• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΛΕΤΑΕΝ' | 11 Ιουλίου 2010, 13:04

    Κυριακή, 11 Ιουλίου 2010 ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ Στo πλαίσιo της δημόσιας διαβούλευσης του σχεδίου νόμου για την προστασία της Βιοποικιλότητας, η ΕΛΕΤΑΕΝ καταθέτει τις ακόλουθες προτάσεις: A. Κλιματική Αλλαγή: Η απειλή για την Βιοποικιλότητα H κλιματική αλλαγή αποτελεί την πρώτιστη απειλή ενάντια στη βιοποικιλότητα. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται όλο και περισσότερο φανερές στους κοραλλιογενείς ύφαλους, στην αποσταθεροποίηση του βιολογικού ρυθμού ζώων που πέφτουν σε χειμερία νάρκη (π.χ. οι ελληνικές αρκούδες είχαν επηρεασθεί το ζεστό χειμώνα 2006 – 07), στην απώλεια γεωργικής γης λόγω ερημοποίησης (γεγονός που, πέραν των άλλων, οδηγεί και σε απώλεια ενδιαιτημάτων για διάφορα είδη πανίδας). 1. Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη παρουσίαση της European Environment Agency (EEA, Copenhagen, 2010), οι παρατηρήσεις 120 ειδών πτηνών σε 18 διαφορετικές Ευρωπαϊκές χώρες δείχνουν ότι 92 είδη χαρακτηρίζονται από μείωση πληθυσμού εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής τα τελευταία 20 έτη. 2. Σύμφωνα με τα πιο δυσμενή σενάρια εξέλιξης των κλιματικών αλλαγών για το 2050, 15–37% όλων των ειδών θα εξαφανιστούν (Letters to Nature, Nature 427, 145-148 (8 January 2004) , Εxtinction risk from climate change, Chris D. Thomas) 3. Έως το 2100, οι κλιματικές αλλαγές θα προκαλέσουν την εξαφάνιση του 30% των πτηνών στεριάς. Από αυτά το 79% δεν θεωρείται σήμερα ότι απειλείται με εξαφάνιση (Climate change will significantly increase bird extinctions, By Louis Bergeron, Stanford University, December 5, 2007) 4. Η κλιματική αλλαγή είναι η βασική αιτία θνησιμότητας των πτηνών: Στις ΗΠΑ η ετήσια θνησιμότητα πτηνών είναι 0,269 θάνατοι ανά GWh που παράγεται από αιολικά πάρκα. Αυξάνεται σε 0,416 θανάτους ανά GWh που παράγεται από πυρηνική ενέργεια και εκτοξεύεται σε 5,18 θάνατοι ανά GWh που παράγεται από ορυκτά καύσιμα (Sovacool B.K. “Contextualizing avian mortality: A preliminary appraisal of bird and bat fatalities from wind, fossil fuel and nuclear electricity”, Energy Policy 2009). 5. Σύμφωνα με τον κλιματικό άτλαντα της ορνιθοπανίδας (Βασιλική Εταιρεία για την Προστασία των Πτηνών της Μεγάλης Βρετανίας), έως το τέλος του αιώνα κάθε ευρωπαϊκό είδος θα μετατοπιστεί περί τα 550 χλμ. βορειοανατολικά, εξαιτίας της αλλαγής του κλίματος. Αυτό σημαίνει ότι αν για ένα είδος το κέντρο της εξάπλωσής του είναι σήμερα το ακρωτήριο Ταίναρο στο νότιο άκρο της Πελοποννήσου, σε λίγες δεκαετίες το κέντρο αυτό θα μετατοπιστεί έξω από τα βόρεια σύνορα της χώρας μας. Είναι επίσης γνωστό ότι η μία σίγουρη και αξιόπιστη μέθοδος αντιμετώπισης του φαινόμενου της κλιματικής αλλαγής είναι η εξοικονόμηση ενέργειας και η μεγαλύτερη δυνατή αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Oι Α.Π.Ε. - υποκαθιστώντας την καύση των ορυκτών καυσίμων - οδηγούν σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο σε μικρότερες εκπομπές υγρών και στερεών αποβλήτων, ενώ δεν συσχετίζονται καθόλου με κανενός τύπου εξορυκτική δραστηριότητα, όπως τα ορυκτά καύσιμα. Αυτό σημαίνει μικρότερες πιέσεις σε είδη χλωρίδας και πανίδας και βέβαια βελτίωση των συνθηκών ανθρώπινης υγείας. Με βάση τα ανωτέρω είναι παραπλανητικό το δίλημμα για το ποιες αξίες, οι Α.Π.Ε. ή η Βιοποικολότητα, έχουν προτεραιότητα για την Ελλάδα: Όταν υπάρχει ουσιαστική και επιστημονική τεκμηρίωση ότι συγκεκριμένα προστατευτέα αντικείμενα ή στοιχεία της βιοποικιλότητας υψηλής αξίας, σε συγκεκριμένες περιοχές υψηλής προστασίας, θίγονται μη αντιστρεπτά από συγκεκριμένες τεχνολογίες Α.Π.Ε. συγκεκριμένου μεγέθους, τότε αυτά πρέπει να διατηρούνται και να προστατεύονται. Δεν είναι όμως επιστημονικά ορθό να αποκλείονται συλλήβδην όλες οι τεχνολογίες Α.Π.Ε. όλων των μεγεθών, από περιοχές που έχουν ενταχθεί σε καθεστώς προστασίας με βάση μελέτες (ή και χωρίς μελέτες) που δεν έχουν εξετάσει καν την περίπτωση των Α.Π.Ε. αφού συντάχθηκαν σε χρονική στιγμή που η ενεργειακή εναλλακτική των Α.Π.Ε. δεν συζητείτο σοβαρά από το ενεργειακό, οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο. Ούτε είναι ορθό να αποκλείονται έργα Α.Π.Ε. χωρίς εξέταση των πραγματικών περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων. B. Αιολική Ενέργεια και Δίκτυο Natura Η υποχρέωση να μη απορρίπτεται a priori κάποιο έργο χωρίς προηγουμένως να έχουν εκτιμηθεί οι ουσιαστικές επιπτώσεις του προκύπτει από την ίδια την Οδηγία 92/43 (Οδηγία Natura). Ειδικότερα, σε ότι αφορά την αδειοδότηση αναπτυξιακών έργων και δραστηριοτήτων εντός Τόπων Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ), ισχύουν οι προβλέψεις του Άρθρου 6 της Οδηγίας αυτής και επομένως η υποχρέωση για διασφάλιση της οικολογικής ακεραιότητας του κάθε τόπου, καθώς και της συνεκτικότητας του δικτύου τους. Συγκεκριμένα οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 6 της Οδηγίας Natura, αναφέρουν: «3. Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη. 4. Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ένα σχέδιο πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα που έλαβε. Όταν ο τόπος περί του οποίου πρόκειται είναι τόπος όπου ευρίσκονται ένας τύπος φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας ή/και ένα είδος προτεραιότητας, είναι δυνατόν να προβληθούν μόνον επιχειρήματα σχετικά με την υγεία ανθρώπων και τη δημόσια ασφάλεια ή σχετικά με θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον, ή, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής, άλλοι επιτακτικοί σημαντικοί λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος.» Η εγκατάσταση αιολικών πάρκων δεν απαγορεύεται από τις δύο Οδηγίες για τα άγρια πουλιά 79/409/ΕΟΚ και Οικοτόπων 92/43/EE. Δεδομένου ότι η εγκατάσταση και λειτουργία αιολικών πάρκων δύναται να έχει επιπτώσεις ισχύουν οι διαδικασίες που ορίζει το άρθρο 6 της Οδηγίας για τους Οικότοπους. Σύμφωνα με αυτό, εάν η εκτίμηση των επιπτώσεων οποιουδήποτε έργου καταλήξει ότι πρόκειται να υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις από την εγκατάστασή του, ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει είναι είτε με την εύρεση εναλλακτικής λύσης, είτε εάν υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον και συγχρόνως ληφθούν αντισταθμιστικά μέτρα. Ειδικά, οι πιθανές επιπτώσεις των Αιολικών Πάρκων στα τοπικά στοιχεία βιοποικιλότητας εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, όπως τα ειδικά χαρακτηριστικά του έργου, η τοπογραφία της ευρύτερης περιοχής, οι βιότοποι, καθώς και τα είδη και οι πληθυσμοί πανίδας που επηρεάζονται. Ως εκ τούτου, οι επιπτώσεις πρέπει να εκτιμώνται ξεχωριστά για κάθε αιολικό πάρκο. Κάθε πιθανή επίπτωση μπορεί να αλληλεπιδρά με άλλες, είτε αυξάνοντας τις συνολικές επιπτώσεις είτε, σε κάποιες περιπτώσεις, μειώνοντάς τις. Επομένως, το στοιχείο της εκτίμησης των επιπτώσεων ενός συγκεκριμένου έργου είναι βασικό στα πλαίσια της προστασίας του περιβάλλοντος και της ισόρροπης ανάπτυξης και δεν είναι δυνατόν αυτή (η εκτίμηση) να παραλείπεται. Αυτή η υποχρέωση είναι ακόμα μεγαλύτερη στην περίπτωση που το έργο είναι σταθμός Α.Π.Ε. ακριβώς λόγω του δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετεί, του περιβαλλοντικού του χαρακτήρα και της συμβολής του στην αντιμετώπιση του υπ΄ αριθμόν 1 περιβαλλοντικού κινδύνου που είναι η κλιματική αλλαγή. Ένα έργο Α.Π.Ε. πρέπει να υλοποιείται διότι συμβάλει οπωσδήποτε στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και μπορεί να απορρίπτεται μόνο όταν τεκμηριώνεται επαρκώς η μη αντιστρεπτή σημαντική αρνητική επίπτωσή του σε ένα στοιχείο βιοποικιλότητας υψηλής σημασίας. Η απλή πιθανολόγηση επίπτωσης, ειδικά μάλιστα όταν στηρίζεται σε εφαρμογή γενικών κριτηρίων ή σε επίκληση γενικής βιβλιογραφίας, δεν αποτελεί από μόνη της επαρκή αιτιολογία απόρριψης του έργου. Ακόμα περισσότερο δεν αποτελεί λόγο να μην εξεταστούν καν οι επιπτώσεις του έργου δια του a priori ορισμού ζωνών αποκλεισμού. Ασφαλώς το μόνο επιστημονικά επαρκές εργαλείο για την ουσιαστική εκτίμηση των επιπτώσεων ενός έργου είναι η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) του έργου. Πράγματι, η ΜΠΕ στα πλαίσια της περιβαλλοντικής αδειοδότησης του κάθε έργου Α.Π.Ε., μπορεί να τεκμηριώσει αναλυτικά τα πραγματικά μεγέθη και χαρακτηριστικά του προστατευτέου αντικειμένου μιας περιοχής, να εκτιμήσει τις πραγματικές και όχι θεωρητικές επιπτώσεις του συγκεκριμένου έργου, να εξετάσει αναλυτικά τις εναλλακτικές λύσεις και τελικά να οδηγήσει τη διοίκηση να αποφανθεί τεκμηριωμένα αν το έργο μπορεί να υλοποιηθεί ή όχι και με ποιους όρους, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Οδηγίας Natura. Ένα δεύτερο –ασφαλώς όχι το καταλληλότερο- εργαλείο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση των επιπτώσεων έργων Α.Π.Ε., είναι η ίδια η Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη (ΕΠΜ) που εκπονείται στα πλαίσια της διαχείρισης της Προστατευόμενης Περιοχής. Πράγματι, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι στο πλαίσιο της ΕΠΜ εξετάζονται οι διάφορες τεχνολογίες Α.Π.Ε. και καθορίζονται τα μεγέθη εκείνα (αν υπάρχουν) που κρίνεται ότι είναι συμβατά με τη ζώνη απόλυτης προστασίας της φύσης. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΠΜ –ακριβώς λόγω του γενικού της χαρακτήρα ως προς τα έργα Α.Π.