• Σχόλιο του χρήστη 'Δημήτρης Κούτσικος' | 9 Ιανουαρίου 2010, 23:59

    Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΙΚΗΣ ΕΙΡΩΝΕΙΑΣ* Έτσι, για να μην ξεχαστεί κανείς και θεωρήσει ότι τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν προς το καλύτερο. Μη θωρήσει ότι μπορεί να υπάρξει με όρους εντιμότητας και αξιοπρέπειας στην ιδιωτική και στην επαγγελματική του ζωή. Μη θεωρήσει ότι ως πολίτης μπορεί να έχει μια σχέση εμπιστοσύνης με το κράτος. Έτσι, για να έχουν όλοι στο νου τους ότι το θέμα είναι ποιος θα τη φέρει σε ποιον, ποιος θα βγει πρωταθλητής στη μαγκιά. Και στο παιχνίδι αυτό μετέχουν όλοι: οι πολίτες μεταξύ τους, οι πολίτες με το κράτος και βέβαια το κράτος με τους πολίτες. Κατά τα λοιπά μιλάμε για εμπιστοσύνη στους θεσμούς, για δίκαιο φορολογικό σύστημα, για φορολογική συνείδηση κ.λπ., κ.λπ. Και κάποιοι ηλίθιοι τα πιστεύουμε κιόλας, ή τουλάχιστον προσπαθούμε να τα κάνουμε πράξη στη δική μας πραγματικότητα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έμπαινα στη διαδικασία να μετέχω σε μια συζήτηση για τα φορολογικά με τόση φόρτιση. Ξέρω ότι είναι απολύτως ανούσιο να πω αυτά που έχω να πω, εδώ, όπου κανείς δεν θα τα διαβάσει κι αν τα διαβάσει θα είναι σαν να μην τα διάβασε. Και το κάνω μόνο σαν προσωπική εκτόνωση. Άλλοι έχουν κάποιο χόμπυ, άλλοι εκφράζονται καλλιτεχνικά, εγώ μετέχω στην ανοιχτή διαβούλευση για το φορολογικό και δίνω περιεχόμενο στην ανοιχτή διακυβέρνηση! Ήμουν από αυτούς που, από την προεκλογική ακόμα περίοδο, θεώρησα ότι υπήρχαν θετικά σημεία στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ για τη φορολογία. Ήμουν από αυτούς που αξιολόγησαν θετικά την πρόταση για επιβολή φόρου στις γονικές παροχές, κληρονομιές, δωρεές, πάνω από ένα αφορολόγητο όριο. Και ήμουν από αυτούς που, παρ’ ότι δεν ψήφισα ΠΑΣΟΚ, θεωρούσα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να είναι χειρότερα τα πράγματα αν έβγαινε το ΠΑΣΟΚ κυβέρνηση, γιατί απλούστατα δεν μπορούσαν να γίνουν χειρότερα. Αλλά όπως λένε κι οι σοφοί, όριο δεν υπάρχει ούτε στο καλύτερο, ούτε στο χειρότερο. Τη νύχτα της Πέμπτης 7-1-2010 προς Παρασκευή 8-1-2010, ή διαφορετικά τη νύχτα της 95ης προς 96ης ημέρας (περίπου) της σοσιαλιστικής νέας διακυβέρνησης, κατατέθηκε στη Βουλή τροπολογία στο νομοσχέδιο «Προστασία δασών και δασικών εκτάσεων του νομού Αττικής ……», η οποία στο πρώτο άρθρο της προτεινόμενης ρύθμισης προβλέπει τα εξής: «Σε κτήσεις περιουσίας αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννιέται από 8-1-2010, ο υπολογισμός του φόρου που αναλογεί θεωρείται προσωρινός. Ο οριστικός υπολογισμός του φόρου αυτού διενεργείται μετά την 1η Μαΐου 2010 με τις διατάξεις που ισχύουν κατά την ημερομηνία αυτή. Μετά τον υπολογισμό αυτό, ενεργείται νέα εκκαθάριση του