθεσία εκσυγχρονίζεται σταδιακά και ότι η πρόσφατη «τομή» που καταγράφτηκε ως χωροταξική και πολεοδομική μεταρρύθμιση (ΧΩΠΟΜΕ ν.4269/13 και ν.4447/16) έχει συμβάλλει στην αποσαφήνιση της δομής του όλου συστήματος με τα επίπεδα σχεδιασμού, τον ρόλο καθενός εξ αυτών και το επίπεδο έγκρισης. Οι νέες ρυθμίσεις φαίνεται να βελτιώνουν το όλο πλαίσιο, από την σκοπιά της προώθησης των επενδύσεων και της εισαγωγής (αναγκαίας) ευελιξίας στο ρυθμιστικό πλαίσιο (πχ στις χρήσεις γης και στην σχέση στρατηγικού/ κανονιστικού). Αν όμως δει κανείς το θέμα από την σκοπιά της ΣΥΝΟΛΙΚΟΤΕΡΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ και κυρίως υπό τον στόχο προώθησης ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΈΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ, χρειάζεται δουλειά ακόμα για την «άρση της αναποτελεσματικότητας» των παγιωμένων πρακτικών. Η διελκυστίνδα μεταξύ γρήγορου/ αποσπασματικού και χρονοβόρου /ολοκληρωμένου στον σχεδιασμό και την ρύθμιση πρέπει να επιλύεται ισόρροπα, αν πιστεύουμε ακόμα στην συμβολή του χωρικού σχεδιασμού στην ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΥ ΠΡΟΤΥΠΟΥ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΧΩΡΑ Μια προσπάθεια θετικής κριτικής θεώρησης με διατύπωση βελτιωτικών προτάσεων επικεντρώνεται στα εξής σημεία: 1. ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΤΟΜΕΑΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΔΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ. Είναι γεγονός ιστορικά ότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός στα πρώτα του βήματα ήταν σε μεγάλο βαθμό «κατοικιοστρεφής» και δεν επεξεργάστηκε εργαλεία για την οργανωμένη ανάπτυξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στις οποίες επεφύλαξε απλά μια ευρεία δυνατότητα χωροθέτησης σε εκτός σχεδίου περιοχές με ειδικούς ανά χρήση Σ.Δ. και την διαδικασία της ad hoc προέγκρισης χωροθέτησης. Στην Αττική ήδη από το 1979 (πρόδρομος του γνωστού ΠΔ 84/1984) θεσπίστηκαν υποδοχείς μεταποιητικών δραστηριοτήτων αλλά η επεξεργασία εργαλείων για την εσωτερική οργάνωση (πολεοδόμηση) αυτών, παρότι αναγνωρίστηκε η αναγκαιότητά τους ήδη από το 1986 (αρ.24 Ν.1650/86), έγινε 20 χρόνια αργότερα, κυρίως της τομεακής νομοθεσίας περί αδειοδότησης μεταποιητικών επιχειρήσεων (ν3325/2005 και στη συνέχεια 3982/2011) που εισήγαγαν την έννοια Επιχειρηματικών Περιοχών με ιδιωτικό φορέα ανάπτυξης, ως μετεξέλιξη των Βιομηχανικών Περιοχών της ΕΤΒΑ. Παράλληλα από την χωρική νομοθεσία προέκυψε το εργαλείο του ΠΟΑΠΔ (περιοχές οργανωμένης ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων, με επισπεύδοντα τον ιδιώτη ιδιοκτήτη γης), κυρίως για αναπτύξεις τριτογενούς τομέα. Στον τομέα του τουρισμού το αντίστοιχο