Ε. και άρα της αδυναμίας της να προβεί σε εκτίμηση επιπτώσεων συγκεκριμένων έργων- δεν θα έπρεπε να οδηγεί σε καθορισμό ζωνών αποκλεισμού άλλων πέραν των περιοχών απόλυτης προστασίας της φύσης. Ειδικά στην Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξουν τέτοιοι αποκλεισμοί. Ένα μεγάλο ποσοστό της επιφάνειάς της (27,5%) έχει ενταχθεί στο δίκτυο Νatura 2000. Οι περιοχές της Χώρας που δεν εντάσσονται στο δίκτυο Natura 2000 είναι γενικά πεδινές περιοχές χωρίς αιολικό δυναμικό, περιοχές κοντά στα αστικά κέντρα κλπ. και άρα πολύ πιθανά ακατάλληλες για την ανάπτυξη αιολικής ενέργειας. Η αλήθεια είναι ότι το μέγιστο ποσοστό των περιοχών Natura είναι αυτό που είναι καταρχήν τεχνικά κατάλληλο να υποδεχθεί αιολικά πάρκα. Για αυτό ήδη με το νόμο 2941/2001 επιτράπηκε η χωροθέτηση Α.Π.Ε. εντός όλων των περιοχών αυτών ύστερα φυσικά από εκτίμηση επιπτώσεων. Γ. Οι Α.Π.Ε. στο νέο σχέδιο νόμου για τη Βιοποικιλότητα Γ.1. Γενικά σχόλια Με το νέο σχέδιο νόμου επέρχονται δύο ουσιαστικές αλλαγές: 1) Τίθεται ένα σαφώς πιο αυστηρό και περιοριστικό πλαίσιο για τις περιοχές που χαρακτηρίζονται ως προστατευόμενες 2) Γενικά γίνεται πιο απλή η διαδικασία χαρακτηρισμού τους και καθορισμού όρων και προϋποθέσεων άσκησης δραστηριοτήτων. Αυτοί οι δύο άξονες αποτελούν τη κεντρική φιλοσοφία του σχεδίου. Σε πολύ γενικό επίπεδο, παρατηρείται καταρχήν ότι το κείμενο του σχεδίου νόμου, και ειδικά το άρθρο 3 που τροποποιεί τα άρθρα 18, 19 και 21 του ν.1650/1986, είναι αρκετά περίπλοκο και δεν υποστηρίζει τον πολίτη και τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες στην κατανόηση του Εθνικού Συστήματος ΠΠ, με την αναγκαία ενιαία δομή και οργάνωση που θα έπρεπε να το διακρίνει. Στο πλαίσιο αυτό είναι δυσεξήγητες ποικίλες επιλογές του σχεδίου όπως, ενδεικτικά, η επιλογή να μην υπάρχει πράξη χαρακτηρισμού για τις περιοχές 4.1 και 4.2 και συνακόλουθα να μην υπάρχει κάποια επικαιροποιημένη μελέτη με βάση την οποία γίνεται ο χαρακτηρισμός και ακολούθως εκπονείται το Σχέδιο Διαχείρισης. Υπενθυμίζεται ότι για τις περιοχές κατηγορίας 1 (απόλυτης προστασίας), 2 (προστασίας) και 3 (φυσικά πάρκα) προβλέπεται η εκπόνηση ΕΠΜ και για τις (θεωρητικά υποδεέστερες) περιοχές 4.3 (ΚΑΖ) και 5 προβλέπεται Ειδική Έκθεση. Το θέμα αυτό αναφύεται ανάγλυφα στην παρ. 5.α. του νέου αρ. 18.. Αναλόγως, είναι δυσνόητη η πρακτική εφαρμογή της επιλογής να συνυπάρχουν ταυτόχρονα (ι) η δυνατότητα των Σχεδίων Διαχείρισης να ορίζουν όρους και προϋποθέσεις για την άσκηση δραστηριοτήτων και ταυτόχρονα (ιι) να ορίζονται πολλές οριζόντιες και γενικές πρόνοιες για το τι επιτρέπεται εντός των προστατευόμενων περιοχών. Η επιλογή αυτή αναπαράγει το προ 25ετίας μοντέλο του ν.1650/1986. Τέλος, δεν πρέπει να μείνει ασχολίαστο το γεγονός ότι η ουσιαστική εφαρμογή του πλέγματος των προωθούμενων ρυθμίσεων, απαιτεί μια σημαντική αναβάθμιση των ανθρωπίνων πόρων και της τεχνογνωσίας των δημοσίων υπηρεσιών και του επιστημονικού δυναμικού της Χώρας. Η έλλειψη σημαντικού πλήθους ειδικών και καταρτισμένων επιστημόνων, τόσο σε επίπεδο διοίκησης (και ειδικά τοπικής – περιφερειακής) όσο και σε επίπεδο ιδιωτών μελετητών αποτελεί σημαντική παράμετρο που πρέπει να αντιμετωπιστεί έγκαιρα. Διαφορετικά είτε η προστασία θα παραμείνει ευχή κενή περιεχομένου είτε η ανάπτυξη θα ανασταλεί ακριβώς λόγω απουσίας στελεχών που θα εκπονούν και θα ελέγχουν με αξιοπιστία τις αναγκαίες μελέτες. Γ.2. Ειδικά σχόλια για τις Α.Π.Ε. Είναι ευδιάκριτη, θετική και πολιτικά ορθή η προσπάθεια του σχεδίου να μην ενταχθούν οι Α.