• Η πρόβλεψη του άρθρου 13 είναι επί της αρχής μία ρύθμιση που κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Οι πόλεις ευθύνονται για το 60% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, είναι συνεπώς εκ των ων ουκ άνευ η ανάληψη κλιματικής δράσης σε επίπεδο δήμων. Προς αυτή την κατεύθυνση υπάρχουν άλλωστε ήδη εκατοντάδες πόλεις που αναλαμβάνουν κλιματική δράση και φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Είναι ωστόσο αρκετά δύσκολο να αναλογιστεί κανείς πώς οι δήμοι θα χρειαστεί να μειώσουν τις εκπομπές τους μόλις κατά 30% έως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2019 σε μία χώρα που έχει αναλάβει στόχο μείωσης των εκπομπών κατά 55% έως το ίδιο έτος σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Απαιτείται επομένως μεγαλύτερη φιλοδοξία στις υποχρεώσεις των δήμων. Η ανεπάρκεια των στόχων για τους δήμους επιτείνεται από το γεγονός ότι καλύπτει ως επί το πλείστον τις εκπομπές του πεδίου εφαρμογής 1 και 2 (Scope 1 και 2). Η επιλογή αυτή παραλείπει τις εκπομπές του πεδίου εφαρμογής 3 (Scope 3), των εκπομπών δηλαδή έξω από τα όρια ενός δήμου, που οφείλονται όμως σε δραστηριότητες εντός του δήμου. Οι εκπομπές του πεδίου εφαρμογής 3 αποτελούν και το μεγαλύτερο μερίδιο των εκπομπών που συνδέεται με την κοινωνική ζωή και την οικονομική δραστηριότητα ενός δήμου. Με δεδομένο ότι οι δήμοι δεν έχουν ουσιαστικό ρόλο και αρμοδιότητες για τις εκπομπές του πεδίου εφαρμογής 3, ο κατεξοχήν τομέας στον οποίο οι δήμοι έχουν σημαντικό ρόλο και στον οποίο θα μπορούσαν να συμβάλλουν ουσιαστικά είναι ο τομέας των αποβλήτων, όπου, οι εθνικές εκπομπές δεν αναμένεται να μειωθούν σημαντικά ακόμα και μέχρι το 2040, σύμφωνα με τις επίσημες προβλέψεις. Ως εκ τούτου προτείνεται κατ’ελάχιστον να τηρηθεί απογραφή εντός του ΔηΣΜΕ και για τις εκπομπές του πεδίου εφαρμογής 3 και να υιοθετηθούν οι παρακάτω στόχοι όπως είχαν περιγραφεί στην κοινή πρόταση νόμου οργανώσεων, φορέων και πολιτών: Μείωση κατ’ ελάχιστο 75% της συνολικής ποσότητας αποβλήτων προς τελική διάθεση, έως τις 31/12/2030 και κατά 90% έως τις 31/12/2035. Οι υπόχρεοι του ΗΜΑ υποχρεούνται σε υπολογισμό των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από την διαχείριση αποβλήτων και θέσπιση ενός Κλιματικού Τέλους Αποβλήτων (σε ευρώ ανά εκπεμπόμενο ισοδύναμο τόνο CO2), που για τους ΟΤΑ θα είναι πλήρως ανταποδοτικό με την χρηματοδότηση έργων - δράσεων Πρόληψης, Προετοιμασίας για Επαναχρησιμοποίηση και Διαλογής στην Πηγή. Μείωση της κατά κεφαλήν ποσότητας παραγόμενων αστικών αποβλήτων κατά 20% έως τις 31/12/2030 σε σχέση με το 2019. Μείωση των σύμμεικτων αστικών αποβλήτων, των οποίων η διάθεση γίνεται με εναπόθεση εντός ή επί του εδάφους ή μέσω ειδικά διευθετημένου χώρου υγειονομικής ταφής), στο 10% έως τις 31/12/2030. Μείωση 100% (μηδενισμός), της αποτέφρωσης στην ξηρά ή στη θάλασσα ή της ανάκτησης με τη χρήση τους κυρίως ως καύσιμο ή ως άλλο μέσο παραγωγής ενέργειας) έως τις 31/12/2035. β) Όπου απαιτείται στις παραπάνω περιπτώσεις, ως έτος βάσης λογίζεται το 2019 Το ΔηΣΜΕ θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει και την απογραφή ενεργειακών καταναλώσεων και εκπομπών για τον τομέα της γεωργίας, της κτηνοτροφίας. Τέλος, προτείνεται στα ΔηΣΜΕ να θεσπίζονται ελάχιστοι στόχοι εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ με τη συμμετοχή ενεργειακών κοινοτήτων όπως ορίζονται στον ν. 4513/2018 σε όλους τους πρωτοβάθμιους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι