• Σχόλιο του χρήστη 'Οικολόγοι Πράσινοι/Θεματική Ομαδα Περιβάλλοντος' | 12 Ιουλίου 2010, 22:29

    Οι Οικολόγοι Πράσινοι – Θεματική Ομάδα Περιβάλλοντος θεωρούμε σοβαρό λάθος εκ μέρους του ΥΠΕΚΑ το γεγονός ότι ένα τόσο σημαντικό Σ/Ν για την προστασία της βιοποικιλότητας της χώρας κατατίθεται για διαβούλευση μόνο για 7 ημέρες μέσα σε καλοκαιρινή περίοδο! Αυτό μπορεί να προκαλέσει και στον πιο καλοπροαίρετο παρατηρητή την υποψία ότι δεν επιδιώκεται ουσιαστικός διάλογος για τη βελτιστοποίηση του σχεδίου, αλλά μία επίφαση δημοκρατικότητας χωρίς ουσία. Θεωρούμε απολύτως αναγκαίο και καλούμε το ΥΠΕΚΑ να πάρει την πρωτοβουλία για ένα ουσιαστικό και δομημένο διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους κοινωνικούς εταίρους και υπογραμμίζουμε ότι το νομοσχέδιο πρέπει να συνοδεύεται από ένα σχέδιο εφαρμογής, χρονοδιαγράμματα, στόχους και δεσμεύσεις αλλιώς θα είναι κενό γράμμα. Το υποβληθέν σχέδιο αποτελεί ένα κείμενο καλών προθέσεων αλλά μειωμένων δυνατοτήτων. Για να μπορέσει να αποτελέσει ο νόμος ένα αποτελεσματικό εργαλείο στην κατεύθυνση της διατήρησης ή/και βελτίωσης του οικοσυστήματος, θα πρέπει να καλύπτει τα κενά του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου και να παρεμβαίνει στην άρση των εμποδίων εφαρμογής της νομοθεσίας. Επίσης, θα πρέπει να ορίζει σαφώς τις ευθύνες και τις αντίστοιχες αρμοδιότητες των φορέων που θα κληθούν να τον εφαρμόσουν, όπως και τον τρόπο συντονισμού της επιστημονικής τεκμηρίωσης. Σοβαρή αδυναμία αποτελεί η έλλειψη συνδυασμού και αλληλοσυμπλήρωσης με άλλα σχετικά νομοθετικά πλαίσια, όπως ο νόμος 2204/1994, με τον οποίο κυρώθηκε η σύμβαση για τη βιολογική ποικιλότητα στη χώρα μας, η κοινοτική οδηγία – πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική, οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί για την αλιεία και την προστασία των θαλάσσιων οικοτόπων και η δασική νομοθεσία. Απορία προκαλεί το γεγονός ότι στο σκοπό του νόμου 2204/1994, προτάσσεται η διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας, ενώ στο παρόν νομοσχέδιο προτάσσεται η «αειφόρος διαχείριση», και μάλιστα έναντι της «προστασίας». Υπό αυτό το πρίσμα, πολλά ερωτηματικά δημιουργεί το άρθρο στο οποίο προβλέπεται η αδειοδότηση και χωροθέτηση έργων σε όλες τις προστατευόμενες περιοχές, κατά απόκλιση των υφιστάμενων ρυθμίσεων και διαταγμάτων, πριν από την έκδοση των νομοθετικών πράξεων χαρακτηρισμού των περιοχών αυτών. Το άρθρο αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις σχετικές κοινοτικές οδηγίες και τις υπουργικές αποφάσεις ενσωμάτωσης τους στο εθνικό δίκαιο, ενώ αφήνει πολλές δυνατότητες για την εκτέλεση και κατασκευή έργων με μεγάλες επιπτώσεις υποβάθμισης των προστατευόμενων περιοχών. Απορία προξενεί η δυνατότητα που παρέχεται ώστε Εθνικοί Δρυμοί και υγρότοποι Ραμσάρ να μπορούν να χαρακτηριστούν ως «περιφερειακά πάρκα». Κάτι τέτοιο υπονοεί χαρακτηρισμό με