• Ένα βασικό μειονέκτημα του νομοσχεδίου είναι η έλλειψη επαρκούς αναφοράς σε ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς φορείς της χώρας, που θεραπεύουν αντικείμενα σχετικά με τη βιοποικιλότητα, όσον αφορά στη συμμετοχή τους για την εκτίμηση της κατάστασης της βιοποικιλότητας στην Ελλάδα, την παρακολούθησή της (monitoring), την εκτίμηση αλλά και την πρόβλεψη των προσαρμογών της στις περιβαλλοντικές αλλαγές, περιλαμβανομένων και αυτών που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή. Επίσης, οι φορείς αυτοί θα μπορούσαν να έχουν σημαντική συνεισφορά τη θέσπιση μέτρων και πολιτικών διαχείρισης της βιοποικιλότητας, με την παροχή συμβουλών βασισμένων στην επιστημονική γνώση. Σύγχρονοι τομείς αιχμής, όπως η γονιδιωματική και η βιοπληροφορική, προσφέρουν σήμερα χωρίς προηγούμενο δυνατότητες για τη μελέτη, διατήρηση και διαχείριση της βιοποικιλότητας. Για παράδειγμα, το Εθνικό Δίκτυο Ερευνών Βιοποικιλότητας (ΕΔΕΒ / HelBioNet, www.helbionet.org) συνασπίζει περισσότερους από 400 επιστήμονες διαφορετικών ειδικοτήτων (βιολόγοι, μικροβιολόγοι , γενετιστές, γεωπόνοι, δασολόγοι, οικονομολόγοι, επιστήμονες πληροφορικής κλπ.) από περίπου 50 φορείς (πανεπιστημιακά τμήματα, ερευνητικά ινστιτούτα, κλπ) από όλη την Ελλάδα που ασχολούνται με τη βιοποικιλότητα σε διάφορους τομείς και επίπεδα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό από τη στιγμή που η πολυπλοκότητα των φαινομένων που σχετίζονται με τη βιοποικιλότητα επιβάλλει τη διεπιστημονική, πολυεπίπεδη και εναρμονισμένη προσέγγισή τους. Δράσεις του τύπου του ΕΔΕΒ θα μπορούσαν να μετεξελιχθούν σε φορείς παροχής επιστημονικής πληροφόρησης της πολιτείας και συμβουλής για την ανάπτυξη και υιοθέτηση πολιτικών για τη βιοποικιλότητα. Εν κατακλείδι, θεωρούμε ότι ο ρόλος της ερευνητικής κοινότητας για τη διατήρηση και διαχείριση της βιοποικιλότητας θα έπρεπε να κατοχυρώνεται θεσμικά διά του παρόντος νομοσχεδίου.