στόχοι ορίζονται λαμβάνοντας υπόψη την έκταση, το πληθυσμιακό μέγεθος, το ανανεώσιμο δυναμικό, καθώς και όλες τις ειδικότερες κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές συνθήκες του κάθε πρωτοβάθμιου ΟΤΑ, με στόχο την ανάπτυξη της αποκεντρωμένης παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ. Μολονότι η πρόθεση ένταξης των ΟΤΑ Α’ βαθμού στον κλιματικό νόμο είναι θετική, το άρθρο έχει μία σειρά από ασάφειες, ελλείψεις και αδυναμίες, που το καθιστούν ιδιαίτερα δυσεφάρμοστο. Ειδικότερα: (α) Μόνο οι ΟΤΑ Α’ βαθμού υπάγονται στο άρθρο. Δεν είναι σαφείς οι λόγοι για τους οποίους οι ΟΤΑ Β’ βαθμού (Περιφέρειες) δεν έχουν αντίστοιχες υποχρεώσεις. (β) Η έννοια “εκπομπές του οικείου ΟΤΑ” θα πρέπει να οριστεί. Θα μπορούσε να σημαίνει “εκπομπές από την άσκηση αρμοδιοτήτων του οικείου ΟΤΑ” (το πιθανότερο) ή εκπομπές που προέρχονται από πηγές εντός του οικείου ΟΤΑ (και, πιθανώς και άλλα πράγματα). Πρόκειται για πολύ διαφορετικά πράγματα. Η διαφορά είναι σαφής, π.χ., στην περίπτωση ενός ΟΤΑ Α’ βαθμού όπου είναι χωροθετημένη μία περιφερειακής εμβέλειας εγκατάσταση διαχείρισης ή επεξεργασίας αποβλήτων. (γ) Η έννοια της συμβατότητας του ΔηΣΜΕ με το ΕΣΕΚ θα πρέπει να προσδιοριστεί. Μπορεί να σημαίνει ότι υιοθετούνται, σε δημοτικό επίπεδο, οι στόχοι του ΕΣΕΚ, αλλά αυτό δεν είναι βέβαιο, και μπορεί να μην είναι εφικτό “οριζόντια” για όλους τους ΟΤΑ. (δ) Σε συνέχεια της προηγούμενης παρατήρησης, το νομοσχέδιο προβλέπει τομεακούς προϋπολογισμούς άνθρακα, συνολικό προϋπολογισμό άνθρακα, γενικά μέτρα πολιτικής (κεφάλαιο Γ’) και ειδικά μέτρα μείωσης εκπομπών από εγκαταστάσεις, και ενδεχομένως στόχους μείωσης εκπομπών ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας και κατηγορία περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Προφανώς, το ΔηΣΜΕ θα πρέπει να είναι, κατά μία έννοια, συμβατό και με τα παραπάνω. (ε) Η αναφορά σε “στόχους μείωσης εκπομπών για …κτίρια, τον εξοπλισμό και τις υποδομές που καταναλώνουν ενέργεια” (παρ. 1, εδ. Γ’, καθώς και παρ. 6) δεν περιλαμβάνει εκπομπές από υποδομές, δραστηριότητες και διεργασίες που δεν καταναλώνουν ενέργεια (π.χ., στον τομέα της γεωργίας ή των αποβλήτων). (στ) Το άρθρο δεν φαίνεται να έχει λάβει υπόψη του την πρόσφατη νομοθεσία για τα απόβλητα. Για παράδειγμα, με το ισχύον καθεστώς, οι ΦΟΔΣΑ, που είναι καταρχήν διακριτές οντότητες από τους ΟΤΑ, έχουν “αποκλειστικές” αρμοδιότητες για την διαχείριση και επεξεργασία αποβλήτων “σύμφωνα με το οικείο ΠΕΣΔΑ” (227 παρ. 1 ν. 4555/2018). Επίσης, η νομοθεσία προβλέπει Εθνικό Σχέδιο Πρόληψης Αποβλήτων και Τοπικά Σχέδια Διαχείρισης Αποβλήτων (ΤΔΣΑ) (56-57 ν. 4819/2021), τα οποία θα ρυθμίζουν εν μέρει παρόμοια θέματα με το ΔηΣΜΕ. Σε κάθε περίπτωση, οι ΦΟΔΣΑ, ως διαχειριστές των αντίστοιχων εγκαταστάσεων, θα υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 16. Κατά συνέπεια, δεν είναι σαφές αν το ΔηΣΜΕ έχει κάποιο ρυθμιστικό ρόλο - μολονότι, φυσικά, η καταγραφή των τοπικών πηγών εκπομπών είναι σε κάθε περίπτωση χρήσιμη. (ζ) Σε συνέχεια της προηγούμενης παρατήρησης, η ύδρευση και η αποχέτευση παρέχονται κατά κανόνα από Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης (άρθ. 1 ν. 1069/1980), για τις οποίες ισχύουν όσα ειπώθηκαν και για τους ΦΟΔΣΑ. (η) Σύμφωνα με το προτεινόμενο άρθρο, η παρακολούθηση των ΔηΣΜΕ μπορεί να γίνεται κατά την Σύσταση 2013/179 “σχετικά με τη χρήση κοινών μεθόδων για τη μέτρηση και τη γνωστοποίηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων