• Πανελλαδικός Σύλλογος Εργαζομένων στους Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών – Ελληνική Φύση Φιλόδοξοι και σωστοί οι σκοποί και οι στόχοι που αναφέρονται, αλλά δυστυχώς τα άρθρα του νομοσχεδίου που αναλύονται παρακάτω δεν εξειδικεύουν με σαφήνεια και αποτελεσματικότητα αυτούς τους στόχους. Άρθρο 1. Παρ.1. Θα πρέπει να προστεθεί στο κείμενο …και πολιτιστικού… κεφαλαίου. Η βιοποικιλότητα είναι πολύτιμο χαρακτηριστικό της πολιτιστικής κληρονομιάς του έθνους μας. Παρ.2. Θα πρέπει να προστεθεί στο κείμενο …και η κοινωνική συναίνεση… . Η διαβούλευση δεν είναι μόνο τεχνοκρατική διαδικασία, αλλά θα πρέπει να είναι συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας μας. Παρ.3.α. Το εθνικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών που θεσπίζεται με τις διατάξεις του ν/σ είναι ασαφές και δεν λαμβάνει υπόψη την εμπειρία που έχει αποκτηθεί έως σήμερα από τη διαχείριση των θεσμοθετημένων προστατευόμενων περιοχών (Π.Π.) και κυρίως δεν επιλύει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η οργάνωση και λειτουργία αυτών των περιοχών. Την τελευταία οκταετία, η ελληνική πολιτεία έχει επιλέξει το μοντέλο της ανάθεσης της διαχείρισης 28 σημαντικών Π.Π. σε Φορείς Διαχείρισης (Φ.Δ.), η λειτουργία των οποίων διέπεται από τις διατάξεις των νόμων 2742/1999 και 1650/86. Μέσα από το 3ο ΚΠΣ διατέθηκαν περισσότερα από 35.000.000€ για την οργάνωση της αρχικής λειτουργίας τους και τη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών τους ενώ μέχρι το 2015 θα διατεθούν άλλα περίπου 90.000.000€ για τη συνέχιση της λειτουργίας τους. Η λειτουργία των Φ.Δ. αντιμετωπίζει πολλά και σημαντικά προβλήματα τα οποία θα έπρεπε λογικά να επιλύσει το παρόν ν/σ αφού τόσους οικονομικούς πόρους έχει επενδύσει το κράτος για την στήριξή τους. Αντίθετα όμως με τις μεγάλες προσδοκίες και τις ελπίδες ότι επιτέλους θα οργανωθεί ένα αποτελεσματικό εθνικό σύστημα διαχείρισης των Π.Π. της χώρας μας, οι διατάξεις του ν/σ όχι μόνο δεν επιλύουν τα πολυποίκιλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι θεσμοθετημένες Π.Π. και οι Φ.Δ. τους αλλά εισάγει ένα ασαφές θεσμικό πλαίσιο διαχείρισης των νέων και των ήδη θεσμοθετημένων Π.Π., παράλληλα απαξιώνοντας περαιτέρω τους υπάρχοντες Φ.Δ.. Μερικά από τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η λειτουργία και διαχείριση των Π.Π. και για τα οποία δυστυχώς δεν αντιμετωπίζουν τα άρθρα του ν/σ, είναι: 1. Έλλειψη ουσιαστικών και καθορισμένων αρμοδιοτήτων στους Φ.Δ. και ο κατακερματισμός αρμοδιοτήτων σε πολλές υπηρεσίες. Έχει αποδειχθεί ότι η αποτελεσματική διαχείριση μιας Προστατευόμενης Περιοχής δεν μπορεί να υλοποιηθεί από το πλήθος των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών που εμπλέκονται στη λειτουργία τους. Για να είναι λοιπόν λειτουργικό και αποτελεσματικό το εθνικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών θα πρέπει να υπάρξει σαφής καθορισμός των αρμοδιοτήτων των Φ.Δ., των Διευθύνσεων Συντονισμού Προστατευόμενων Περιοχών σε επίπεδο Αποκεντρωμένης Διοίκησης, της «διοικητικής μονάδας» της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος του ΥΠΕΚΑ, των Δασαρχείων, της Πυροσβεστικής και των άλλων Σωμάτων Ασφαλείας, των ΟΤΑ κ.