Υπουργείο εισήγαγε το εργαλείο των ΠΟΤΑ (Περιοχές Οργανωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης) για νέες αναπτύξεις αλλά δεν ασχολήθηκε με την οργάνωση των περιοχών άτυπων συγκεντρώσεων ξενοδοχείων (οι οποίες από πολεοδομική άποψη διέθεταν μόνο το απολύτως δυσλειτουργικό εργαλείο της πολεοδόμησης παραθεριστικών περιοχών). Οι δυσκολίες που συνάντησε το πρώτο ΠΟΤΑ (Μεσσηνία), αλλά και οι διεθνείς εξελίξεις στον τουριστικό κλάδο οδήγησαν το Υπουργείο στην εισαγωγή ευέλικτων διαδικασιών για την ανάπτυξη σύγχρονων τουριστικών υποδομών, όπως η τουριστική οικία και τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα, νέους όρους που εμπλέκονται σε αντικείμενα που αντιμετωπίζονταν μέχρι τότε αποκλειστικά ως οικιστική ανάπτυξη, δηλαδή ως ύλη του πολεοδομικού σχεδιασμού. Σε όλη αυτή την εξέλιξη καθοριστικό ρόλο έχουν παίξει τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια (2009), τα οποία θέσπισαν μεν κανόνες σε επίπεδο στρατηγικής χωροταξίας αλλά επί πλέον έδωσαν κατευθύνσεις για την τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας (Ειδικό Πλαίσιο Βιομηχανίας) ή θέσπισαν άμεσα εφαρμοστέους όρους δόμησης για την ανάπτυξη των σύγχρονων τουριστικών προϊόντων (Ειδικό Πλαίσιο Τουρισμού) με την συνδρομή της τομεακής νομοθεσίας Η εισαγωγή χρήσεων οικιστικής ανάπτυξης στις περιοχές επιχειρηματικού χαρακτήρα (οικία στις τουριστικές αναπτύξεις και εμπόριο στις ΒΕΠΕ) είναι πλέον μονόδρομος στην σημερινή διεθνή συγκυρία (αποβιομηχάνιση, αύξηση των τουριστικών μετακινήσεων), άρα το σύστημα χωρικού σχεδιασμού οφείλει να παρακολουθήσει και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Αυτή η επιταγή έχει επιτευχθεί σταδιακά δια της επιβολής των τομεακών θεσμικών κανόνων στον χωρικό σχεδιασμό, επιβολή που «νομιμοποιείται» με την επίκληση παραδειγμάτων ρυθμίσεων ή αντιλήψεων με «αντιαναπτυξιακό» χαρακτήρα, ευθύνη που συνήθως καταλογίζεται στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και τα «περιβαλλοντικά κινήματα». Είναι όμως καιρός να επιτευχθεί δια της πειθούς η σύνθεση των πολιτικών που δίνουν έμφαση στην προώθηση των επενδύσεων και αυτών που επικεντρώνονται στην διατήρηση της οικονομικο-κοινωνικής και περιβαλλοντικής τοπικότητας, η οποία είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη (ακόμα και αν δεν είναι σε «αειφόρο κατεύθυνση»), ώστε να σταθμιστούν με ενιαίο και ολοκληρωμένο τρόπο οι αναπτυξιακές επιλογές. ΤΟ ΣΝ ΚΑΛΕΙΤΑΙ ΝΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΣΕΙ ΑΥΤΗ ΤΗ ΝΕΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΛΙΣΕΩΝ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ (ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ), ΧΩΡΙΣ ΦΥΣΙΚΑ ΝΑ ΥΠΟΤΙΜΑΤΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΜΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ. Δύο είναι τα πεδία στα οποία μπορεί να γίνει αυτή η σύνθεση: στην σχέση των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων με τα Περιφερειακά Χωροταξικά όπου γίνεται η επεξεργασία της περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής και στην σχέση των ειδικών καθεστώτων με τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια, όπου θεσπίζονται οι κανονιστικές ρυθμίσεις. ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΒΕΛΤΙΩΘΕΙ Η ΣΧΕΣΗ ΧΩΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΜΕ ΕΙΣΑΓΩΓΗ: (Α) ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ ΤΩΝ ΕΧΠ ΜΕ ΤΑ ΠΧΠ, ΒΕΛΤΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ «ΑΝΑΔΡΑΣΗΣ» ΕΠΙ ΤΟ ΑΜΕΣΟΤΕΡΟ ΚΑΙ (Β) ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΤΑ ΤΠΣ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥΣ (ΟΧΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥΣ) ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΣΤΑ ΥΠΟ ΕΓΚΡΙΣΗ Η ΚΑΙ ΣΤΑ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑ ΕΙΔΙΚΩΝ «ΥΠΟΔΟΧΕΩΝ». Και στις δύο περιπτώσεις τίθενται αυστηρές προϋποθέσεις όπως: να τηρείται το γενικό πλαίσιο τομεακής νομοθεσίας και η στρατηγική εθνική στοχοθεσία, να υπάρχει επιστημονική τεκμηρίωση της πρότασης (πχ κίνδυνοι κοινωνικής συνοχής με απαξίωση της τοπικής οικονομικής βάσης με αποσπασματικές «προνομιακές» αναπτύξεις) να υπάρχει συνυπογραφή του νομοθετήματος από τον αρμόδιο για την τροποποιούμενο τομέα πολιτικής, ή εποπτεύοντα Υπουργό. Το σν επιχειρεί να βελτιώσει την σύνδεση του ΤΠΣ με τα ειδικά καθεστώτα μέσω του ΕΠΣ στο οποίο προσθέτει αντικείμενο και μεθοδολογική βελτίωση με την θέσπιση περιοχών επιρροής, (που υπήρχε μόνο στις προδιαγραφές), προσθέτει (σωστά) την δυνατότητα να τεθούν περιορισμοί στην περιβάλλουσα τον υποδοχέα περιοχή, αλλά διαφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού τα ειδικά καθεστώτα ως προς τις δυνατότητες χρήσεων και δόμησης που προβλέπουν, ακόμα και αν οδηγούν σε αποσπασματικές ρυθμίσεις. Παραβλέπεται το γεγονός ότι οι προβλέψεις της τομεακής νομοθεσίας ορίζονται μεν ως «ανώτατα επίπεδα» δόμησης και χρήσεων γης, αλλά συνήθως εξαντλούνται. Σημειώνεται ότι ο όρος «υποδοχέας» (που στην πράξη υποκαθιστά όχτον όρο τρόπος ανάπτυξης του Ν947/79) έχει πλέον ξεχειλώσει και δεν καλύπτει μόνο τις τομεακές επιχειρηματικές περιοχές, ή επενδύσεις στρατηγικής σημασίας και εγνωσμένου δημοσίου συμφέροντος, όπως ήταν η αρχική σύλληψη του ν 3894/10, fast track, η οποία συμπληρώθηκε με την υιοθέτηση του εργαλείου για την διαχείριση δημοσίων ακινήτων (ΕΣΧΑΔΑ και ΕΣΧΑΣΕ) αλλά περιλαμβάνει πλέον και αποσπασματικές χωροθετήσεις όπως προκύπτει από την ασάφεια του ορισμού για τους «υποδοχείς» των ΕΠΣ στην παρ1 του αρθρου11 /πρώην 8 και την έλλειψη κριτηρίων αξιολόγησης στην διαδικασία προέγκρισης και απόδοσης «χωρικού προορισμού» (η οποία απλά επιβαρύνει χωρίς να προσθέτει κάτι). Η συμπλήρωση αυτών των διατάξεων είναι αναγκαία για να έχει σοβαρό ρόλο το ΕΧΣ, στο όλο σύστημα σχεδιασμού και να μην απαξιώνει τον εαυτό του. 2. ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ. ΑΠΟΔΟΣΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ Προτείνεται (α) Η ΡΗΤΗ ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ σε κάθε πλαίσιο ή σχέδιο, ως ανεξάρτητο εργαλείο το οποίο θα εξειδικεύεται και συμπληρώνεται σταδιακά ακόμα και μετά την έγκριση του πλαισίου ή σχεδίου που συνοδεύει (κυλιόμενος και δυναμικός χαρακτήρας του Προγράμματος Εφαρμογής) και (β) η ρητή καταγραφή του καθήκοντος της υλοποίησης /ενεργοποίησης του Προγράμματος Εφαρμογής, (αποφεύγω τον όρο αρμοδιότητα που σπάνια ασκείται οίκοθεν) αποδίδοντας ρόλο επισπεύδοντα και συντονιστή στην πολιτικο -διοικητική βαθμίδα που αντιστοιχεί σε κάθε γεωγραφική /διοικητική ενότητα, δηλ. Στο ΥΠΕΝ για τα Εθνικά Χωροταξικά Πλαίσια, στην Περιφέρεια για τα Περιφερειακά και στον Δήμο για τα Τοπικά Π.Σ. και τα ΡΣΕ. Η πρόταση αυτή αντικαθιστά την γενικόλογη και αναποτελεσματική -παρότι καινοτόμα για την εποχή- έννοια της παρακολούθησης της εφαρμογής μέσω εκθέσεων αξιολόγησης, η οποία έχει εισαχθεί με τον Ν 2742/99 δεν έχει συμβάλλει όμως μέχρι σήμερα στην τόνωση των διαδικασιών υλοποίησης/ εφαρμογής των σχεδίων ή πλαισίων, ούτε στην απόδοση συγκεκριμένων ευθυνών. Τρανταχτό παράδειγμα η αποφυγή του Δήμου Αθηναίων να αναλάβει πρωτοβουλίες προώθησης του ΣΟΑΠ υπό το πρόσχημα ότι δεν έχουν οριστεί οι εκπρόσωποι των Υπουργείων (!). Αντίστοιχα ατύχησε και η επίσης καινοτόμα έννοια της πρόβλεψης Προγράμματος και Δομών Εφαρμογής των ΓΠΣ του 2508/97 που αντανακλούσε μεν την διοικητική απειρία της εποχής με το δόγμα «ιδρύω ένα φορέα για κάθε διακριτό έργο», η οποία όμως θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί με την ήπια μορφή της (Επιτροπές), αν το ΥΠΕΧΩΔΕ είχε κατανοήσει την σημασία της και είχε προωθήσει το κανονιστικό ΠΔ. Η άποψη ανάθεσης της «Παρακολούθησης της Εφαρμογής» στο υπερκείμενο γεωγραφικό -διοικητικό επίπεδο που διατηρεί το ΣΝ (δηλαδή στο ΥΠΕΝ για τα Περιφερειακά και στην Περιφέρεια για τα Τοπικά) είναι -κατά τη γνώμη μου- εκτός από αναποτελεσματική και παρωχημένη και ανάγεται στην παράδοση ελέγχου της Τ.