• Σχόλιο του χρήστη 'Κ. Καρλής' | 15 Ιανουαρίου 2010, 17:37

    Η τυχόν ένταξη των περισσότερων διατάξεων του κώδικα βιβλίων και στοιχείων στην φορολογία εισοδήματος και η κατάργηση των υπολοίπων , είναι καθαρά τεχνικού χαρακτήρα. Είναι εντελώς αδιάφορο σε ποιο νομοθέτημα θα βρίσκονται οι διατάξεις. Το ουσιαστικό ζήτημα είναι αν θα υπάρχουν ή όχι διατάξεις για την τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων. Οι σχετικές διατάξεις θεσπίσθηκαν για πρώτη φορά το 1948 με σκοπό τον περιορισμό της αβεβαιότητας που υπήρχε μέχρι τότε ως προς τα σχετικά ζητήματα και τον καθορισμό κανόνων για την τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων. Οι διατάξεις όμως αυτές έχουν τροποποιηθεί πάρα πολλές φορές , γεγονός που κάθε 10-15 έτη οδηγεί στην ανάγκη νέας κωδικοποίησης. Η τήρηση βιβλίων και η έκδοση στοιχείων (αποδείξεων/τιμολογίων) αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για τον λογιστικό προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος των επιχειρήσεων και των επαγγελματιών. Η ύπαρξη σχετικών διατάξεων πρέπει να θεωρείται αναγκαία. Το αντικείμενο της οποιασδήποτε αλλαγής πρέπει να είναι η απλοποίηση και σαφήνεια των σχετικών διατάξεων. Η πολυπλοκότητα και ασάφεια των διατάξεων οδηγεί στην ύπαρξη παραβάσεων και την δυνατότητα παρερμηνειών. Αυτό έχει ως συνέπεια πολλές φορές την αμφισβήτηση του κύρους των βιβλίων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 30 του ΚΒΣ. Και βέβαια και το άρθρο αυτό δεν χαρακτηρίζεται από σαφήνεια. Και σε αυτό απαιτείται απλοποίηση και σαφήνεια. Για τις κυρώσεις του ΚΒΣ έχει κατά καιρούς ασκηθεί κριτική για το ότι είναι ανελαστικές και δεν επιτρέπουν εκτίμηση της υπαιτιότητας στην επιμέτρηση του προστίμου, επιβάλλονται «οιονεί αντικειμενικά», μπορούν να μειωθούν κατά τον συμβιβασμό αλλά σε περίπτωση προσφυγής στα Δικαστήρια τα τελευταία δεν έχουν δυνατότητα να μειώσουν το πρόστιμο. Σε πολλές περιπτώσεις είναι τα πρόστιμα είναι υπερβολικά υψηλά. Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες κυρώσεις-πρόστιμα που περιλαμβάνονται στο «ποινολόγιο»-Ν. 2523/1997. Στη νομολογία φαίνεται ότι πραγματοποιείται στροφή και τίθενται ζητήματα συνταγματικότητας των διατάξεων για την επιβολή κυρώσεων. Mε την Σ.τ.Ε. 3370/2008 (Β’ Τμήμα) παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια προς επίλυση το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας της διατάξεων του άρθρου 86 παρ. 4 και 5 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/94).Με την παραπεμπτική απόφαση κρίθηκε ότι οι παραπάνω διατάξεις, που προβλέπουν την επιβολή προσθέτου φόρου σε περίπτωση μη υποβολής δηλώσεως από υπόχρεο σε παρακράτηση φόρου εισοδήματος, παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, εν όψει του μεγάλου ύψους της προβλεπόμενης κυρώσεως, καθώς και του ότι δεν προβλέπεται δυνατότητα επιμετρήσεως από τη φορολογική αρχή και το δικαστήριο. Οι διατάξεις αυτές στις οποίες αναφέρεται η απόφαση αυτή τυπικά δεν ισχύουν πλέον, όμως ουσιαστικά έχουν ενσωματωθεί στο «ποινολόγιο». Τυχόν κρίση περί αντισυνταγματικότητας αναμφίβολα θα επηρεάσει όλο το σύστημα των φορολογικών κυρώσεων. Από το 1986 συνεχώς προστίθενται κυρώσεις και οι υφιστάμενες γίνονται αυστηρότερες σε μια προσπάθεια περιορισμού της φοροδιαφυγής. Ο στόχος δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί. Κάποιες επιχειρήσεις έκλεισαν υπό το βάρος των κυρώσεων , αλλά σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα είναι η βεβαίωση προστίμων, τα οποία λόγω του ύψους τους είναι αδύνατο να εισπραχθούν. Τόσο οι διατάξεις για τα πρόστιμα του ΚΒΣ όσο και αυτές για τις λοιπές κυρώσεις πρέπει να εξορθολογισθούν, να απλοποιηθούν και οι προβλεπόμενες κυρώσεις να γίνουν επιεικέστερες, ώστε να είναι εύκολο να εισπραχθούν τα επιβαλλόμενα πρόστιμα και κατά συνέπεια να έχει νόημα η επιβολή τους. Οι πολύ υψηλές ποινές, είτε στο χώρο του ποινικού δικαίου είτε στο χώρο των διοικητικών κυρώσεων, ουδέποτε είχαν σημαντικά αποτελέσματα.