λπ. στην περιοχή που καλύπτει μια Π.Π.. Είναι προφανές ότι είναι πλέον απαραίτητος ο ορθολογικός σχεδιασμός των αρμοδιοτήτων όλων των σχετικών με τη φύση υπηρεσιών. Οι διοικητικές υπηρεσίες των Π.Π. σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο θα πρέπει να προβλέπεται η στελέχωσή τους με ικανό αριθμό έμπειρου και ειδικευμένου προσωπικού σε θέματα διαχείρισης Π.Π., έτσι ώστε να αντιμετωπίζονται και να συντονίζονται οριζόντια τα κοινά προβλήματα των Φ.Δ. αλλά και να παρέχονται συμβουλές και οδηγίες σε θέματα που απασχολούν τους Φορείς (π.χ. νομικά, οικονομικά, προκηρύξεις χρηματοδοτικών προγραμμάτων, συγκέντρωση και διάχυση πληροφορίας κ.λπ.). 2. Έλλειψη αποδοχής των μέτρων και ρυθμίσεων στις Π.Π. από τις τοπικές κοινωνίες όταν θίγονται τα εισοδήματά τους και οι περιουσίες τους. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρξει περαιτέρω εξειδίκευση της υπάρχουσας νομοθεσίας (εθνικής και κοινοτικής) σχετικά με αντισταθμιστικά μέτρα και αποζημιώσεις της τοπικής κοινωνίας, όταν θίγονται οι περιουσίες και τα εισοδήματά τους από την εφαρμογή των διαχειριστικών μέτρων. 3. Αναποτελεσματική λειτουργία των Φ.Δ. λόγω της νομικής τους μορφής (ΝΠΙΔ). Η λειτουργία των θεσμοθετημένων Φ.Δ. ως ΝΠΙΔ σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 2742/1999 έδειξε ότι είναι αναποτελεσματική στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και στην επίτευξη των στόχων τους. Η αναποτελεσματικότητά της λειτουργίας τους ως ΝΠΙΔ συνίσταται κυρίως στην ανεπάρκεια εφαρμογής αποτελεσματικού συστήματος φύλαξης της Π.Π., στη δυσκολία χρηματοδότησης των βασικών λειτουργικών τους εξόδων από τον κρατικό προϋπολογισμό, στην απροθυμία αποδοχής του ρόλου και των αρμοδιοτήτων τους από συναρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες κ.ά. Είναι απαραίτητο και καινοτόμο με το παρόν ν/σ να τροποποιηθούν οι σχετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας έτσι ώστε οι Φ.Δ. να λειτουργούν ως ΝΠΔΔ, αναγνωρίζοντας και θεσμοθετώντας με αυτόν τον τρόπο το δημοσίου συμφέροντος χαρακτήρα των Φ.Δ. και τη σημαντικότητα τους στη διαχείριση και αποτελεσματική προστασία της βιοποικιλότητας, ως πολύτιμου και αναντικατάστατου εθνικού κεφαλαίου. 4. Ανεπαρκής και μη μόνιμη χρηματοδότηση των Φορέων Διαχείρισης. Μέχρι σήμερα η χρηματοδότηση των Φ.Δ. γίνεται αποκλειστικά και μόνο από ευρωπαϊκά προγράμματα (ΕΠ.Π.ΕΡ και ΕΠΕΡΑΑ). Από το 2015 και μετά δεν θα υπάρχει πλέον η δυνατότητα να συνεχιστεί η αποκλειστική χρηματοδότησή τους από ευρωπαϊκά προγράμματα. Είναι αναγκαίο λοιπόν, η πολιτεία, επιτέλους, να αναγνωρίσει ότι το περιβάλλον και ειδικότερα η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος των προστατευόμενων περιοχών της χώρας μας, είναι ένα πολύτιμο εθνικό κεφάλαιο που θα πρέπει να διαφυλαχθεί με κάθε τρόπο και θα πρέπει να ενταχθεί τη διατήρησή του στις ετήσιες οικονομικές υποχρεώσεις και πάγιες ανάγκες της χώρας μας. θα πρέπει λοιπόν μέσα από το παρόν ν/σ να εξασφαλίζεται η συνεχής και μόνιμη χρηματοδότηση των Φ.