• Σχόλιο του χρήστη 'Σίμος Ι. Σαμαράς' | 26 Ιανουαρίου 2011, 00:57

    ΑΡΘΡΟ 2 Ε Π Ι Τ Η Σ § 1 Η διάκριση ανάμεσα σε επαγγέλματα του Α΄ και του Β΄ κεφαλαίου ως προς την άρση των περιορισμών δεν δικαιολογείται με τον τρόπο που γίνεται, γιατί δημιουργείται η εντύπωση ότι στα επαγγέλματα του Β΄ κεφαλαίου του προσχεδίου νόμου (εφεξής ΠρσχΝ) αίρονται με αυτό όλοι οι περιορισμοί που ισχύουν, κάτι που δεν είναι αληθές. Χαρακτηριστικά, στους συμβολαιογράφους ο νομοθέτης δεν επέλεξε καν να καταργήσει την ελάχιστη αμοιβή, παρά μόνο να δεσμευθεί να τη μειώσει (με μεταβολή της κλιμάκωσής της με κοινή υπουργική απόφαση, άρθ. 4 § 1 ΠρσχΝ) και να θέσει σε ορισμένες περιπτώσεις ένα ανώτατο όριο γι’ αυτήν (άρθ. 4 § 2 ΠρσχΝ, μόνο όταν υπάρχει σχετική συμφωνία, άλλως «η ανώτατη επιτρεπτή αμοιβή συνιστά τη νόμιμη αμοιβή»). Πέραν, όμως της ελάχιστης αμοιβής υπάρχουν στους συμβολαιογράφους και άλλοι περιορισμοί που δεν υπαγορεύονται από τη φύση και τη λειτουργία του επαγγέλματός τους, ούτε από υπέρτερους λόγους δημοσίου συμφέροντος, αλλά συνιστούν κατάλοιπα περασμένων εποχών ή εξυπηρετούν προσωπικές επιδιώξεις των μελών τους. Τέτοιοι περιορισμοί είναι ο κλειστός αριθμός και η περιορισμένη στα όρια του Ειρηνοδικείου γεωγραφική αρμοδιότητα, η θεμελίωση των οποίων χάνεται στα βάθη των αιώνων, όταν επιβάλλονταν από τις κάθε είδους επαγγελματικές συντεχνίες για να περιφρουρήσουν το μονοπώλιό τους. Το γεγονός ότι οι συμβολαιογράφοι είναι δημόσιοι λειτουργοί δεν δικαιολογεί τον κλειστό αριθμό τους και την περιορισμένη γεωγραφική τους αρμοδιότητα, γιατί είναι άμισθοι, δεν εντάσσονται δηλ. στη διοικητική ιεραρχία, όπως και οι δικηγόροι, στους οποίους ο κλειστός αριθμός άρθηκε προ δεκαετιών. Ούτε και η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου δικαιολογεί τους περιορισμούς αυτούς, γιατί δεν σημαίνει η ύπαρξή τους από μόνη της υψηλό επίπεδο – απόδειξη τούτου συνιστά αν μη τι άλλο το πλήθος λαθών των κτηματολογικών εγγραφών στο στάδιο της κτηματογράφησης συνεπεία συμβολαιογραφικών τίτλων με αντίστοιχα σφάλματα –, ενώ η σύνδεση του επιπέδου με αυτούς θα σήμαινε αφενός ότι οι πρόσθετοι συμβολαιογράφοι θα ήταν επιρρεπής στα λάθη – ανθρωπολογικώς αναπόδεικτο –, αφετέρου ότι οι συμβολαιογραφικοί σύλλογοι δεν θα ήταν σε θέση να ασκήσουν εποπτεία σε έστω και κατ’ ελάχιστον περισσότερους συμβολαιογράφους, πράγμα που σημαίνει ότι ήδη ασκούν εποπτεία οριακά, άρα έτσι κι αλλιώς δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν πλήρως στα καθήκοντά τους. Αποτελεί πάγια οικονομική αρχή δοκιμασμένη διεθνώς κι επί αιώνες, ασπάζεται το ελληνικό Σύνταγμα στα άρθρα 5 § 1 και 106 § 2 και υιοθετεί η εισηγητική έκθεση του ΠρσχΝ (σελ. 3-4) ότι ο κατά το δυνατόν ελεύθερος ανταγωνισμός οδηγεί αφενός σε εξισορρόπηση του επιπέδου των τιμών κοντά