φόρου και βεβαίωση ή έκπτωση του επιπλέον ή επί έλαττον φόρου που αναλογεί κατά περίπτωση». Πολλά πράγματα στον τόπο αυτό έχουν γίνει νύχτα, μάλλον οι νυχτερινές ώρες εμπνέουν τους ιθύνοντες για ιστορικές τομές… Επί της τροπολογίας και επί της διαδικασίας με την οποία κατατέθηκε: Στις 23 Δεκεμβρίου 2009 εγκαινιάστηκε η «ανοιχτή διαβούλευση» για τη φορολογική μεταρρύθμιση. Η διαβούλευση αυτή είναι σε εξέλιξη και, αν δεν κάνω λάθος, θα διαρκέσει μέχρι τις 15-1-2010. Επιπλέον, έχει εξαγγελθεί επίσημα ότι το νομοσχέδιο θα κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή για να γίνει νόμος του κράτους, τέλη Φεβρουαρίου ή Μάρτιο. Και βέβαια, έχουν διατυπωθεί σε βασικούς άξονες οι προθέσεις της κυβέρνησης για το ποιες αλλαγές επιθυμεί να προωθήσει. Τι αντιλαμβάνεται κανείς από την προηγούμενη διαδικασία; Εγώ περίπου τα εξής: Έχουμε ένα φορολογικό σύστημα το οποίο είναι προβληματικό (άδικο, δυσλειτουργικό κ.λπ., κ.λπ.) και πρέπει να το αλλάξουμε. Ποια σημεία του θα αλλάξουμε και προς ποια κατεύθυνση θα είναι οι αλλαγές; Το αποφασίζει η κυβέρνηση και διατυπώνει τις κατευθύνσεις και τα βασικά ερωτήματα στη διαβούλευση. Δικαίως, αφού είναι μέρος του προγράμματος βάσει του οποίου εκλέχθηκε. Γιατί τότε να πάμε σε διαβούλευση; Γιατί οι, γενικά διατυπωμένες κατευθύνσεις και αλλαγές (δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς στο εκλογικό πρόγραμμα), πρέπει να εξειδικευτούν μέσω διαλόγου με την κοινωνία η οποία τις ενέκρινε με την ψήφο της. Η κυβέρνηση μετά, ως διαχειριστής της διαδικασίας αυτής αλλά και, ως τελική αρμόδια, κρατά αυτά που αποφασίζει ότι είναι χρήσιμα, τα προσθέτει στη δική της πολιτική θέση, επεξεργάζεται, συντάσσει το νομοσχέδιο, το καταθέτει προς ψήφιση στη Βουλή, όπου και ψηφίζεται, δεδομένης και της εμπιστοσύνης της Βουλής προς αυτήν. Άρα, γνωρίζουμε το πρόβλημα (άδικο κ.λπ. φορολογικό σύστημα), γνωρίζουμε τη διαδικασία επίλυσής του (διάλογος και νέος νόμος) και γνωρίζουμε και το πότε περίπου θα φτάσουμε στην όποια λύση (Φεβρουάριο με Μάρτιο). Αν το παραπάνω σχήμα μοιάζει ιδανικό, έρχεται η παραπάνω τροπολογία να επαναφέρει τα πράγματα: Εσύ που ως πολίτης υπόκεισαι στους νόμους του κράτους και, που ως συνειδητοποιημένος πολίτης περαιτέρω, θες να συμβάλλεις στην κατασκευή των νόμων στους οποίους υπόκεισαι και συμμετέχεις στη δημόσια διαβούλευση με την κυβέρνησή σου, αντιμετωπίζεσαι από αυτήν ως εν δυνάμει απατεώνας. Και, διαγωνιζόμενη μαζί σου στην απατεωνιά, προσπαθεί να σου τη φέρει. Κι αυτό είναι εύκολο: Από τα τρία παραπάνω στοιχεία που συνθέτουν τη διαδικασία της φορολογικής μεταρρύθμισης, ανατρέπει το ένα, δηλαδή το χρόνο των αλλαγών. Και χωρίς καμία προειδοποίηση ορίζει άμεση εφαρμογή ενός νόμου που δεν υφίσταται ούτε ως νομοσχέδιο και το