Δ.. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να προβλεφθεί η κάλυψη των πάγιων εξόδων λειτουργίας τους (δαπάνες προσωπικού, φύλαξης, ενημέρωσης, στέγασης κ.λπ.) σε συνεχή και σταθερή βάση από τον Τακτικό Προϋπολογισμό. Επίσης, στο πλαίσιο της δημιουργίας του Πράσινου Ταμείου θα πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη για ειδικό κωδικό για τις Π.Π. που, εκτός των άλλων εσόδων, θα διαχειρίζεται πιθανά και ποσοστό των εσόδων των Φ.Δ., με σκοπό την αποκλειστική ενίσχυση της λειτουργίας των Φ.Δ.. Από το σημείο αυτό και πέρα, και σύμφωνα με τη διεθνή και ευρωπαϊκή εμπειρία, οι Φορείς Διαχείρισης μπορούν και πρέπει να είναι σε θέση να δημιουργούν έσοδα από πολλές πηγές, όπως η παροχή υπηρεσιών ανάλογα με την κάθε ξεχωριστή περίπτωση (π.χ. εισιτήρια σε εθνικούς δρυμούς, πώληση αναμνηστικών ειδών, έσοδα από οικοξεναγήσεις, ερευνητικές δραστηριότητες). Τη στιγμή αυτή οι περισσότεροι φορείς, και αυτό εξαρτάται από τις κατά τόπους εφορείες, δεν μπορούν να έχουν έσοδα από πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών, καθώς δεν υπόκεινται σε καθεστώς ΦΠΑ. Επίσης, οι Φορείς θα πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλλουν ανταγωνιστικές προτάσεις για τη χρηματοδότησή τους από ευρωπαϊκά και εθνικά προγράμματα (πχ. LIFE, ΕΠΕΑΕΚ κ.λπ.). 5. Ελλιπής και ανεπαρκής στελέχωση των Φ.Δ. με ανθρώπινο δυναμικό. Μέχρι σήμερα στους Φ.Δ. απασχολείται ελάχιστο προσωπικό σε σχέση με το έργο που καλούνται να υλοποιήσουν, προσωπικό το οποίο έχει προσληφθεί, μέσω ΑΣΕΠ, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου που λήγουν το 2015. Το προσωπικό αυτό με την πάροδο του χρόνου έχει αποκτήσει σημαντική εμπειρία στη διαχείριση όχι μόνο της περιοχής ευθύνης τους αλλά γενικότερα στην αποτελεσματική διαχείριση προστατευομένων περιοχών.Με το παρόν ν/σ με στόχο την αποτελεσματική λειτουργία των Φ.Δ., όπως άλλωστε και κάθε άλλης υπηρεσίας, θα πρέπει να θεσπιστεί η στελέχωσή των Φ.Δ. με επαρκές, έμπειρο και ειδικευμένο μόνιμο προσωπικό. Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να μετατραπούν οι Φ.Δ. σε ΝΠΔΔ θα δοθεί και η δυνατότητα στελέχωσης των Φορέων με Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα του νόμου περί προσλήψεων στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΑΣΕΠ). Επίσης, θα πρέπει να θεσπιστεί και ένα ενιαίο μισθολόγιο για όλους τους εργαζόμενους στους Φ.Δ. ενώ θα πρέπει να θεσμοθετηθεί η εφαρμογή οριζόντιων προγραμμάτων κατάρτισης, επιμόρφωσης των στελεχών των Φορέων και των άλλων εμπλεκόμενων φορέων σε θέματα λειτουργίας και διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών, όπως, επιστημονική παρακολούθηση (monitoring) περιβαλλοντικών παραμέτρων και διαχειριστικών μέτρων, φύλαξη, αυτοχρηματοδότηση, ευρωπαϊκά και εθνικά προγράμματα χρηματοδότησης, προδιαγραφές διαχειριστικών σχεδίων, αδειοδοτήσεις, εναλλακτικός τουρισμός κ.λπ. με τη συμμετοχή των εμπλεκόμενων φορέων στη διαχείριση των Π.Π. (ΔΣ Φ.Δ., προσωπικό Φ.Δ., υπηρεσίες, ΜΚΟ κ.λπ.) 6. Δυσλειτουργία Διοικητικών Συμβουλίων Φορέων Διαχείρισης. Ο ρόλος των Φ.