στο βέλτιστο δυνατό, αφετέρου σε βελτίωση του επιπέδου των παρεχομένων υπηρεσιών. Η άρση των ανωτέρω περιορισμών στους συμβολαιογράφους, και όποιων άλλων δεν περιγράφονται στο Β΄ κεφάλαιο του ΠρσχΝ, από τη στιγμή που δεν προσκρούει σε υπέρτερο λόγο δημοσίου συμφέροντος και προάγει τον ανταγωνισμό, δεν υπάρχει λόγος να αποκλειστεί. Ε Π Ι Τ Η Σ § 2 Γ ε ν ι κ ά Η εισηγητική έκθεση του προσχεδίου νόμου (εφεξής ΕισΕ) διακρίνει τους περιορισμούς του άρθρου 2 § 2 ΠρσχΝ σε περιορισμούς ως προς την πρόσβαση (περ. α΄ & β΄) και περιορισμούς ως προς την άσκηση (περ. γ΄ επ.) και τους χαρακτηρίζει στο σύνολό τους αντικειμενικούς. Προσεκτικότερη ανάγνωση αποκαλύπτει, ωστόσο, σημαντικές διαφορές μεταξύ τους που επιβάλλουν διαφοροποίηση. Συγκεκριμένα, από τους περιορισμούς που αναφέρονται, ορισμένοι είναι καταργητέοι χωρίς να απαιτείται αξιολόγηση (περ. α΄-γ΄, ε΄ & ζ΄), ενώ σε άλλους επιβάλλεται διάκριση και μερική κατάργηση (περ. δ΄, στ΄, η΄ & θ΄) Π ε ρ ι ο ρ ι σ μ ο ί κ α τ α ρ γ η τ έ ο ι χ ω ρ ί ς α ξ ι ο λ ό γ η σ η — Κλειστός αριθμός (περ. α ΄-γ ΄) Πρώτα απ’ όλα, οι περιπτώσεις της πλήρωσης κλειστού αριθμού (περ. α΄) και ύπαρξης πραγματικής ανάγκης λόγω μη πλήρωσής του (περ. β΄) αποτελούν στην ουσία τον ίδιο λόγο εκφρασμένα θετικά πρώτα και αρνητικά μετά. Η ύπαρξη μάλιστα της περ. β΄ δείχνει την επιβίωση της αρχής της σκοπιμότητας που οδηγεί σε ευρεία διακριτική ευχέρεια της διοίκησης χωρίς να δικαιολογείται από τις περιστάσεις, κάτι που αντίκειται στο πνεύμα και το γράμμα της αρχής της αναλογικότητας (άρθ. 25 § 1 εδ. δ΄ Συντ.) και ανάγει σε παλαιότερες εποχές με λιγότερο ανεπτυγμένη συνταγματική ευαισθησία του νομοθέτη, των οποίων άλλωστε είναι κατάλοιπο. Οι δύο αυτοί περιορισμοί μαζί με τον τρίτο, τη γεωγραφική περιχαράκωση (περ. γ΄), όπως καταδείχθηκε στην περίπτωση των συμβολαιογράφων στερούνται του παραμικρού συνταγματικού ερείσματος και ως εκ τούτου θα έπρεπε να καταργηθούν αμέσως με τη δημοσίευση του ψηφισθέντος νόμου, χωρίς να απαιτείται η παρέλευση του παραμικρού διαστήματος μετά από αυτήν. — Πολλαπλή επαγγελματική εγκατάσταση (περ. ε΄) Η περ. ε΄ (απαγόρευση πολλαπλής επαγγελματικής εγκατάστασης) εισάγει σύνθετο περιορισμό, που μπορεί δηλ. να αναλυθεί σε επιμέρους, χωρίς, όμως, σε καμία περίπτωση να υπαγορεύεται από υπέρτερο λόγο δημοσίου συμφέροντος, γι’ αυτό και χρήζει παραχρήμα κατάργησης, δηλ. με τη δημοσίευση του νόμου και όχι μετά πάροδο διαστήματος. Ειδικότερα, στο βαθμό που η απαγόρευση πολλαπλής επαγγελματικής εγκατάστασης οδηγεί σε μία μόνο με δικαίωμα του φορέα της για άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας σε περιορισμένη γεωγραφική περιοχή, πρόκειται για (συγκεκαλυμμένη) γεωγραφική περιχαράκωση, ανάλογη της περ. γ΄, και χρήζει κατάργησης για τους ίδιους λόγους μ’ αυτήν. Αν, όμως, ο