μειωμένη σημασία σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς. Γι’ αυτό και η συγκεκριμένη δυνατότητα θα πρέπει να απαλειφθεί. Μας προβληματίζει η έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στις σχετικές αρμοδιότητες της δασικής υπηρεσίας, οι οποίες θα μπορούσαν να συνδυαστούν αποτελεσματικά με εκείνες των φορέων διαχείρισης και της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος του ΥΠΕΚΑ, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του νομοσχεδίου. Το γεγονός αυτό μάλιστα, καθίσταται ακόμη πιο προβληματικό εάν λάβει κανείς υπόψη του τη νέα διάρθρωση των υπηρεσιών που έγινε κατά την πρόσφατη ίδρυση του Υπουργείου, καθώς οι σχετικές αρμοδιότητες και Διευθύνσεις έχουν πλέον μεταφερθεί σε αυτό. Συνεπώς, η απλή αναφορά στη δυνατότητα ίδρυσης Διευθύνσεων Συντονισμού Προστατευόμενων Περιοχών σε επίπεδο Αποκεντρωμένης Αυτοδιοίκησης (άρθρο 4, παρ. 2α) κρίνεται ως εξαιρετικά ανεπαρκής. Αλλά και γενικότερα, οποιουδήποτε είδους συνεργασία με άλλα υπουργεία (π.χ. ΥΠΑΑΤ ή Υπ. Παιδείας) δεν προβλέπεται, ενώ θα μπορούσε να υπάρχει για σειρά θεμάτων (σχέδια διαχείρισης, ήπιες ασχολίες και δραστηριότητες, δράσεις επικοινωνίας και ευαισθητοποίησης). Στο ζήτημα της εκτός σχεδίου δόμησης θα περιμέναμε πιο δραστικές λύσεις, καθώς η προτεινόμενη διάταξη συνεχίζει να δημιουργεί ανάγκες ασύμφορων υποδομών, να αυξάνει το κόστος ζωής και το σημαντικότερο για την βιοποικιλότητα να αλλάζει ραγδαία τις χρήσεις γης και να κατακερματίζει τους βιότοπους. Σε ότι αφορά τη δυνατότητα για την εγκατάσταση μονάδων ΑΠΕ σε όλες τις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Natura 2000, είναι θετικό ότι γίνεται αναφορά σε «έγκριση περιβαλλοντικών όρων του σταθμού» ώστε να «διασφαλίζεται η διατήρηση του προστατευτέου αντικειμένου της περιοχής». Ελπίζουμε ότι η συγκεκριμένη διαδικασία θα γίνεται ξεχωριστά και επισταμένα για κάθε προστατευόμενη περιοχή και ότι θα κατορθώσει να αποτρέψει περαιτέρω υποβάθμιση της βιοποικιλότητας. Σε ότι αφορά ζητήματα θαλάσσιου περιβάλλοντος, οι προτεινόμενες προβλέψεις μένουν μετέωρες καθώς δεν έχουν χαρτογραφηθεί σημαντικοί οικότοποι όπως τα λιβάδια Ποσειδωνίας και τα κοραλλιογενή ενδιαιτήματα. Τα λιβάδια Ποσειδωνίας έχουν χαρτογραφηθεί μόνο εντός περιορισμένου αριθμού θαλάσσιων περιοχών του δικτύου Natura 2000. Ότι προσπάθειες έχουν ως τώρα γίνει για να κατατεθούν νέες χαρτογραφήσεις θαλάσσιων λιβαδιών στο ΥΠΑΑΤ (και μάλιστα εντός περιοχών Natura 2000), δεν έχουν γίνει δεκτές - χωρίς καμία απολύτως αιτιολογία. Σε ότι αφορά τα κοραλλιογενή ενδιαιτήματα τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα αφού δεν υπάρχει καμία χαρτογραφημένη περιοχή, ενώ αυτός ο τύπος οικοτόπου δεν έχει καν ληφθεί υπόψη στις ήδη υπάρχουσες (και χαρτογραφημένες) περιοχές Natura 2000. Και αυτό γιατί δυστυχώς δεν πρόκειται περί οικοτόπου προτεραιότητας για την οδηγία 92/43 - παρόλο που