Δ. όχι μόνο δε θα πρέπει να αποδυναμωθεί με μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων τους σε κεντρικό ή περιφερειακό επίπεδο, οργανώσεις, υπηρεσίες ή ακαδημαϊκά ιδρύματα αλλά αντίθετα θα πρέπει να ενισχυθεί ο θεσμικός και λειτουργικός τους ρόλος με παράλληλη βελτίωση της λειτουργίας των Διοικητικών τους Συμβουλίων (ΔΣ) ως θεσμός Τοπικής Περιβαλλοντικής Διαβούλευσης. Να προβληθούν και να στηριχτούν ενεργά από το ΥΠΕΚΑ ο ρόλος και οι αρμοδιότητες των Φ.Δ., έτσι ώστε να γίνει κατανοητό τόσο από την τοπική και ευρύτερη κοινωνία όσο και από τους αρμόδιους εμπλεκόμενους φορείς ότι οι Φ.Δ. είναι υπηρεσίες του δημόσιου τομέα με ουσιαστικές αρμοδιότητες στην προστασία και διαχείριση της περιοχής ευθύνης τους. Να επανακαθορισθεί ο αριθμός και ο τρόπος ορισμού των μελών του ΔΣ των Φ.Δ., καθώς και οι φορείς που εκπροσωπούνται στα ΔΣ, έτσι ώστε να είναι ουσιαστική, λειτουργική και αποτελεσματική η αντιπροσώπευση των εμπλεκόμενων φορέων στη διαχείριση μιας Π.Π. αλλά και να αποφεύγεται η δυσλειτουργία των ΔΣ. 7. Απουσία δεσμευτικότητας στις γνωμοδοτήσεις των Φ.Δ. για έργα και δραστηριότητες που εμπίπτουν στις περιοχές ευθύνης τους ή των οποίων οι επιπτώσεις επηρεάζουν, άμεσα ή έμμεσα, τις περιοχές αυτές. Όπως σωστά προβλέπει το παρόν ν/σ, θα πρέπει να είναι υποχρεωτική η γνωμοδότηση των Φ.Δ. επί των προκαταρκτικών περιβαλλοντικών εκτιμήσεων. Όμως Θα πρέπει παράλληλα να δίνεται η δυνατότητα «ένστασης» από τους Φ.Δ., η οποία θα αναστέλλει την υλοποίηση του έργου μέχρι την εκδίκασή της από την αρμόδια διεύθυνση του ΥΠΕΚΑ, όταν παρά την αρνητική γνωμοδότηση των Φ.Δ., οι αρμόδιες υπηρεσίες προχωρούν στην περιβαλλοντική αδειοδότηση. Επιπλέον να απογράφεται κάθε περιοχή ανάλογα με τη φέρουσα ικανότητα ανά δραστηριότητα, ώστε να υπάρχει πέρα από τα γενικά στοιχεία που πρέπει να πληροί κάθε εγκατάσταση και δέσμευση για την τυχόν υπέρβαση της δυνατότητας της περιοχής να φιλοξενήσει επιπλέον εγκατάσταση ανά κατηγορία. Απογραφή των δραστηριοτήτων και τήρηση βάσης δεδομένων για κάθε Φ.Δ.. 8. Απουσία συγκεκριμένων κατευθύνσεων και αρμοδιοτήτων για την Παρακολούθηση των περιβαλλοντικών παραμέτρων και της αποτελεσματικότητας εφαρμογής των μέτρων διαχείρισης στις Π.Π.. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, βασική προτεραιότητα των Φ.Δ. και του επιστημονικού προσωπικού τους είναι η παρακολούθηση της εφαρμογής των διαχειριστικών μέτρων, καθώς και των βιοτικών και αβιοτικών περιβαλλοντικών παραμέτρων στην περιοχή ευθύνης τους. Ως εκ τούτου μέσω του παρόντος ν/σ θα πρέπει να αναγνωρίζεται ο πρωταρχικός και καθοριστικός ρόλος των επιστημόνων των Φ.Δ. στην υλοποίηση του Εθνικού Συστήματος Παρακολούθησης (monitoring) της βιοποικιλότητας της χώρας μας. Θα πρέπει λοιπόν το επιστημονικό προσωπικό των Φ.Δ. να έχει τον πρωτεύοντα και ουσιαστικό ρόλο στην υλοποίηση του συστήματος παρακολούθησης περιβαλλοντικών παραμέτρων και εφαρμογής σχεδίων διαχείρισης στην περιοχή ευθύνης του, σε συνεργασία με δημόσιες υπηρεσίες, πανεπιστήμια, ΜΚΟ κ.λπ. Θα πρέπει παράλληλα, οι Φ.