φορέας της επαγγελματικής εγκατάστασης δικαιούται να ασκήσει τη δραστηριότητά του πανελλαδικά, τότε πρόκειται για σκόπιμο εμπόδιο στην άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας χωρίς την παραμικρή δικαιολόγηση. Πιο συγκεκριμένα, από τη στιγμή που η πρόσθετη (δεύτερη κλπ. επαγγελματική εγκατάσταση) πληροί τις προδιαγραφές που ο νόμος θέτει ως προς το φορέα και ως προς το χώρο της ίδιας, τότε η απαγόρευσή της δεν βρίσκει άλλη δικαιολόγηση παρά μόνο την εξασφάλιση «πλεονεκτήματος έδρας» στους εκεί φορείς κύριας ή πρώτης επαγγελματικής εγκατάστασης. Κάτι τέτοιο, όμως, δυσχεραίνει χωρίς υπέρτερο λόγο δημοσίου συμφέροντος τον ανταγωνισμό νοθεύοντας τους όρους του και είναι, για το λόγο αυτό αντισυνταγματικό και συνεπώς πρέπει να καταργηθεί αμέσως με τη δημοσίευση του παρόντος ως ψηφισθέντος νόμου. — Απαγόρευση σύστασης εταιριών (περ. ζ΄) Η περ. ζ΄ (απαγόρευση σύστασης ορισμένων ή όλων των μορφών των εταιριών) εισάγει, όπως η περ. ε΄, σύνθετο περιορισμό, χωρίς σε καμία περίπτωση να υπαγορεύεται από υπέρτερο λόγο δημοσίου συμφέροντος, γι’ αυτό και χρήζει παραχρήμα κατάργησης, δηλ. με τη δημοσίευση του νόμου και όχι μετά πάροδο διαστήματος. Καταρχήν, η ο λ ο σ χ ε ρ ή ς α π α γ ό ρ ε υ σ η άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας με μορφή εταιρίας δεν βρίσκει την παραμικρή δικαιολογία, από τη στιγμή που διασφαλίζεται ότι ο τρόπος άσκησης της δραστηριότητας και τα υποκείμενα αυτής πληρούν τις προϋποθέσεις για την άσκηση της δραστηριότητας από φυσικά πρόσωπα. Αυτός ο περιορισμός ανάγεται – και δικαιολογεί την παρουσία του στην ελληνική έννομη τάξη – είτε σε ανεπίτρεπτους ανθρωπομορφισμούς του νομοθέτη, που δεν μπορούσε να συλλάβει ότι την επαγγελματική δραστηριότητα μπορούν να ασκήσουν νομικά πρόσωπα, είτε σε προκαταλήψεις του παρελθόντος, κατά τις οποίες το εμπόριο ήταν ανεκτό ως δραστηριότητα, αλλά όχι επιδοκιμαστέο, η δε δράση των εταιριών θεωρούνταν ότι φέρει σε κάθε περίπτωση – ακόμα κι αν δεν ήταν εμπορική – τα αρνητικά γνωρίσματα του εμπορίου. Η αναγνώριση από το νομοθέτη της σύστασης και λειτουργίας προσωπικών επαγγελματικών εταιριών δικηγόρων (Π.Δ. 81/2005), συμβολαιογράφων (Π.Δ. 284/1993) και ιατρικών εταιριών κάθε μορφής (άρθ. 11 Π.Δ. 84/2001) αποτελεί την έμπρακτη αναγνώριση ότι η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας με εταιρική μορφή είναι σε κάθε περίπτωση επιτρεπτή και, συνεπώς, η απαγόρευσή της είναι σε κάθε περίπτωση ανεπέρειστη. Πολλοί που αποδέχονται την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητάς με τη μορφή εταιριών, είναι αντίθετοι με τη σ ύ σ τ α σ η κ ε φ α λ α ι ο υ χ ι κ ώ ν ε π α γ γ ε λ μ α τ ι κ ώ ν ε τ α ι ρ ι ώ ν , θεωρώντας υπαρκτό τον κίνδυνο εμπορευματοποίησης και, συνεπώς, υποβιβασμού της επαγγελματικής δραστηριότητας. Για την έννοια με την οποία εκλαμβάνεται η εμπορευματοποίηση έγινε ήδη λόγος αμέσως παραπάνω, ενώ για το ενδεχόμενο υποβιβασμού του επιπέδου της επαγγελματικής δραστηριότητας, αρκεί να επισημανθεί η δυνατότητα ίδρυσης ιατρικών εταιριών κάθε μορφής με το άρθ. 11 Π.