Α. από το Κράτος (πρώην μη αιρετή Νομαρχία, νυν Περιφέρεια) παράδοση από την οποία καλό είναι να αποδεσμευτεί το σύστημα χωρικού σχεδιασμού, αν στοχεύει στην χειραφέτηση και αναβάθμιση της Τοπικής Διακυβέρνησης. Τούτο είναι πλέον εφικτό μετά την αποκατάσταση της ιεραρχίας στην έγκριση των σχεδίων που έγινε με την μετακίνηση της έγκρισης των (γενικών και ειδικών) τοπικών σχεδίων με ΠΔ και των ρυμοτομικών σχεδίων (δηλαδή του χαμηλότερου επιπέδου ΠΣΕ/ΡΣΕ) με απόφαση Συντονιστή Α.Δ. Η πρόταση αυτή θα συνιστούσε (σε συνδυασμό με την προηγούμενη) μια ουσιαστική μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμό του συστήματος χωρικού σχεδιασμού, κάτι που άρχισε μεν αλλά δεν ολοκλήρωσε η ΧΩΠΟΜΕ. Σπεύδω να διευκρινίσω (προς απάντηση ευλόγων αντιθέτων επιχειρημάτων) ότι η πρόταση ανταποκρίνεται στην νομολογία του ΣτΕ η οποία έχει μεν κρίνει ότι δεν είναι συνταγματικά αποδεκτή η απόδοση αρμοδιοτήτων έγκρισης χωρικών σχεδίων στην Αυτοδιοίκηση, έχει όμως διακρίνει ότι είναι δυνατή η απόδοση αρμοδιοτήτων εφαρμογής, άρα εκκρεμεί η επεξεργασία τρόπων υλοποίησης αυτής της αρχής και η νομολόγησή της με ΠΔ. Πιστεύω ότι η υιοθέτηση αυτής της πρότασης (ιδίως ως προς τον ρόλο των περιφερειών) είναι η μόνη εφικτή μέθοδος χειραφέτησης της αυτοδιοίκησης και σύνδεσης της περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής με τον χωρικό σχεδιασμό (θέμα που θέτει εμφατικά η επιστήμη της χωροταξίας), ιδίως στο επίπεδο της Περιφέρειας. Είναι μια πρόταση που συνάδει με την σημερινή πολιτική του Υπ. Εσωτερικών και θα γίνει θετικά δεκτή από την ΚΕΔΕ και την ΕΝΠΕ, και από του ενεργούς μεμονωμένους δήμους και περιφέρειες οι οποίες καλό είναι να συνειδητοποιήσουν την σημασία αυτού του ρόλου έναντι της διεκδίκησης της αρμοδιότητας έγκρισης των σχεδίων, (πχ Περιφέρεια Αττικής μετά την κατάργηση του ΟΡΣΑ). 3. ΕΙΔΙΚΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ /ΕΠΣ Η χρήση ΕΠΣ γενικεύεται ραγδαία. Επισημαίνω ότι, πέραν των προτεινόμενων στο σημείο 1, βελτιώσεων θα πρέπει να συμπεριλάβει διατάξεις που: (α) θα επιβάλλουν την υποχρέωση εφαρμογής/ υλοποίησης της επένδυσης, έτσι ώστε να αποφεύγονται απλά φαινόμενα αύξησης τιμών γης με τις αποσπασματικές ρυθμίσεις στον «υποδοχέα» χωρίς να υπάρχει εγγύηση υλοποίησης της επένδυσης. Τέτοια πρόβλεψη θα μπορούσε να είναι η θέσπιση δεσμευτικού χρονοδιαγράμματος με το ΕΠΣ και η πρόβλεψη ότι μετά το πέρας της προθεσμίας (ενδεχομένως με παρατάσεις), αν δεν έχει υλοποιηθεί το έργο, η έκταση εμπίπτει στο πρότερο καθεστώς (εκτός σχεδίου). (β) θα προκρίνουν την άμεση και από κοινού έγκριση του με το ΡΣΕ, με απαλοιφή της διάταξης που προβλέπει να προϋπάρχει ΕΠΣ για την έγκριση του ΡΣΕ, ώστε να βελτιωθεί η χρήση του ως εργαλείο αναπλάσεων. Προτείνεται δηλαδή να ενισχυθεί αυτό που χαρακτηρίζαμε ως καθετοποίηση των επιπέδων σχεδιασμού όταν χρησιμοποιούσαμε το εργαλείο της ΖΕΑ, στον ΟΡΣΑ, (που είναι πρόγονος του ΕΧΣ), πρακτική που αποφεύγεται όπως φάνηκε στο ΕΧΣ στο Μάτι, το οποίο δεν αντιμετώπισε το βασικό θέμα της ρυμοτομίας αλλά και σε απλούστερα πεδία όπως το μητροπολιτικό πάρκο Γουδή όπου μόνο ένα ρυμοτομικό σχέδιο μπορεί να λύσει τα θέματα συνεργασιών με τους εγκατεστημένους φορείς με δεδομένο ότι είναι υπερώριμη η μελετητική προσέγγιση 4. ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΡΣΕ και ΙΣΧΥΟΝΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΠΟΛΕΩΣ, Η μετονομασία του ΠΣΕ (Πολεοδομικό Σχέδιο Εφαρμογής), σε ΡΣΕ ξεκαθαρίζει τον ρόλο του και επιβεβαιώνει ότι μεγάλο μέρος της «ύλης» της Πολεοδομικής Μελέτης μεταφέρθηκε στο ΤΠΣ, διατηρώντας την υποχρέωση ενιαίας μελέτης και έγκρισης ΠΜ + Πράξης Εφαρμογής, που εισήχθη με την ΧΩΠΟΜΕ. Ευελπιστούμε ότι θα γίνει εφικτή πλέον αυτή η καινοτομία, αφού η έγκριση είναι πλέον απόφαση του ίδιου οργάνου, κάτι που δεν ίσχυε με τους ν 1337 και τον 2508. Είναι όμως προβληματικό το ότι (τόσο το ΠΣΕ όσο και το ΡΣΕ) αναφέρονται αποκλειστικά στις περιπτώσεις των πρώην Πολεοδομικών Μελετών Επέκτασης / ΠΜΕ, όπως είχε διαφανεί και με τις τεχνικές προδιαγραφές που είχαν δημοσιοποιηθεί, αλλά και από μια προσπάθεια ανάγνωσης των διατάξεων υπό το πρίσμα του «Εγκεκριμένου Σχεδίου Πόλεως». Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΠΜΑ Η ΤΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΑΝΑΛΟΓΙΣΜΟΥ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΥΤΟΜΑΤΑ, βάσει του ορισμού του ΡΣΕ σαν επίπεδο ρυμοτομικού σχεδίου που αντικαθιστά την ΠΜ, αλλά απαιτεί ειδική διευκρινιστική διάταξη στο ΣΝ. Είναι θετικό ότι εισάγεται το Επιχειρησιακό Σχέδιο Εξασφάλισης Κοινόχρηστων και Κοινωφελών Χώρων (Αρ 74) πρόταση που είχε διατυπωθεί στην έκθεση για την βελτίωση του θεσμικού πλαισίου αναπλάσεων 2019, αλλά δεν αρκεί . 5. ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΟΜΗΣΗ Το σν επιχειρεί μια ισορροπία μεταξύ αρχών σχεδιασμού που αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα την διασπορά αναπτύξεων και τα κεκτημένα δικαιώματα, πολιτών που κατέχουν εκτός σχεδίου ακίνητα. Ωστόσο οι ασάφειες είναι πολλές και καλό είναι να διευκρινιστούν (πχ υποχρέωση δρόμου σε γήπεδα άρτια) και το εργαλείο του χαρακτηρισμού οδικού δικτύου πολύ προβληματικό, ως έχει, ενώ η ιδέα του σχεδιασμού του οδικού δικτύου μέσω του ΤΠΣ είναι σωστή. Για την βελτίωσή της διάταξης έχουμε καταθέσει σε συνεργασία με την κα Φανή Αναιρούση προτάσεις που μπορούν να αναζητηθούν στα άρθρα 10 και 14. 