Δ. να έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα συντονισμού και αδειοδότησης των ερευνητικών και διαχειριστικών δραστηριοτήτων (π.χ. επιστημονική έρευνα, ξεναγήσεις σχολείων, περιβαλλοντική εκπαίδευση, οδηγοί χλωρίδας - πανίδας, καθαρισμοί ρεμάτων κλπ.) στην περιοχή ευθύνης του . Παρ.3.β. Πολύ ουσιαστικός και θετικός ο στόχος ενσωμάτωσης και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου για την προστασία της βιοποικιλότητας με σχετικά καλή ενσωμάτωση των δύο κοινοτικών οδηγιών 92/43 και 2009/147. Δυστυχώς όμως λείπει από το παρόν νομοσχέδιο η ενσωμάτωση των υποχρεώσεων της χώρας μας που απορρέουν από άλλες διεθνείς συμβάσεις και κοινοτικές οδηγίες και κανονισμούς. Είναι σχεδόν παντελής η ενσωμάτωση των άρθρων της οδηγίας-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική (2008/56/ΕΚ), των σχετικών κανονισμών για την Κοινή Αλιευτική Πολιτική, όπως (ΕΚ) 1967/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009, της οδηγίας για τα νερά 2000/60/EΚ, των σχετικών πρωτοκόλλων της Σύμβασης της Βαρκελώνης κ.ά. Όπως τίθενται χρονικοί προσδιορισμοί για την υλοποίηση των υποχρεώσεων της χώρας μας από τις κοινοτικές οδηγίες για τους οικοτόπους και την ορνιθοπανίδα με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να ενσωματωθούν οι κανονισμοί και οι οδηγίες για τα θαλάσσια οικοσυστήματα, καθώς και οι σχετικές ρυθμίσεις των κανονισμών για τη δημιουργία θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών και την προστασία των ιχθυοαποθεμάτων και των θαλάσσιων οικοτόπων. Παρ.3.γ. Ο πιο φιλόδοξος στόχος του νομοσχεδίου που δυστυχώς δεν διασφαλίζεται από τις επιμέρους διατάξεις του παρόντος. Το χρονικό όριο του 2020 και με την σημερινή απαξίωση της βιώσιμης περιφερειακής ανάπτυξης στην πράξη, φαντάζει χίμαιρα. Παρ.3. δ. Αν και γίνεται προσπάθεια μέσα από το παρόν ν/σ να αναγνωρισθεί το μεγάλο «αγκάθι» της επιτήρησης και φύλαξης μιας Π.Π. έτσι ώστε να εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις και τα μέτρα που θεσπίζονται για μια Π.Π., δυστυχώς δεν προτείνεται καμία ουσιαστική αλλαγή στους υφιστάμενους μηχανισμούς επιτήρησης της εφαρμογής του θεσμικού πλαισίου για την προστασία της βιοποικιλότητας και κυρίως της φύλαξης μιας Π.Π.. Η απουσίας εφαρμογής αποτελεσματικού συστήματος φύλαξης είναι ένα από τα πιο μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Φ.Δ., δεδομένης της αδυναμίας των αρμόδιων διωκτικών αρχών να ελέγξουν την εφαρμογή των ρυθμίσεων και μέτρων που διέπουν μια Π.Π.. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η επιτήρηση και η φύλαξη μιας Π.Π. είναι μία ειδικότητα συνώνυμη με την ευαισθητοποίηση του κοινού, την ενημέρωση των ντόπιων κοινοτήτων που δραστηριοποιούνται μέσα στις ζωνοποιημένες περιοχές, καθώς επίσης και με την πρόληψη και την καταστολή των παράνομων ενεργειών, είναι περισσότερο από αναγκαία η αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου εποπτείας και φύλαξης των Π.Π.. Θα πρέπει να δοθούν στους Φ.Δ. αρμοδιότητες ουσιαστικού ελέγχου των παράνομων δραστηριοτήτων και επιβολής προστίμων. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να θεσμοθετεί μέσω του παρόντος ν/σ: 1.