πολλοί επιστήμονες και οργανώσεις το προτείνουν και το διεκδικούν τα τελευταία χρόνια. Η ανάγκη προστασίας τους ωστόσο πέρασε «διαγωνίως» μέσα από τον πρόσφατο Κανονισμό για την αλιεία (ΕΚ 1967/2006), ο οποίος βέβαια απαγορεύει μόνο την αλιεία με συρόμενα σε αυτές τις περιοχές. Εδώ και 3 λοιπόν ολόκληρα χρόνια, όχι μόνο δεν έχει εφαρμοστεί ο συγκεκριμένος Κανονισμός, αλλά το ΥΠΑΑΤ «κώφευε» όσες φορές του απευθύνθηκαν αιτήματα προστασίας όσον αφορά τις «τραγάνες» και τα «κοράλλια». Άρα τι είδους προστασία θα υπάρξει σε περιοχές για τις οποίες το ΥΠΕΚΑ έχει πλήρη άγνοια και καμιά συνεργασία με το ΥΠΑΑΤ; Καθώς η υφιστάμενη νομοθεσία εφαρμόζεται με πολλές ελλείψεις και προβλήματα λόγω ανεπαρκούς πολιτικής βούλησης, καθυστέρησης έκδοσης διοικητικών πράξεων και έλλειψης μηχανισμών και επαρκών μέσων, η υιοθέτηση και εφαρμογή της Στρατηγικής για τη Βιοποικιλότητα και ενός δεσμευτικού προγράμματος δράσης, τα οποία εκκρεμούν και ως προς τις δεσμεύσεις της χώρας προς τις ευρωπαϊκές αρχές, θα αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα για την προστασία της βιοποικιλότητας και ίσως έπρεπε να προηγηθεί από τη βιαστική επεξεργασία ενός σχετικού νομοσχεδίου. Προβλήματα υπάρχουν και σε σχέση με πολλούς από τους προτεινόμενους ορισμούς που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο: - Ο ορισμός της βιολογικής ποικιλότητας διαφέρει από αυτόν του υφιστάμενου νόμου 2204/1994. - Αντί «Ξενικό-εισβλητικό είδος» θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο όρος «Χωροκατακτητικό Ξενικό Είδος», όπως χρησιμοποιείται στη σύμβαση για τη βιολογική ποικιλότητα - Ο ορισμός του οικοτουρισμού κρίνεται ακατανόητος και ανεπαρκής, ενώ δεν βρέθηκε συγκεκριμένο σημείο όπου αυτός να αναφέρεται στο νομοσχέδιο. Σε περίπτωση που θεωρηθεί αναγκαίο, προτείνουμε τη χρήση του ορισμού της Διεθνούς Εταιρείας Οικοτουρισμού (According to the definition and principles of ecotourism established by The International Ecotourism Society (TIES) in 1990, ecotourism is "Responsible travel to natural areas that conserves the environment and improves the well-being of local people.") Μία τελευταία, αλλά σημαντική, ανεπάρκεια θεωρούμε πως αφορά το καθεστώς των εργαζόμενων στους φορείς διαχείρισης. Είναι απαράδεκτη η συνέχιση της σημερινής κατάστασης, κατά την οποία γίνεται προσπάθεια κάλυψης πάγιων αναγκών μέσω συμβασιούχων. Θα περιμέναμε στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο να υπήρχαν και προβλέψεις μόνιμων θέσεων εργασίας, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, σε ένα πραγματικά ολοκληρωμένο και πλουραλιστικό σχέδιο μιας αποτελεσματικής διοικητικής δομής για την προστασία των περιοχών του δικτύου Natura 2000και εν γένει της ελληνικής βιοποικιλότητας. Δυστυχώς, αντί τέτοιου σχεδίου, παρουσιάζεται μια συγκεντρωτική αντίληψη, κατά την οποία όλες οι διοικητικές αποφάσεις λαμβάνονται στο επίπεδο Υπουργού.