κατά τον κύκλο ζωής των προϊόντων και των οργανισμών” (ομοίως και στο άρθ. 17 παρ. 3), ή κατά το πρότυπο το πρότυπο ISO 14064—122018. Καταρχάς, θα ήταν χρήσιμο το νομοσχέδιο να υιοθετήσει, στο μέτρο του εφικτού, κοινές, συγκρίσιμες και διαυγείς μεθόδους μέτρησης και παρακολούθησης, έτσι ώστε τα αποτελέσματα των διαδικασιών που θεσπίζονται να μπορούν να συσχετιστούν και να διασταυρωθούν. Αντιθέτως, εδώ οι ίδιες δραστηριότητες θα υπάγονται σε διαφορετικές απαιτήσεις καταγραφής και παρακολούθησης, ανάλογα με το αν εντάσσονται στο ΔηΣΜΕ, στις διατάξεις για την περιβαλλοντική αδειοδότηση (πρβλ. 16 παρ. 6 έως παρ. 8), ή στην ετήσια έκθεση προόδου (άρθ. 25). Συμπληρωματικά, από το νομοσχέδιο παραλείπεται κάθε αναφορά στο θέμα του χωρικού/πολεοδομικού σχεδιασμού, ο οποίος κατέχει ρόλο-κλειδί για την επίτευξη των σχετικών στόχων της προσαρμογής και της μείωσης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Κάθε προσπάθεια στην κατεύθυνση της μείωσης των κινδύνων που αναμένονται λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων θα συμβάλει στην ενίσχυση της αστικής-περιφερειακής ανθεκτικότητας και της βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης. Ως εκ τούτου προτείνεται να προβλεφθούν στο σχέδιο νόμου ρυθμίσεις για τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη του ελληνικού χώρου και ιδιαίτερα των ελληνικών πόλεων βάσει των αρχών του μοντέλου της συμπαγούς πόλης. Μεταξύ των βασικών κατευθύνσεων χωρικής ανάπτυξης θα μπορούσαν να αναφερθούν η προώθηση ενός πολυκεντρικού και ιεραρχημένου συστήματος χωρικής οργάνωσης, η αύξηση των πράσινων ελεύθερων κοινόχρηστων και δημόσιων χώρων, η διαμόρφωση συνεκτικών πράσινων και μπλε διαδρομών και η τόνωση των κέντρων πόλης, η ανάμιξη των διαφόρων τύπων χρήσεων γης, η επανάχρηση παλαιών εγκαταλελειμμένων-κενών κτιρίων, η αποκέντρωση λειτουργιών με στόχο τη μείωση των απαιτούμενων μετακινήσεων. Επιπλέον, είναι σκόπιμο να επανεξεταστεί το σύνολο των ισχυόντων κανονιστικών παραμέτρων (πχ. συντελεστές δόμηση-κάλυψης) με στόχο τον περιορισμό των πυκνοτήτων κατοίκησης, οι οποίες καθιστούν τις ελληνικές πόλεις τρωτές έναντι των αναμενόμενων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Τέλος, είναι κρίσιμης σημασίας η ένταξη ρυθμίσεων που στοχεύουν στην προστασία και στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της παράκτιας ζώνης. Προτείνεται να συμπεριληφθούν στο νομοσχέδιο σχετικές διατάξεις στην κατεύθυνση του περιορισμού της οικιστικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας σε μια ζώνη τουλάχιστον 100μ. από τη ζώνη παραλίας (το νούμερο είναι ενδεικτικό και μπορεί να αυξάνεται ή και να περιορίζεται αιτιολογημένα, βάσει των γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών κάθε περιοχής), της συνεχούς παρακολούθησης των παράκτιων περιοχών και του καθορισμού των ζωνών υψηλής επικινδυνότητας και των αντίστοιχων επιτρεπόμενων ή μη χρήσεων. Οι ρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να τύχουν εφαρμογής κατά την αδειοδότηση τουριστικών αναπτύξεων (σύνθετων και μη) καθώς και πριν βιομηχανικών-βιοτεχνικών δραστηριοτήτων. *Το σχόλιο συνυπογράφεται από συμμαχία οργανώσεων και φορέων: Γ.Σ.Ε.Ε - Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, MEDASSET, Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, Οικολογική Εταιρία Ανακύκλωσης, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Καλλιστώ, Νόμος & Φύση, Γιατροί του Κόσμου, Vouliwatch, Greenpeace, WWF Ελλάς