• Είναι θετικό επί της αρχής ότι ορίζονται θεσπίζονται όργανα για την ενίσχυση του έργου της διαμόρφωσης για τον μετριασμό και την προσαρμογή. Ωστόσο, η ρύθμιση του άρθρου 26 εισάγει 3 διαφορετικές επιτροπές, με επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες, οι οποίες καλούνται να συνεργαστούν με άλλες επιτροπές, όπως με την Επιτροπή ΕΣΕΚ. Ειδικά μάλιστα ως προς το Εθνικό Συμβούλιο για την προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, αξίζει να τονιστεί ότι το υφιστάμενο Συμβούλιο για την Προσαρμογή παρά το ότι έχει θεσπιστεί από το 2016 έχει παραμείνει ανενεργό. Σε κάθε περίπτωση, η λειτουργία του ΕΣΠ (παρ. 2) και της ΕΕΚΑ (παρ. 3) αναπόφευκτα πάσχει από σημαντικές επικαλύψεις οι οποίες μπορεί να αποτελέσουν σοβαρό εμπόδιο στη λειτουργία τους, ειδικά αν ληφθεί υπόψιν ότι οι δύο επιτροπές τελούν υπό την ηγεσία δύο διαφορετικών υπουργείων και έχουν τελείως διαφορετική σύνθεση, ρόλο και αποστολή. Αρχικά πρέπει να τονιστεί ότι για τις πολιτικές μετριασμού δεν υπάρχει “κεντρικό γνωμοδοτικό όργανο του Κράτους για τον συντονισμό, την παρακολούθηση και αξιολόγηση των δράσεων πολιτικής για την προσαρμογή”, όπως ισχύει για την προσαρμογή (παράγραφος 1). Θα πρέπει ως εκ τούτου να προβλεφθεί αντίστοιχη διάταξη που να αναβαθμίζει τη σύνθεση, τον ρόλο και την αποστολή της ΕΕΚΑ στον ίδιο βαθμό με το ΕΣΠ, ώστε να υπάρχουν δύο ισότιμα όργανα στους τομείς της προσαρμογής και του μετριασμού. Σε ένα τέτοιο σενάριο, ο ρόλος ενός αμιγώς επιστημονικού οργάνου περνά σε μία νέα, ανεξάρτητη επιστημονική αρχή. Προτείνεται η σύσταση ανεξάρτητης αρχής με την επωνυμία “Κλιματική Αρχή”, με σκοπό: α) την εποπτεία εκτέλεσης των τομεακών προϋπολογισμών του άρθρου 7 β) τη σύνταξη των ετήσιων εκθέσεων προόδου του άρθρου 25 γ) την εποπτεία σύνταξης των εθνικών αναφορών στο πλαίσιο της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC) ε) τη διενέργεια ανεξάρτητων ερευνών και αναλύσεων για την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής και τις επιπτώσεις της στην Ελλάδα, στ) τη διατύπωση προτάσεων και την ενίσχυση της κλιματικής διαφάνειας και λογοδοσίας δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών και φορέων Ο ανεξάρτητος χαρακτήρας της Κλιματικής Αρχής προϋποθέτει την οικονομική και διοικητική ανεξαρτησία της. Για τον λόγο αυτό προτείνεται: Η Κλιματική Αρχή να μην υπόκειται σε έλεγχο από κυβερνητικό όργανο ή διοικητική αρχή Ο/η επικεφαλής της να ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν σύμφωνης γνώμης από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Ο/η επικεφαλής να αποτελεί άτομο εγνωσμένου επιστημονικού κύρους και κατάρτισης στην κλιματική επιστήμη το οποίο διορίζεται με προεδρικό διάταγμα για πενταετή (5) θητεία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί μια φορά. H Κλιματική Αρχή να στελεχώνεται με επιστημονικό προσωπικό αποδεδειγμένης εμπειρίας στην κλιματική έρευνα, είτε μέσω απόσπασης από ερευνητικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα, είτε με διορισμό μέσω ΑΣΕΠ. Να υποστηρίζεται διοικητικά από τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ). Να καταρτίζεται ειδικός προϋπολογισμός στο Πράσινο Ταμείο, ο οποίος καλύπτει τα έξοδα λειτουργίας της Κλιματικής Αρχής. Η Κλιματική Αρχή να παρουσιάζει στο τέλος κάθε έτους αναφορά πεπραγμένων και επιστημονική έκθεση με τα διαθέσιμα δεδομένα εξέλιξης της κλιματικής αλλαγής. Ως προς την Κυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Ουδετερότητα (ΚΕΚΟ), δεν διευκρινίζεται ποιος είναι ο ρόλος, οι ευθύνες και οι αρμοδιότητες σε σχέση με το ρόλο και τις αρμοδιότητες της Διυπουργικής Επιτροπής του ΕΣΕΚ, σε ό,τι αφορα τη διαδικασία αναθεώρησης κλιματικών στόχων. Δεν παρέχονται περαιτέρω λεπτομέρειες για τη σύνθεση και τον αριθμό των μελών της ΚΕΚΟ. Επιπρόσθετα, είναι πιθανό να υπάρχει αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ της Διυπουργικής Επιτροπής του ΕΣΕΚ και της νεοσυσταθείσας Επιστημονικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή, οι οποίες, όπως αναφέρεται στο άρθρο 26, συνεργάζονται. Η διαδικασία αναθεώρησης των κλιματικών στόχων θα πρέπει να είναι συνεπής με το χρονοδιάγραμμα και να εξασφαλίζει τη διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων αλλά και την ουσιαστική και συστηματική συμμετοχή των φορέων για τη συνδιαμόρφωση των μέτρων που προκύπτουν ως απαραίτητα για την επίτευξη των εν λόγω στόχων. Αντίστοιχα, συνέπεια, διαφάνεια και συμμετοχικότητα θα πρέπει να διασφαλίζεται ως προς την εφαρμογή των ευρωπαϊκών οδηγιών που αφορούν στην ενεργειακή αποδοτικότητα και την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και τα έργα ΑΠΕ. Είναι πιθανό τα προτεινόμενα σχήματα διακυβερνησης να καταστούν δυσκίνητα και μη αποτελεσματικά χωρίς ταυτόχρονα να διασφαλίζουν τη μέγιστη συμμετοχή και διαφάνεια. Τέλος, θα πρέπει επίσης να αποδοκιμαστεί η υπερεκπροσώπηση του ΣΕΒ στο ΕΣΠ. Η προσαρμογή, όπως διαφαίνεται και από το ίδιο το νομοσχέδιο, δεν είναι ζήτημα που αφορά μόνο τον βιομηχανικό τομέα. Ξενίζει η έλλειψη εκπροσώπησης άλλων τομέων που επηρεάζονται από την προσαρμογή (π.χ., του γεωργικού ή του τομέα των υπηρεσιών), καθώς και άλλων κοινωνικών φορέων (όπως των συνδικαλιστικών).