6. ΧΡΗΣΕΙΣ ΓΗΣ Κρίνεται θετική την παροχή ευελιξίας (και εμπιστοσύνης) στην διαδικασία τοπικού πολεοδομικού σχεδιασμού ώστε να προσδιορίζει το μείγμα των προς θεσμοθέτηση ζωνών χρήσεων. Πρόκειται για μια δημόσια διαδικασία λήψης απόφασης (κανονιστικού χαρακτήρα) κατά περίπτωση και όχι ένα οριζόντιο εργαλείο ελέγχου των χρήσεων, όπως ήταν δυστυχώς το ΠΔ του 1987, εν μέρει και το πρόσφατο ΠΔ 59/2018, αλλά ακόμα χειρότερα το ευτυχώς καταργηθέν άρθρο του ν 4269/13 που εισήγαγε οριζόντιες έννοιες όπως η κατηγορία Βασικό Οδικό Δίκτυο. Επισημαίνω όμως ότι η ευελιξία θα πρέπει να παρέχεται υπό την προϋπόθεση ότι είναι συμβατή με τα Περιφερειακά Χωροταξικά Σχέδια, ώστε να μην έχουμε αποσπασματικές ανατροπές του χαρακτήρα περιοχών ή/και οικισμών. Βέβαια η εικόνα θα γίνει σαφέστερη όταν δημοσιοποιηθούν οι κατηγορίες ζωνών και τα περιεχόμενά τους, αλλά δεν μπορεί κανείς παρά να επισημάνει ότι θα έπρεπε να γίνει προσπάθεια να εισαχθεί η ευελιξία, επί τη βάσει του πρόσφατου ΠΔ/τος 51/2028, δεδομένης της απίστευτης δυστοκίας στην επεξεργασία και θεσμοθέτησή του, και του κινδύνου η εκκρεμότητα να προκαλέσει καθυστερήσεις στις τρέχουσες διαδικασίες σχεδιασμού ΓΠΣ και ΤΠΣ 7. ΣΥΝΔΕΣΗ ΧΩΡΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΜΕ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Όπως την είδαμε στην πρόσφατη τροποποίηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας έχει επιχειρηθεί ενοποιητική προσέγγιση στο επίπεδο των χρήσεων γης, κάτι θετικό που επαναφέρεται με το παρόν σν, αλλά που χρειάζεται ενίσχυση ώστε να μην οδηγήσει σε απαξίωση των προτάσεων προσταίας που προκύπτουν από τις ΕΠΜ. Μια βασική πρόταση που είχε προκύψει από την εμπειρία της θητείας μου στην Γεν Γραμματεία Περιβάλλοντος και είχε διατυπωθεί δημόσια κατά την διαβούλευση του περιβαλλοντικού ΣΝ, είναι η πρόβλεψη ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ, σχέδιο που θα καλύψει την αποσπασματικότητα και μερικότητα των ΕΠΜ, ΘΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΤΕΙ ΈΝΑ ΠΛΑΙΣΙΟ ΟΙΚΟΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ και θα δώσει κατευθύνσεις τόσο στα ΤΠΣ όσο και στις ΕΠΜ ιδίως μετά την προσθήκη ζωνών χαλαρής προστασίας που μπορούν να λειτουργούν ως buffer zones και υποδοχείς συμβατών δραστηριοτήτων ήπιας ανάπτυξης, εκτός των πυρήνων απολύτου προστασίας. Θεωρώ επίσης θετική την πρόβλεψη τα ΤΠΣ και τα ΕΠΣ να προσδιορίζουν όρους και περιορισμούς σε περιοχές προστασίας ειδικού καθεστώτος (αρχαιολογικά και δασικά κάτι που δεν απαγορευόταν μεν αλλά είχε επικρατήσει η μη εφαρμογή του με εξαίρεση τις ζώνες Β αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, που όμως ήταν δυσκίνητη διαδικασία). Και εδώ θα βοηθούσε η θέσπιση δικλείδας ασφαλείας με κριτήρια και προυποθέσεις 8. ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΕΙΝΑΙ ΘΕΤΙΚΟ ΟΤΙ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΑ ΤΠΣ αλλά θα πρέπει να συμπληρωθεί και κυρίως να γίνει σαφές ότι με την πράξη αυτή αλλά και με το υπόλοιπο ΤΠΣ είναι δυνατόν να εξειδικεύονται και τροποποιούνται οι όροι δόμησης των οικισμών προ του 23 ή κάτω των 2000 κατοίκων.