• Σχόλιο του χρήστη 'Σισία Ρούσση' | 2 Νοεμβρίου 2010, 16:43

    Η προτεινόμενη ΚΥΑ εγείρει αρκετά ερωτήματα κυρίως, γιατί η προσέγγιση προστασίας της ορνιθοπανίδας φαίνεται να σαν να ξεκινάει από το μηδέν. Αναφέρομαι κατ’ αρχήν στις ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες, στις οποίες στηρίχθηκαν οι ΚΥΑ των προστατευόμενων περιοχών. Σε αυτές έχει ληφθεί υπ’ όψη η υφιστάμενη κατάσταση σε οικότοπους και άγρια ζωή περιλαμβανομένης και της ορνιθοπανίδας, οι απειλές/πιέσεις κλπ. και βάσει αυτών προσδιορίστηκαν οι όροι και οι επιτρεπόμενες χρήσεις/δράσεις στις διάφορες ζώνες προστασίας. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι σε μια μελέτη που εξετάζει το σύνολο της προστατευόμενης περιοχής, υπάρχει σαφέστερη αντίληψη των αναγκαίων για την προστασία της ορνιθοπανίδας μέτρων απ’ ό,τι σε μια μελέτη που εξετάζει, σχεδόν σημειακά, τις πιθανές επιπτώσεις μιας παρέμβασης (και μάλιστα όταν αναφερόμαστε σε πουλιά). Με την προτεινόμενη ΚΥΑ καταλήγει κανείς σε δύο εκδοχές: α) Το ΥΠΕΚΑ εκτιμά ότι οι Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες δεν είναι επαρκείς τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την προστασία της ορνιθοπανίδας. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να το λάβει κανείς σοβαρά υπ’ όψη και να αντιμετωπίσει ανάλογα τους μελετητές στο μέλλον. β) Το ΥΠΕΚΑ εκτιμά ότι οι Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες είναι επαρκείς. Στην περίπτωση αυτή, προς τι η ανάπτυξη μιας νέας «βιομηχανίας» μελετών; (Όσοι έχουν διαβάσει άνω της μιας μελέτες, έχουν αντίληψη του τι σημαίνει η βιομηχανοποίησή τους) Εκτός αυτού, με την επιβολή ορνιθολογικών μελετών γεννώνται πρόσθετα έξοδα για τους ενδιαφερόμενους, ενώ τα μέτρα για την προστασία της ορνιθοπανίδας αποτελούν αντικείμενο των ΜΠΕ ή μπορεί να ζητούνται, όταν δεν τα περιλαμβάνουν. Η εξυπηρέτηση των στόχων της ΚΥΑ, ενώ θα περίμενε κανείς να στηρίζεται στην υπάρχουσα πραγματικότητα με την αξιοποίηση δηλαδή των Φορέων διαχείρισης, στους οποίους συμμετέχει εκπρόσωπος ΜΚΟ εθνικής εμβέλειας, σε όλο το κείμενο φαίνεται είτε να αγνοείται επί της ουσίας η ύπαρξή τους. Να υπενθυμίσω λοιπόν ότι, οι Φορείς Διαχείρισης, στο πρόγραμμα λειτουργίας τους περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων α) την παρακολούθηση οικοτόπων και ειδών, σύμφωνα με σχετικές οδηγίες από την Επιτροπή Φύση 2000 (περιλαμβανομένης φυσικά και της ορνιθοπανίδας), β) την εκπόνηση Σχεδίων Διαχείρισης και Κανονισμών Διοίκησης & Λειτουργίας των προστατευόμενων περιοχών, γ) γνωμοδοτήσεις για έργα και δραστηριότητες, δ) την εκπόνηση εκθέσεων αξιολόγησης της εφαρμογής των αντίστοιχων ΚΥΑ και προτάσεων τροποποίησής τους, όπου απαιτείται ε) την επόπτευση των περιοχών ευθύνης τους και στ) τη συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες (κοινές αυτοψίες, κοινές ενέργειες αντιμετώπισης προβλημάτων κλπ). Οι δράσεις αυτές φαίνεται να ανατίθενται σε σχήματα χωρίς να αναφέρονται καν οι Φορείς Διαχείρισης. Η μέχρι σήμερα πείρα, από τη λειτουργία ακόμα των Κέντρων Πληροφόρησης, πριν την ίδρυση των Φορέων, έχει δείξει ότι οι οικότοποι και η άγρια ζωή δεν υποφέρουν από δράσεις που αναπτύσσονται νόμιμα. Δύο είναι κυρίως τα προβλήματα: - η ανάπτυξη παράνομης δραστηριότητας (όχι μόνο από ιδιώτες) σε συνδυασμό με την ατιμωρησία και - η έλλειψη επόπτευσης και ελέγχου για την εφαρμογή των προβλεπόμενων περιβαλλοντικών όρων. Με άλλα λόγια, τα προβλήματα προστασίας των οικοτόπων και της άγριας ζωής δεν δημιουργούνται επειδή υπάρχει έλλειμμα μελετών αλλά λόγω ελλείμματος στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού που κάποιες φορές επιτείνεται και από την πολιτική βούληση (καταπατήσεις για οικιστικούς λόγους ή για επέκταση γεωργικής γης, υγρά και στερεά απόβλητα, λαθροθηρία κ.ο.κ.)