Π.Ε. σε αυτή την περιοριστική κεντρική φιλοσοφία. Για παράδειγμα αξιολογούνται ιδιαίτερα θετικά οι ρητές παραπομπές στην παρ. 6 του αρ. 19 και την παρ. 9 του αρ. 21 που υπάρχουν στο σημείο β’ της παρ. 5.α. του νέου άρθρου 18 ή στην παρ. 3.ε του νέου άρθρου 19. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο υλοποιείται στο κείμενο αυτή η θετική πολιτική επιλογή, ίσως εγείρει ζητήματα νομικής συνέπειας, διότι οδηγεί στην εύλογη απορία γιατί οι Α.Π.Ε. πρέπει να έχουν αυτή την αντιμετώπιση. Το σχέδιο νόμου πρέπει να απαντά με θάρρος αυτό το γιατί: Η ορθολογική (και κυρίως λογικά και νομικά πιο σταθερή) προσέγγιση είναι να ακολουθηθούν τα ακόλουθα κλιμακωτά βήματα: 1. Να κατοχυρωθεί ότι η προώθηση των Α.Π.Ε. επιβάλλεται για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής με Α.Π.Ε. (και ΕΞΕ) θεωρείται πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα. Να μην υιοθετηθεί η «φοβική» στάση έναντι των Α.Π.Ε. στα διαχειριστικά σχέδια και στις σχετικές ΚΥΑ. 2. Να ενταχθούν οι Α.Π.Ε. στη γενική φιλοσοφία του σχεδίου νόμου και να μην αντιμετωπίζονται ως μια παράταιρη εξαίρεση. Βέβαια, στην κατάσταση ωριμότητας που έχει φθάσει το κείμενο αυτό δεν είναι ρεαλιστικό να γίνει εξ αρχής και αποτελεσματικά. Κατ’ ελάχιστον, όμως, θα πρέπει σε όποιες διατάξεις υπάρχουν οι εξαιρετικά αυστηροί περιορισμοί άσκησης δραστηριοτήτων να αναφέρεται (όπως ήδη γίνεται σε αρκετά σημεία του νομοσχεδίου) η επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που αφορούν τις Α.Π.Ε.. Έτσι, τουλάχιστον θα φαίνεται ότι ο νομοθέτης έχει διαρκώς και πάντα στο μυαλό του τις Α.Π.Ε. όταν θέτει περιορισμούς για τις λοιπές δραστηριότητες. 3. Μετά από τα ανωτέρω, οι ειδικές περί Α.Π.Ε. διατάξεις τείνουν να αποκτήσουν νόημα και δεν παραμένουν εντελώς εκτός γενικής φιλοσοφίας. Τέτοιες είναι συγκεκριμένα, η παρ. 6 του νέου άρθρου 18 του ν.1650/1986 (σημ. η οποία εισάγεται ακόμα πιο αυστηρή από ό,τι ψηφίστηκε στον 3851/2010) και η παρ. 9 του νέου άρθρου 21 του ν. 1650/1986 (η οποία πρέπει να αποκτήσει ειδική αναφορά στις Α.Π.Ε., να συμπεριλάβει ρητά τις περιοχές 4.1 και 4.2 και να περιλάβει όλες τις διαδοχικές άδειες που αφορούν ένα έργο Α.Π.Ε. εάν η αίτηση για την πρώτη από αυτές έχει υποβληθεί έγκαιρα). Σημειώνεται ότι, ο στόχος των προτεινόμενων εδώ τροποποιήσεων είναι να ενσωματωθεί πιο στέρεα η επιλογή για ανάπτυξη των Α.Π.Ε. ως στρατηγικό εργαλείο προστασίας της βιοποικιλότητας. Με βάση όλα τα ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη τον σχετικό έντονο διάλογο που πραγματοποιήθηκε κατά τη διαβούλευση για το νέο νόμο Α.Π.Ε., η ΕΛΕΤΑΕΝ θεωρεί ότι ένα πλαίσιο που θα μπορούσε να γίνει δεκτό είναι: 1. οι ήδη θεσμοθετημένες περιοχές απολύτου προστασίας και προστασίας της φύσης είναι ζώνες αποκλεισμού για όλα τα Α.Π.Ε., (χωρίς να προηγηθεί εκτίμηση των επιπτώσεων των έργων), με βάση την ασφαλώς πιθανολογούμενη υπόθεση ότι το ελληνικό κράτος έχει κατά προτεραιότητα θεσμοθετήσει ως τέτοιες τις πραγματικά πολύ σημαντικές περιοχές, 2. από τώρα και στο εξής, οι περιοχές που θεσμοθετούνται ως περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης (κατηγορία 1) θα είναι ζώνες αποκλεισμού για όλες τις τεχνολογίες και τα μεγέθη Α.Π.