• Σχόλιο του χρήστη 'Τσελεπής Νίκος' | 11 Αυγούστου 2010, 14:27

    Είναι φανερό ότι γίνεται προσπάθεια δαιμονοποίησης και αποκαθήλωσης των πολύ μικρών και μικρομεσαίων επενδύσεων στον χώρο των ΑΠΕ. Ενδεικτικό αυτού είναι το παρακάτω παράδειγμα: Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι πρόκειται να αξιοποιηθεί υδροηλεκτρικά μήκος κοίτης ρέματος 4,2Km, σύμφωνα με το ισχύον νομικό καθεστώς (ΕΠΧΣΑΑ-ΑΠΕ) είναι δυνατόν να χωροθετηθούν ΜΥΗΕ με τους κάτωθι τρόπους: A. 2 Μ.ΥΗ.Ε σε επαλληλία (διαδοχικά) , με ισχύ (Ρ) 1,30Mw/έκαστο και μήκος εκτροπής 1,60Km/έκαστο διαθέτοντας υποχρεωτικά απόσταση μεταξύ τους 1Km. (συνολική εκτροπή ρέματος 3,20 Km, συνολική ισχύς 2,60Mw) B. 1 Μ.ΥΗ.Ε, ισχύος 3Mw με μήκος εκτροπής 4,2Km Ενώ στην περίπτωση εφαρμογής του προτεινόμενο μαθηματικού τύπου της Υ.Α. είναι δυνατόν να χωροθετηθούν αντίστοιχα ΜΥΗΕ με τους κάτωθι τρόπους: C. 2 Μ.ΥΗ.Ε σε επαλληλία (διαδοχικά) , με ισχύ (Ρ) 1,15Mw/έκαστο και μήκος εκτροπής 1,40Km/έκαστο διαθέτοντας υποχρεωτικά απόσταση μεταξύ τους 1,40Km. (συνολική εκτροπή ρέματος 2,80 Km, συνολική ισχύς 2,30Mw) D. 1 Μ.ΥΗ.Ε, ισχύος 3Mw με μήκος εκτροπής 4,2Km Παρατηρώντας τις ανωτέρω Α & Β περιπτώσεις και με γνώμονα την μικρότερη εκτροπή προς όφελος του φυσικού περιβάλλοντος, είναι προτιμότερη η λύση των 2 μικρότερων επάλληλων έργων (Α) καθώς παραμένει μήκος μη εκτρεπόμενης κοίτης ρέματος 1 Km, θυσιάζοντας βέβαια εγκατεστημένη ισχύ της τάξης των 0,40 Mw. Παρατηρώντας αντίστοιχα τις περιπτώσεις C & D διαπιστώνει κανείς ότι ενώ παραμένει η λύση (D) του ενός μεγάλου έργου με ισχύ 3Mw και μήκος εκτροπής 4,20 Km, απαξιώνεται περαιτέρω η μικρότερη σε επέμβαση λύση (C) των 2 επάλληλων έργων. Συμπερασματικά λοιπόν, είναι φανερό ότι με την υπό διαβούλευση Υ.Α. δεν γίνεται προσπάθεια για τον περιορισμό ή έλεγχο του μήκους εκτρεπόμενης κοίτης ρέματος εφόσον τόσο στο ισχύον όσο και στο προτεινόμενο καθεστώς δύναται να υλοποιηθεί ένα μεγαλύτερο έργο (Ρ=3 Mw) με μήκος εκτροπής ύδατος 4,20 Km, παρά στοχεύει στην μείωση ή και μηδενισμό της δυνατότητας ανάπτυξης μικρότερων έργων, τα οποία κατά την χωροθέτηση και λειτουργία τους εκτρέπουν σε μικρότερο μήκος την κοίτη των ρεμάτων. Επίσης όσο αφορά στην ισχύ των έργων πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για την μέγιστη ισχύ λειτουργίας του έργου, η οποία επιτυγχάνεται σε μικρό ποσοστό του έτους (της τάξης 10~20% δηλ. 36~72ημέρες/έτος) ανάλογα με τον σχεδιασμό του έργου. Κατ’ επέκταση η αγωνιώδης αναζήτηση της μέγιστης αποδιδόμενης ισχύος μιας θέσης προς αξιοποίηση, μπορεί να οδεύσει σε υπερσχεδιασμό των έργων καθώς το μέγεθος της ηλεκτρικής ισχύος φαίνεται να ταυτίζεται με τον βαθμό περιβαλλοντικής προστασίας. Άλλωστε είναι γνωστό ότι το ουσιαστικό μέγεθος περιβαλλοντικής αξίας δεν είναι άλλο από την συνολική αποδιδόμενη ενέργεια ανά έτος (Μwh/έτος). Έχει παρατηρηθεί άλλωστε ότι τα ΜΥΗΕ διαθέτουν ένα εύρος ενεργειακής αποδοτικότητας Cf από 0,30 έως 0,55 (το 0,30 αποτελεί το ελάχιστο όριο που θέτει η ΡΑΕ). Για να γίνει κατανοητή η διαφορά των παραπάνω δύο μεγεθών (ισχύος - ενέργειας) παρατίθεται το εξής παράδειγμα: Έστω ότι έχουμε 2 έργα σε λειτουργία, το πρώτο έχει εγκατεστημένη ισχύ 1,5Mw ενώ το δεύτερο έχει ισχύ 1 Mw, και με βάση την λειτουργία τους στην διάρκεια ενός έτους προέκυψε ότι η ενεργειακή αποδοτικότητα του πρώτου είναι 0,30 ενώ του δεύτερου 0,45, τότε η ετήσια παραγόμενη ενέργεια των 2 έργων υπολογίζεται ως εξής, 1ο ΜΥΗΕ (ισχύος 1,5Mw) 1,50 Mw Χ 24h X 365ημ Χ 0,30 = 3.942 Mwh 2ο ΜΥΗΕ (ισχύος 1Mw) 1,00 Mw Χ 24h X 365ημ Χ 0,45 = 3.942 Mwh Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι το μέγεθος της ισχύος δεν είναι ο μοναδικός και καθοριστικότερος παράγοντας της ετήσιας παραγόμενης ενέργειας ενός ΜΥΗΕ. Κατ’ επέκταση και επειδή στην περίπτωση του υπό διαβούλευση σχεδίου αξιολογείται η χωροθέτηση των έργων με συσχέτιση της ισχύος (Ρ) και του μήκους εκτροπής της φυσικής κοίτης (Lmax), είναι προφανές ότι θα ωθήσει τους επενδυτές σε αξιοποίηση μεγαλύτερων ονομαστικών παροχών νερού με αποτέλεσμα η ενεργειακή αποδοτικότητα να μην ξεπερνά ποτέ την ελάχιστη αποδεκτή τιμή του 0,30 και η ετήσια παραγομένη ενέργεια να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Όσο αφορά στο απαιτούμενο βάθος των 20εκ. στο μήκος της εκτρεπόμενης κοίτης, θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο στην περίπτωση προσομοίωσης της φυσικής κοίτης με τσιμενταύλακα σταθερού πλάτους και κλίσης. Οι έντονες μορφολογικές διακυμάνσεις που παρουσιάζονται στην κοίτη ενός ρέματος, η οποίες άλλωστε μεταβάλλονται στον χρόνο, καθιστούν ανέφικτη την εξασφάλιση ενός συγκεκριμένου βάθους καθ’ όλο το μήκος της κοίτης.