Δ. 84/2001, δηλ. εταιριών με αντικείμενο δραστηριότητας αυτό που κατεξοχήν φέρει χαρακτήρα λειτουργήματος. Η καθ’ ημέραν πράξη έχει αποδείξει ότι, αν μη τι άλλο, αν είναι κάτι που επέδρασε η μη αρνητικά στην άσκηση της ιατρικής επιστήμης, αυτό σίγουρα δεν είναι η σύσταση ιατρικών εταιριών. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η σύσταση κεφαλαιουχικών επαγγελματικών εταιριών πρέπει να διέπεται από ορισμένους κανόνες, κάτι που οπωσδήποτε πρέπει να ισχύσει, αλλά δεν αφορά τη σύσταση επαγγελματικών εταιριών καθαυτή, της οποίας ο περιορισμός των νομικών μορφών δεν μπορεί, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, να βρει το παραμικρό έρεισμα και, για το λόγο αυτό, θα πρέπει να καταργηθεί αμέσως με τη δημοσίευση του παρόντος ΠρσχΝ ως ψηφισθέντος νόμου, κι όχι μετά πάροδο διαστήματος. Π ε ρ ι ο ρ ι σ μ ο ί μ ε δ ι ά κ ρ ι σ η κ α ι α ξ ι ο λ ό γ η σ η — Ελάχιστες αποστάσεις (περ. δ΄) & αποκλειστική διάθεση (περ. στ΄) Η περ. δ΄ (ελάχιστες αποστάσεις) ανήκει στους περιορισμούς με πολλαπλή λειτουργία. Ειδικότερα, αν οι ελάχιστες αποστάσεις επιβάλλονται από λόγους δημόσιας ασφάλειας, υγείας, προστασίας του περιβάλλοντος ή άλλου συνταγματικώς προστατευομένου αγαθού (λ.χ. απόσταση μεταξύ αποθηκών ευφλέκτων υλών για να αποφευχθούν οι κίνδυνοι ζωής και περιουσίας από γενικευμένη καταστροφή που θα προκαλούνταν με την επάλληλη ανάφλεξή τους – φαινόμενο domino), τότε, υπό την προϋπόθεση ότι συνάδουν με τα αντίστοιχα επιστημονικά δεδομένα, δικαιολογούνται σε κάθε περίπτωση και δεν μπορεί να γίνει λόγος κατάργησής τους. Αν όμως οι λόγοι αυτοί τίθενται για να εξασφαλίσουν ορισμένη αγορά στους επαγγελματίες με τον αποκλεισμό του ανταγωνισμού, τότε σε κάθε περίπτωση αντίκεινται στην αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας που θεμελιώνεται στα άρθρα 5 § 1, 106 § 2 Συντ. και 1 ΠρσχΝ και εξηγείται παρακάτω και δεν έχουν λόγο ύπαρξης, οπότε χρήζουν παραχρήμα κατάργησης. Είναι λοιπόν, σκόπιμη η εξειδίκευση και διάκριση του λόγου δικαιολόγησης του εν λόγω περιορισμού και η αντίστοιχη μεταχείρισή του. Ανάλογα ισχύουν και για την περ. στ΄ (αποκλειστική διάθεση από ορισμένη επαγγελματική κατηγορία): εδώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη αν οι όροι διάθεσης των αγαθών που εξασφαλίζει η αντίστοιχη κατηγορία μπορούν να υπάρξουν σε άλλη και αν οι όροι αυτοί είναι επιβεβλημένοι για την προστασία της δημόσιας υγείας ή άλλου συνταγματικώς κατοχυρωμένου αγαθού. — Ομοεπαγγελματικές εταιρίες (περ. η΄) Πολλαπλή λειτουργία