Ε., εκτός εάν ένα συγκεκριμένο έργο έχει λάβει από το κράτος θετική προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση, 3. από τώρα και στο εξής, οι περιοχές που θεσμοθετούνται ως περιοχές προστασίας της φύσης (κατηγορία 2) θα μπορεί να είναι ζώνες αποκλεισμού για τις τεχνολογίες και τα μεγέθη Α.Π.Ε. που τεκμηριώνονται στα πλαίσια της εκπόνησης και έγκρισης της ΕΠΜ, η οποία θα πρέπει να εκπονείται με τη συμμετοχή των κατάλληλων ειδικών επιστημόνων. Περαιτέρω, μέσω της διαδικασίας αυτής κατοχυρώνεται η ουσία της πολιτικής βούλησης της ηγεσίας του ΥΠΕΚΑ, όπως αυτή δηλώθηκε κατά τη συζήτηση του σχεδίου νόμου για τις Α.Π.Ε. στη Βουλή, ότι από εδώ και στο εξής οι προστατευόμενες περιοχές θα κατηγοριοποιούνται με βάση τα πραγματικά ουσιαστικά προστατευτέα αντικείμενα που διαθέτουν και δεν θα ονοματοδοτούνται άκριτα τεράστιες εκτάσεις ως απόλυτης ή απλής προστασίας που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Η απόφαση ΔΕΚ C-293/07/11.12.2008 Η απόφαση ΔΕΚ C-293/07/11.12.2008 καταδίκασε την Ελλάδα διότι δεν έχει λάβει επαρκή μέτρα και ειδικό καθεστώς προστασίας για τις ΖΕΠ. Το ΔΕΚ απόρριψε τον 2ο ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η Ελλάδα παραβιάζει τις παρ. 3 και 4 του αρ. 6 της Οδηγίας Natura (είναι οι διατάξεις που αφορούν την εκτίμηση των επιπτώσεων ενός έργου εντός περιοχής Natura). Η Ελληνική Δημοκρατία υποστήριξε ότι «σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία, πραγματοποιείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των σχεδίων, των έργων και των δραστηριοτήτων που σχεδιάζονται εντός των ΖΕΠ, ώστε να καταστεί βέβαιον ότι δεν θα παραβλαφθεί η ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται» (σημείο 31). Το ΔΕΚ απόρριψε τον ισχυρισμό της Επιτροπής «ότι η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδοτήσεως που έχει θεσπισθεί με την ελληνική νομοθεσία έχει γενικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να πληρώσει τα κενά του συστήματος προστασίας των ΖΕΠ» (σημείο 33). Είναι λοιπόν σαφές ότι πρέπει (και εν πάσει περιπτώσει δεν απαγορεύεται) να υπάρχουν κατά περίπτωση μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ) που θα κρίνουν τις επιπτώσεις των συγκεκριμένων έργων σε συγκεκριμένους τόπους. Είναι βέβαιο ότι ένα τέτοιο σύστημα εκτίμησης επιπτώσεων ενός έργου μέσω ΜΠΕ σε ΖΕΠ, δεν είναι εξ ορισμού απορριπτέο. Αντιθέτως είναι κατ’ αρχήν αποδεκτό και από την Επιτροπή και από το ΔΕΚ. Μένει στην Επιτροπή ή σε οποιονδήποτε άλλο να αποδείξει ότι είναι ελλιπής/ ανεπαρκής ο τρόπος με τον οποίον προδιαγράφεται στην εθνική νομοθεσία αυτό το σύστημα ΜΠΕ ή ότι είναι ελλιπής/ανεπαρκής ο τρόπος με τον οποίον εφαρμόζεται από τις αρχές του κράτους μέλους αυτό το σύστημα των ΜΠΕ. Το ΔΕΚ απόρριψε τον ισχυρισμό ότι «η διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδοτήσεως, όπως εφαρμόζεται [στην Ελλάδα] στο πλαίσιο της μεταφοράς της οδηγίας περί οικοτόπων στο εσωτερικό δίκαιο, έχει γενικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί παρά ένα στοιχείο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος προστασίας, το οποίο δεν μπορεί όμως να υποκαταστήσει το ίδιο το σύστημα, όταν αυτό δεν υπάρχει, ούτε να καλύψει τις ελλείψεις του».