• Σχόλιο του χρήστη 'COMBATT A.E.' | 10 Ιουνίου 2021, 12:46

    Στην παρ. 10: η έκθεση προγραμματισμού φαίνεται να αφορά τόσο την επόμενη τριετία (σημείο α και β) όσο και μεμονωμένα το επόμενο έτος (σημείο γ) όσον αφορά στο πρόγραμμα ενημέρωσης. Θα πρέπει να αποσαφηνιστεί αν τα στοιχεία α και β υποβάλλονται άπαξ για κάθε επόμενη τριετία, ή ετησίως για την κάθε επόμενη τριετία. Στην παρ. 11, σημείο (θ): το κόστος ανά τόνο ανακυκλούμενων αποβλήτων στο οποίο γίνεται αναφορά και θα πρέπει να περιλαμβάνεται στην Ετήσια Έκθεση δεν συνιστά δείκτη αποδοτικότητας, όπως αναφέρεται. Για παράδειγμα, ένα ΣΣΕΔ μειώνοντας το κόστος ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης μπορεί εύκολα να μειώσει το «κόστος ανά τόνο», δείχνοντας ότι είναι αποδοτικό, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι. Μάλιστα, ενδέχεται να επωφελείται και από τα αυξημένη κόστη άλλων, ανταγωνιστικών ΣΣΕΔ στο ίδιο ρεύμα, που ενισχύουν με τις δράσεις (και τα κόστη τους) την ενημέρωση και ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των πολιτών στην χωριστή συλλογή και ανακύκλωση. Στην παρ. 11, προτελευταία παράγραφος, θα πρέπει να υπάρξει αλλαγή στην ημερομηνία υποβολής της απολογιστικής έκθεσης και αντί της 30ης Απριλίου, αυτή να μεταφερθεί στις 15 Ιουλίου. Ο λόγος είναι ότι η προθεσμία για την δημοσίευση ισολογισμού είναι η 30η Ιουνίου, με αποτέλεσμα ως τώρα όλες οι εκθέσεις να υποβάλλονται με προσωρινά οικονομικά στοιχεία, αυξάνοντας έτσι το διοικητικό φόρτο, και για τα ΣΣΕΔ και για τον ΕΟΑΝ, καθώς τα στοιχεία θα πρέπει επί της ουσίας να υποβληθούν δύο φορές. Το ίδιο πρόβλημα δημιουργείται και με τις προθεσμίες για το ΗΜΑ και ΕΜΠΑ, οι οποίες συχνά παρατείνονται. Θα πρέπει να υπάρξει ρύθμιση που να ορίζει ότι η προθεσμία για την υποβολή της απολογιστικής λήγει σε κάθε περίπτωση έναν μήνα μετά την προθεσμία υποβολής των στοιχείων από τους υπόχρεους στο ΗΜΑ και στο ΕΜΠΑ, όπως αυτή ορίζεται είτε από την νομοθεσία, είτε μετά από ενδεχόμενη σχετική παράταση. Στην παρ. 13, είναι υπερβολική η διακριτική ευχέρεια που δίδεται στον ΕΟΑΝ να προσδιορίζει το δίκαιο και εύλογο του διοικητικού κόστους. Επίσης η δημοσίευση στην ιστοσελίδα των επιμέρους στοιχείων του διοικητικού κόστους (τα οποία ούτως ή άλλως δίνονται αναλυτικά στην απολογιστική έκθεση, άρα είναι γνωστά στον ΕΟΑΝ) μπορεί εύκολα να δημιουργήσει παρανοήσεις και παραπλανητική (αποσπασματική) πληροφόρηση στο κοινό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ΣΣΕΔ με χαμηλό διοικητικό κόστος, που όμως έχουν κάνει outsourcing όλη τους ουσιαστικά την διοικητική λειτουργία σε τρίτες εταιρίες. Αυτές οι πρακτικές, αφενός δεν συμβάλλουν στην αύξηση των θέσεων εργασίας, αφετέρου δε «κρύβουν» το διοικητικό κόστος στην γενικότερη κατηγορία «λήψης αναγκαίων υπηρεσιών». Στην παρ. 14 εξακολουθεί να παραμένει η τιμωρητική διάθεση απέναντι στα ΣΣΕΔ. Ειδικά το γεγονός ότι η μη επίτευξη του ποσοτικού στόχου για ένα και μόνο έτος οδηγεί αυτόματα σε σχέδιο συμμόρφωσης πρέπει να θεωρηθεί εκτός πραγματικότητας, καθώς συχνά παρουσιάζονται διακυμάνσεις στις επιδόσεις που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα του ΣΕΔ αλλά σε εξωγενείς παράγοντες. Αν σε αυτά προστεθεί και η συνολικότερη αναταραχή που έχει προκαλέσει η πανδημία και τα Lockdown, των οποίων οι επιπτώσεις έχουν ήδη καταγραφεί στις επιδόσεις του 2020 και θα συνεχίσουν να αποτυπώνονται και στα αποτελέσματα του 2021, η ρύθμιση αυτή κρίνεται παντελώς άδικη και εξωπραγματική. Προτείνεται αφενός: Α) Οι ρυθμίσεις και κυρώσεις της παρ. 14 να ξεκινήσουν να έχουν εφαρμογή το 2023, δηλαδή για τα αποτελέσματα του 2022 (που πιθανολογείται ότι θα είναι το πρώτο έτος χωρίς επιπτώσεις από την πανδημία και Β) Να μην επιβάλλονται κυρώσεις, σε περίπτωση που συνολικά οι επιδόσεις του ΣΣΕΔ κατά την τελευταία τριετία επιτυγχάνουν τον ποσοτικό στόχο σε ποσοστό άνω του 90%. Στην παρ. 16, κατά τη λύση και εκκαθάριση θα πρέπει να γίνει ρητή αναφορά ότι επιστρέφονται κατά προτεραιότητα οι εισφορές των μετόχων στο κεφάλαιο της Εταιρίας (του ΣΣΕΔ). Αν αυτό δεν αναφερθεί ρητά, δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα κίνητρο σε παραγωγούς να οργανώσουν (ή ακόμα και να παραμείνουν μέτοχοι) σε ΣΣΕΔ. Η εγγυητική επιστολή της παρ. 18, παρότι φαίνεται να έχει ορθή στόχευση, θα πρέπει να αξιολογηθεί και σε σχέση με το γεγονός ότι επί της ουσίας περισσότερο από 5% των χρηματικών εισφορών ουσιαστικά παραμένουν εκ του νόμου ανενεργές, δεσμευμένες επί της ουσίας χωρίς να μπορούν να αξιοποιηθούν. Προτείνεται κατ’ ελάχιστον να μειωθεί το ποσοστό στο 3% και το ελάχιστο ποσό στις 20.000 ευρώ.