επιτελεί και ο περιορισμός της περ. η΄, καθώς η σύσταση ομοεπαγγελματικών εταιριών αφορά τόσο το δικαίωμα σύστασης και συμμετοχής σ’ αυτές από επαγγελματίες του κλάδου ή άσχετους μ’ αυτό, αλλά και τη σύμπραξη επαγγελματιών περισσοτέρων κλάδων. Ειδικότερα, αν ο περιορισμός του δικαιώματος συμμετοχής στην εταιρία μόνο στους αντίστοιχους επαγγελματίες τίθεται για το λόγο ότι ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα από τη φύση και τη λειτουργία της προϋποθέτει συγκεκριμένη κατάρτιση και πιστοποίηση, την οποία δεν διαθέτουν όσοι δεν είναι επαγγελματίες του κλάδου, η δε άσκησή της από μη επαγγελματίες θα εξέθετε το συναλλακτικό κοινό σε κίνδυνο μεγαλύτερο από το συνήθη των συναλλαγών, τότε καλώς τίθεται ο περιορισμός γιατί υπαγορεύεται από υπέρτερο λόγο δημοσίου συμφέροντος· ο λόγος αυτός συνίσταται στην προστασία του συναλλακτικού κοινού από ασυνήθεις κινδύνους και την ασφάλεια των συναλλαγών και δεν είναι δεκτικός κατάργησης, αμέσως ή μετά από διάστημα. Αν, όμως, η άσκηση συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας είναι εφικτή, έστω και με κίνδυνο για το συναλλακτικό κοινό –, όχι όμως μεγαλύτερο από το συνήθη –, τότε ο περιορισμός είναι αδικαιολόγητος και χρήζει άμεσης κατάργησης ως αντίθετος στη συνταγματικά κατοχυρωμένη επαγγελματική ελευθερία. Το τελευταίο ισχύει κι όταν η συμμετοχή άσχετων με το συγκεκριμένο επάγγελμα στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας γίνεται σε ποσοστό που δεν θίγει την ακώλυτη άσκηση του επαγγέλματος από τους εξειδικευμένους φορείς του. Η μη συμμετοχή φορέων διαφορετικού επαγγέλματος σε μια εταιρία άσκησης της αντίστοιχης δραστηριότητας καταλαμβάνει μοιραία και το ζήτημα συνδυασμού από ορισμένη εταιρία συναφών επαγγελματικών δραστηριοτήτων (πολυεπαγγελματική εταιρία), λ.χ. παροχή ολοκληρωμένων νομικών υπηρεσιών από εταιρία δικηγόρων-συμβολαιογράφων δικαστικών επιμελητών. Το ζήτημα έχει ήδη απασχολήσει το πρώην Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, νυν Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο, στο πλαίσιο της αυθεντικής ερμηνείας του έχει αποφανθεί ότι η σύσταση πολυεπαγγελαμτικών εταιριών δεν είναι δυνατή όταν δεν παρέχονται τα ίδια εχέγγυα για τους πελάτες της από τους κλάδους όλων των συμμετοχόντων. Έτσι, σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση, ορθώς δεν επιτρέπεται η σύσταση εταιρίας δικηγόρων-λογιστών, για το λόγο ότι οι τελευταίοι δεν υπόκεινται σε ειδική υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου και αυτό θα εξέθετε τα μυστικά των πελατών της εταιρίας σε κίνδυνο κατά τονκοινόχειρισμό των υποθέσεων. Αντίθετα, με βάση την ίδια απόφαση προκύπτει ότι η σύσταση πολυεπαγγελματικών εταιριών επαγγελματιών κλάδων που εξασφαλίζουν τα ίδια εχέγγυα είναι επιτρεπτή, δηλ. στο