περιεχόμενο του οποίου κανείς φυσικά δεν γνωρίζει. Η σκοπιμότητα βέβαια της κίνησης αυτής είναι πρόδηλη: Απαντά στον κίνδυνο να γίνουν όλες (!) οι γονικές παροχές μέχρι το Μάρτιο με χαμηλή φορολόγηση και έτσι να καταστούν χωρίς νόημα και χωρίς εισπρακτικό αποτέλεσμα οι νέες ρυθμίσεις, αφού οι γονικές παροχές θα έχουν «τελειώσει». Η λογική αυτή είναι απολύτως κοντόφθαλμη και χωρίς ίχνος μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Δεν υπάρχει κάποιο σύνολο γονικών παροχών το οποίο θα «καταναλωθεί» όλο μαζί και θα εξαντληθεί. Πριν το 2007 υπήρχε φόρος, γονικές παροχές όμως γίνονταν. Πριν το 2005 υπήρχε πολύ μικρότερο αφορολόγητο όριο και πάλι γονικές παροχές γίνονταν. Γονικές παροχές θα μπορούσαν να συνεχίσουν να γίνονται και στο μέλλον, ακόμα και με τις νέες ρυθμίσεις, αρκεί οι συναλλασσόμενοι να γνώριζαν το νομικό (φορολογικό) πλαίσιο το οποίο θα τις ρύθμιζε. Οι συναλλαγές σταματούν όταν οι συναλλασσόμενοι δεν αισθάνονται ότι βρίσκονται σε ασφαλές περιβάλλον, όταν κυριολεκτικά δεν γνωρίζουν «τι τους ξημερώνει». Έτσι, ακόμα κι αν στις πρώτες μέρες εφαρμογής του μέτρου υπάρξουν κάποια έσοδα από τη νέα φορολογία, στο επόμενο διάστημα η ωφέλεια αυτή θα εξανεμιστεί, λόγω του παγώματος των συναλλαγών. Επίσης, και από πλευράς ηθικής (που και στη διακυβέρνηση είναι ζητούμενο), η κίνηση αυτή της κυβέρνησης είναι επιεικώς απαράδεκτη. Όταν υπάρχει σε εξέλιξη δημόσια διαβούλευση, όταν έχει δοθεί βάσιμα η εντύπωση ότι ο χρονικός ορίζοντας των αλλαγών τοποθετείται σε δύο μήνες, όταν τα δεδομένα αυτά επηρεάζουν πλήθος πολιτών που ενδιαφέρονται για συναλλαγές και πλήθος επαγγελματιών και υπαλλήλων που ασχολούνται με το αντικείμενο των συναλλαγών, είναι ανήθικο να ανατρέπονται αυτά τα δεδομένα. Σίγουρα δεν είναι τρόπος αποκατάστασης της σχέσης εμπιστοσύνης κράτους – πολιτών. Το κράτος δεν καταργείται με κάθε αλλαγή κυβέρνησης και δεν επανιδρύεται με την εκλογή νέας. Στο ελληνικό κράτος υπήρχε ένα φορολογικό σύστημα, καλό ή κακό (κακό θα έλεγα εγώ). Το σύστημα αυτό ήταν γνωστό στους πολίτες, οι οποίοι συναλλάσσονταν γνωρίζοντας τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που ορίζονταν από αυτό. Ανεξαρτήτως του αν ήταν καλό ή κακό, δίκαιο ή άδικο, ήταν πάντως γνωστό και για το λόγο αυτό παρείχε «ασφάλεια δικαίου», στοιχείο απαραίτητο στη λειτουργία του κράτους δικαίου. Η νέα κυβέρνηση θέλησε να αλλάξει αυτό το φορολογικό σύστημα, όπως είχε εξαγγείλει και, πολύ καλά έκανε. Όμως, θα έπρεπε να γνωρίζει ότι εκλέχθηκε κυβέρνηση σε ένα κράτος το οποίο υπήρχε πριν από αυτήν και θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά από αυτήν. Και το φορολογικό σύστημα που υπήρχε, ανεξαρτήτως ποια κυβέρνηση το είχε επιβάλλει, είχε επιβληθεί με νόμο του κράτους. Δεν δικαιούται, επομένως, να