Η εκχώρηση ουσιαστικών αρμοδιοτήτων στους φορείς διαχείρισης για τον έλεγχο των παραβατικών συμπεριφορών εντός της περιοχής αρμοδιότητάς τους. 2. Η άμεση αλλαγή του έργου της φύλαξης στα πρότυπα του Ευρωπαϊκών μοντέλων φύλαξης (π.χ. Γαλλικό), με δυνατότητα ανακριτικού έργου των φυλάκων των Φ.Δ. 3.Η κωδικοποίηση των παραβάσεων για να μπορούν να θεσπιστούν οι αντίστοιχες κυρώσεις. 4. Η θεσμοθέτηση κλιμακίων ελέγχου με άλλες υπηρεσίες (Αστυνομία, Λιμενικό, Πολιτική Προστασία, Δασαρχεία, Εισαγγελικές Αρχές κλπ.) και ανάπτυξη πρωτοκόλλων συνεργασίας με τις υπηρεσίες αυτές. 5. Η ενιαία ενδυμασία σε όλη την επικράτεια και διακριτικά του κάθε Φ.Δ. ξεχωριστά. 6.Ο πλήρης ασύρματος εξοπλισμός και δυνατότητα χρήσης των συχνοτήτων Αστυνομίας – Λιμενικού Σώματος – Δασαρχείων – Πυροσβεστικής Υπηρεσίας – Θηροφυλακής, για την άμεση ενημέρωση τυχών παράνομων ενεργειών και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση τους. 7. Η δυνατότητα επιβολής χρηματικού προστίμου για όλες τις αποδεδειγμένες παράνομες ενέργειες στα όρια των Φ.Δ. Τα έσοδα να πηγαίνουν υπέρ λογαριασμού των Φ.Δ. εντός του Πράσινου Ταμείου, έτσι ώστε οι Φ.Δ. να αποκτήσουν άλλη μία μορφή αυτοχρηματοδότησης. 8.Η εκπαίδευση που θα πρέπει να αποτελεί το βασικότερο χαρακτηριστικό ενός προγράμματος φύλαξης. Η εκπαίδευση θα πρέπει να εξειδικεύεται ανάλογα με το χαρακτήρα της Προστατευόμενης Περιοχής (θαλάσσιο περιβάλλον, ορεινός χώρος, περιπατητικές διαδρομές, μεγάλος όγκος επισκεπτών, αθλητικές δραστηριότητες εντός της Προστατευόμενης Περιοχής κ.λπ.). 9. Η έγκριση προγραμμάτων φύλαξης από το Υπουργείο Περιβάλλοντος. Θα πρέπει να προωθηθεί η ανταλλαγή εμπειριών για τη φύλαξη με άλλους φορείς και ενημέρωση από Ευρωπαϊκά Πάρκα. 10. Η τοποθέτηση πινακίδων φύλαξης στις ζώνες προστασίας της κάθε περιοχής και χρήση αποτρεπτικών πινακίδων οι οποίες θα αναφέρουν τις κυρώσεις που προβλέπει ο νόμος για τους παραβάτες (π.χ. για το πέταγμα σκουπιδιών, αποτσίγαρων, άναμμα φωτιάς κ.λπ.). Παρ.3.ε. Είναι πολύ θετικός και καθοριστικός ο στόχος αυτός για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας αλλά μέσα στο κείμενο δεν αναλύεται και δεν καθορίζεται με σαφήνεια και ακρίβεια. Η έρευνα και η θεωρητική κατάρτιση δεν μπορεί να θεωρηθεί κύριο εργαλείο για την αποτελεσματική διαχείριση και προστασία της βιοποικιλότητας στην πράξη. Είναι εργαλείο γνώσης, αλλά είναι ισοδύναμο της γνώσης των εκάστοτε τοπικών κοινωνικοοικονομικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών της κάθε περιοχής και ιδιαίτερα των προστατευόμενων περιοχών, όπου η ανθρώπινη παρουσία είναι δραστική και επιθυμητή. Μπορεί να θεωρηθεί κύριο εργαλείο μόνο για την συμμόρφωση μας προς τις διεθνείς υποχρεώσεις μας ως χώρα. Παρ.3.στ. Είναι πολύ θετικός και καθοριστικός ο στόχος αυτός για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας αλλά μέσα στο κείμενο δεν αναλύεται και δεν καθορίζεται με σαφήνεια και ακρίβεια πως θα επιτευχθεί. Είναι αναγκαία η διαβούλευση και ο συντονισμός με τα συναρμόδια υπουργεία και υπολοίπων αναπτυξιακών και κοινωνικών φορέων της χώρας.