ελληνικό δίκαιο θα έπρεπε να επιτρέπεται ρητά η συμμετοχή στην ίδια εταιρία δικηγόρων, συμβολαιογράφων και δικαστικών επιμελητών, αφού και οι τρεις είναι δημόσιοι λειτουργοί και καταλαμβάνονται από αυξημένη υποχρέωση επαγγελματικής εχεμύθειας. Θα πρέπει λοιπόν ο νομοθέτης με βάση τα παραπάνω να καταστρώσει έτσι την κατάργηση των περιορισμών, ούτως ώστε οι μεν αδικαιολόγητοι να εξαλειφθούν αμέσως από το νομικό σύστημα, χωρίς αναμονή, απλώς με την κατάλληλη διατύπωση της απαγόρευσής τους, οι δε δικαιολογημένοινα υπαχθούνσε διαδικασία αξιολόγησης. — Κατώτατες & ανώτατες τιμές (περ. θ΄) Ανεξαρτήτως αν σε κάποιο επάγγελμα υφίστανται ρητώς νομοθετημένες κατώτατες και ανώτατες τιμές (ή αμοιβές, εφεξής η αναφορά σε τιμές καλύπτει και τις τελευταίες), αυτό δεν σημαίνει κατά το δίκαιο ότι δεν υπάρχουν. Η συνομολόγηση υπέρμετρα υψηλών τιμών απαγορεύεται ως αντίθετη στα χρηστά ήθη (άρθρο 179 Αστικού Κώδικα) και κολάζεται ποινικά (άρθρα 404-405 Ποινικού Κώδικα· πρβλ. άρθρα 403 & 406 αυτού), ενώ αντίθετη στα χρηστά ήθη είναι για τους ίδιους λόγους και η συνομολόγηση υπερβολικά χαμηλού τιμήματος, όταν δεν προκύπτει χαριστική διάθεση του λήπτη του. Κατά συνέπεια, η κατάργηση των όποιων ειδικά προβλεπόμενων κατώτατων ή ανώτατων τιμών δεν τις εξαλείφει από το δίκαιο, άρα μια τέτοια κατάργηση καταρχήν δεν αίρει την προστασία και είναι ενδεδειγμένη. Το πρόβλημα ανακύπτει, όταν οι κατώτατες ή ανώτατες τιμές συνδυάζονται ευθέως ή εμμέσως με ελάχιστες αμοιβές υποχρεωτικώς εισπραττόμενες, πάγιες ή αναλογικές, οπότε το ζήτημα της παρανομίας τους είναι δυσχερώς διαπιστώσιμο λόγω της ενσωμάτωσής του στο σύστημα της υποχρεωτικής είσπραξης. Εκεί οφείλει ο νομοθέτης να προσαρμόσει τις κατώτατες και ανώτατες τιμές ώστε να εναρμονίζονται με τα χρηστά ήθη και τον Ποινικό Κώδικα και όχι με τις επιδιώξεις των κλάδων για το ύψος της αμοιβής τους, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ευρύ περιθώριο ανταγωνισμού, που θα επιτρέψει την ανάδειξη των καλύτερων αγαθών ή υπηρεσιών και των βέλτιστων τιμών. Η αγκύλωση τιμών που παρατηρείται σήμερα σε ορισμένους κλάδους επαγγελμάτων έχει δημιουργήσει εντός αυτών επαγγελματίες δύο ταχυτήτων: στους «τυχερούς» που παρέχουν τυποποιημένα αγαθά ή υπηρεσίες με λιγοστό κόστος και προσπάθεια και πλουτίζουν λόγω του μη αποκλεισμού των κατώτατων τιμών, έστω και για ήσσονα προσπάθεια, και στους «άτυχους» που παρέχουν μη τυποποιημένα αγαθά ή υπηρεσίες και, για το λόγο αυτό με αυξημένο κόστος, αλλά λόγω της αγκύλωσης της σχετικής αγοράς στις κατώτατες τιμές είναι αναγκασμένοι είτε να συμπιέσουν τρομακτικά το περιθώριο κέρδους τους με κίνδυνο της βιωσιμότητάς τους, είτε να διεκδικήσουν εύλογες τιμές και να απολέσουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Συμπερασματικά, η κατάργηση των κατώτατων