ισχυριστεί ότι ήταν έργο της προηγούμενης κυβέρνησης και δεν την ενδιαφέρει ο τρόπος αλλαγής του. Θα πρέπει η διαδικασία αλλαγής να εξασφαλίζει τη συνέχεια (και τη συνέπεια) του κράτους. Μόνο έτσι δημιουργείται σχέση εμπιστοσύνης του κράτους με τον πολίτη η οποία, σε ένα κράτος δικαίου, επιβάλλεται να υπάρχει και είναι δικαίωμα του πολίτη. Αν όλα τα παραπάνω έχουν να κάνουν με τη διαδικασία με την οποία επιβάλλονται οι φορολογικές αλλαγές, ως προς το περιεχόμενό τους δεν έχει και πολλά να πει κάποιος: Το απόλυτο κενό. Πέρα από όσα θα μπορούσαν να ειπωθούν για αντισυνταγματικότητες κ.λπ., η κυβέρνηση είναι σαν να λέει: Κάντε συναλλαγές (γονικές παροχές, δωρεές), προβείτε δηλαδή σε άσκηση κατοχυρωμένων δικαιωμάτων σας και, σε τέσσερις μήνες θα σας φορολογήσω για τις συναλλαγές αυτές με φόρο που στο μεταξύ θα έχω αποφασίσει, θα σας πω δηλαδή τις υποχρεώσεις σας που απορρέουν από την άσκηση των δικαιωμάτων σας. Για να μην μπω σε χαρακτηρισμούς για την παραπάνω διαδικασία, ένα παράδειγμα: Γονική παροχή αξίας 300.000,00 ευρώ, της οποίας η φορολογική υποχρέωση γεννιέται μετά τις 8-1-2010. Οι πιθανότητες είναι άπειρες: α) με τα ισχύοντα μέχρι 7-1-2010, φόρος 2.050,00 ευρώ, β) αν το αφορολόγητο όριο πάει στις 300.000,00 ευρώ, φόρος 0,00 ευρώ, γ) αν το αφορολόγητο όριο πάει στις 150.000,00 ευρώ και πάνω από αυτό υπάρχει συντελεστής 5%, φόρος 7.500,00 ευρώ. Φανταστείτε τις υπόλοιπες. Αν σ’ αυτό προσθέσουμε ότι, με βάση τη διατύπωση της τροπολογίας, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως όταν αναφέρεται στις «… διατάξεις που ισχύουν την ημερομηνία αυτή …», εννοεί μόνο την αύξηση των συντελεστών φορολόγησης και όχι και την πιθανή αύξηση των αντικειμενικών αξιών, έχουμε τον ορισμό της ανασφάλειας δικαίου. (Γνώμη μου είναι, από τη διατύπωση του άρθρου, ότι εννοεί και τους νέους συντελεστές φορολόγησης και τις νέες αντικειμενικές αξίες). Κι ας απαντήσει η κυβέρνηση σε έναν επαγγελματία, έναν συμβολαιογράφο για παράδειγμα (και λέω συμβολαιογράφο γιατί το όλο θέμα αφορά στο αντικείμενο εργασίας του και, όχι σε μια ιδιωτική υπόθεσή του μεταξύ άλλων), που οι πελάτες του ζητούν νομική συμβουλή. Ή που είχαν ξεκινήσει τη διαδικασία σύνταξης συμβολαίων πριν τις 8-1-2010 και δεν πρόλαβαν να την ολοκληρώσουν. Ή που θέλουν να την ξεκινήσουν τώρα και ρωτάνε τι ισχύει. Τι να τους πει; Διαβάστε τα ζώδια; *Τραγική ειρωνεία στο θέατρο έχουμε όταν οι πρωταγωνιστές αγνοούν πράγματα και γεγονότα, καθοριστικά για την εξέλιξη του έργου, ενώ τα γνωρίζουν οι θεατές (λίγο πρόχειρος ορισμός). Αν θεωρήσουμε την κυβέρνηση πρωταγωνιστή του θεάτρου που ζούμε και τους πολίτες θεατές, οι πολίτες δεν γνωρίζουν τίποτα και η κυβέρνηση ξέρει ότι θα πράξει αυτά που εκείνη θέλει. Και μας δ(ιαβ)ουλεύει…