(ΣΔ, τομείς αρτιοτήτων), να οριοθετείται το συνεκτικό και μη τμήμα, να προτείνεται η μερική πολεοδομική ρύθμιση διάνοιξης οδού ή άλλου ΚΧ, όπως χώρου στάθμευσης, ακόμα και η εφαρμογή οδού πρόσβασης στις ακτές. Πρόκειται για προβλέψεις που υπήρχαν σε ισχύ είτε με το ΠΔ οριοθέτησης (ΦΕΚ181/Δ/87) είτε με το ν 2508/97 (αρ9), είτε άμεσα με τον ν 1337/83, αλλά δεν εφαρμόζονται κυρίως λόγω της μη ενεργοποίησης των Νομαρχών/ Περιφερειαρχών σε τέτοιες κατευθύνσεις, αλλά είναι πλέον επιτατική ανάγκη να ενεργοποιηθούν λόγω της πύκνωσης που έχει προκύψει από την εφαρμογή υψηλών όρων δόμησης σε οικισμούς με πενιχρό δίκτυο ΚΧ, που όμως δέχονται υψηλές τουριστικές και παραθεριστικές πιέσεις. Η βελτίωση του περιεχομένου του ΤΠΣ σ αυτό και σε άλλους τομείς θα αποβεί θετική, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποσαφηνιστούν τα θέματα και οι φορείς εφαρμογής αυτών των προβλέψεων 9. ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΔ Έχουν κατατεθεί δημόσια πλήθος προτάσεων μετα από επιστημονική διημερίδα που είχαμε συνδιοργανώσει ως ΕΛΛΕΤ / ΕΜΠ /ΕΔΙΠΟΧ (έχουν εκδοθεί τα πρακτικά από τις εκδ Σάκουλα 2019). Το σν λαμβάνει εν μέρει υπόψη τις προτάσεις αλλά επισημαίνω δύο περίεργες εμμονές: (α) δεν είναι δυνατόν να επιτρέπεται η μεταφορά ΣΔ σε οριοθετημένους οικισμούς χωρίς πολεοδόμηση οι οποίοι ήδη διαθέτουν υψηλούς ΣΔ και απαράδεκτες πυκνότητες χωρίς ρυμοτομία και (β) τα κριτήρια για την θεσμοθέτηση των ζωνών υποδοχής πρέπει να ορίζονται θετικά και όχι αρνητικά: πχ περιοχές που διαθέτουν επαρκή φέρουσα ικανότητα λόγω υποδομών (σταθμοί μετρό) 10. ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΠΛΑΣΕΩΝ Μια μικρή αλλά τραγική παρατήρηση: με το αρ 15 1β) επαναφέρεται μια διάταξη του 4447/16 η οποία προβλέπει ότι με ΠΔ θα τροποποιηθούν διατάξεις του ν 2508, διάταξη που έχει κριθεί από το ΣτΕ ως ανεπαρκής. Πρέπει απλά να προβλεφθεί νέο ΣΝ το οποίο θα καλύψει το θέμα αναπλάσεων, και εργαλείων εφαρμογής σχεδίων, αναλογισμοί κλπ. και ελπίζω να φανεί χρήσιμη κάθε κατατεθειμένη εργασία επ΄ αυτού . Επειδή το αντίστοιχο ΠΔ της παρ.1.α του ίδιου άρθρου, έχει ήδη εκδοθεί (θετικό) και αγνοείται από το σν, μου δίνεται η αφορμή να επισημάνω ότι με τις αναδιατυπώσεις πολλών άρθρων, ανοίγεται ένα τεράστιο πεδίο αναγκαίων κανονιστικών πράξεων εξειδίκευσης (ΠΔ ΥΑ, ΚΥΑ με τεχνικό ή κανονιστικό χαρακτήρα) οι οποίες προϋπάρχουν χωρίς να είναι βέβαιο ότι χρειάζονται αναμόρφωση. Θα ήταν λοιπόν ανακουφιστική (και αναγκαία) μια πρόβλεψη ότι εξακολουθούν να ισχύουν -πλην των διατάξεων τους που έρχονται συ σύγκρουσή με το νέο νόμο- μέχρι της έκδοσης των νεωτέρων.