και ανώτατων τιμών ενδείκνυται σε κάθε περίπτωση χωρίς τον κίνδυνο υποβιβασμού της ποιότητας των παρεχομένων αγαθών ή υπηρεσιών, όπως έχει αποδειχθεί στην περίπτωση των ιατρών. Ε Π Ι Τ Η Σ § 4 Με την προκειμένη διάταξη παρέχεται η δυνατότητα να διατηρηθούν υφιστάμενοι περιορισμοί εφόσον με αυτούς «επιδιώκεται η εξυπηρέτηση επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος» και είναι πρόσφοροι, αναγκαίοι και «σε εύλογη αναλογία» με το λόγο δημοσίου συμφέροντος. Εκ πρώτης όψεως η διάταξη μοιάζει να επαναλαμβάνει μιαν άλλη συνταγματική αρχή, αυτή της αναλογικότητας (άρθ. 25 § 1 εδ. δ΄ Συντ.). Επειδή, όμως, οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, περιορισμοί που ισχύουν μέχρι σήμερα έχουν κριθεί νομολογιακά ότι φέρουν τα χαρακτηριστικά που θέτει η εξεταζόμενη ρύθμιση, είναι ορατός ο κίνδυνος διατήρησής τους με τη δικαιολογία των λόγων αυτών και με το κάλυμμα πλέον της επαγγελματικής ελευθερίας. Προσεκτική μεταχείριση της αρχής της επαγγελματικής ελευθερίας αποκαλύπτει το πραγματικό της περιεχόμενο, που είναι, άλλωστε, και κοινός τόπος. Πρώτα απ’ όλα, ο λόγος δημοσίου συμφέροντος δεν είναι το συμφέρον του Δημοσίου ή ορισμένων επαγγελματικών ομάδων. Λόγος δημοσίου συμφέροντος είναι τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, η ύπαρξη και λειτουργία του υφιστάμενου πολιτεύματος και των λειτουργιών του και όσα αναγκαίως προϋποτίθενται ή έπονται για τα ανωτέρω. Με το κριτήριο αυτό περιορίζεται δραστικά το βεληνεκές των επιτρεπτών περιορισμών. Επιπλέον, για να υπάρχει ελευθερία, επαγγελματική ή μη, δεν αρκεί ο περιορισμός της να μπορεί να βρει έρεισμα σε κάποιο λόγο δημοσίου συμφέροντος, κάτι που μέχρι τώρα έγινε με μεγάλη επιτυχία στην ερμηνεία των σχετικών ρυθμίσεων, ούτε καν αρκεί ο περιορισμός να είναι επιτακτικός, γιατί η επίταση δείχνει ένταση, η οποία μπορεί κι αυτή ερμηνευτικά να υψωθεί στο δέοντα βαθμό. Θα πρέπει ο λόγος να είναι υπέρτερος, δηλ. να επιβάλλει την υπεροχή του έναντι του περιεχομένου της ελευθερίας, και να μην μπορεί να εξυπηρετηθεί με κανένα άλλο τρόπο πέραν του αντίστοιχου περιορισμού. Σε διαφορετική περίπτωση η ελευθερία, επαγγελματική εν προκειμένω, σχετικοποιείται, αφού σε κάθε περίπτωση σύγκρουσης με άλλη συνταγματική διάταξη ή το επέκεινα αυτής στη νομοθεσία θα υποχωρεί και θα συρρικνώνεται. Ούτε η λογική της κατοχύρωσης του πυρήνα της ελευθερίας επιτρέπει τη δικαιολόγηση των περιορισμών, γιατί καταλήγει να επιτρέπει ό,τι δεν πλήττει τον πυρήνα αυτό και, σε τελική ανάλυση, να προστατεύει μόνο αυτόν. Εφόσον, λοιπόν, οριοθετηθεί δεόντως η έννοια της επαγγελματικής ελευθερίας στο άρθρο 1 ΠρσχΝ, η διάταξη του άρθ. 2 § 4 καθίσταται περιττή, αν δεν θεωρηθεί ότι υποσκάπτει τα θεμέλια όλου του ΠρσχΝ. ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com