• Σχόλιο του χρήστη 'Σίμος Ι. Σαμαράς' | 26 Ιανουαρίου 2011, 00:06

    Ε Π Ι Τ Η Σ § 2 Το δικαίωμα του δικηγόρου να παρίσταται ενώπιον των δικαστηρίων δευτέρου βαθμού ή των ανωτάτων δομείται στο ισχύον σύστημα με βάση το χρόνο άσκησης της δικηγορίας (άρθ. 35 Κώδικος περί Δικηγόρων, εφεξής ΚΔικ). Άλλες ουσιαστικές προϋποθέσεις πέραν της συμπλήρωσης του απαιτούμενου χρόνου πραγματικής άσκησης και της έκδοσης απόφασης του αντίστοιχου δικηγορικού συλλόγου που να διαπιστώνει τη συνδρομή των προϋποθέσεων ο νόμος δεν θέτει ούτε επιτρέπει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση να τεθούν από τους Δικηγορικούς Συλλόγους, αφού το ζήτημα από τη φύση του είναι δεκτικό μόνο ενιαίας ρύθμισης. Τυπικά, για τη λεγόμενη προαγωγή σε δικηγόρο παρ’ Εφετείω και παρ’ Αρείω Πάγω, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται αυτός που έχει δικαίωμα παράστασης στα δευτεροβάθμια και στα ανώτατα δικαστήρια αντίστοιχα, απαιτείται η καταβολή της χρηματικής αξίας παραβόλων υπέρ του Δικηγορικού Συλλόγου του οποίου είναι μέλος και των αντίστοιχων ασφαλιστικών ταμείων. Η αποφυγή της χρηματικής αυτής επιβάρυνσης είναι και ο λόγος για τον οποίο πολλοί δικηγόροι που φέρουν τα αντίστοιχα προσόντα δεν κινούν τη διαδικασία προαγωγής τους, και όπως έχει γίνει δεκτό νομολογιακά. Σε περίπτωση μη προαγωγής ο νομοθέτης επιτρέπει μέχρι σήμερα την παράσταση του αντίστοιχου δικηγόρου στα δικαστήρια στα οποία δεν έχει το δικαίωμα να παραστεί, εφόσον μαζί μ’ αυτόν για τον ίδιο εντολέα παρίσταται και δικαιούχος παράστασης δικηγόρος. Με βάση τα παραπάνω θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα στην προτεινόμενη ρύθμιση του προσχεδίου νόμου (εφεξής ΠρσχΝ). Πρώτον, η αναφορά σε Ειρηνοδικεία και Πρωτοδικεία για τους δικηγόρους πρώτου βαθμού και επιπλέον σε Εφετεία για δικηγόρους δευτέρου βαθμού και απαρίθμηση των ανώτατων δικαστηρίων για τους δικηγόρους με δικαίωμα παράστασης σ’ αυτά πλεονάζει και εγκυμονεί κινδύνους αφού υπάρχουν περιπτώσεις δικαστηρίων ενταγμένων στον πρώτο βαθμό που δικάζουν ως δευτεροβάθμιο – το Πολυμελές Πρωτοδικείο όταν δικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου – και το αντίστροφο – τα Τριμελή Εφετεία Κακουργημάτων και το Διοικητικό Εφετείο με ακυρωτική αρμοδιότητα. Η αναφορά σε δικαστήρια πρώτου, δεύτερου βαθμού και ανώτατα θα έλυνε το πρόβλημα. Για την ιδιάζουσα περίπτωση των ανωτάτων δικαστηρίων που δικάζουν σε πρώτο βαθμό χωρίς δικαίωμα ενδίκων μέσων, όπως του Συμβουλίου της Επικρατείας όταν δικάζει αιτήσεις ακύρωσης διοικητικών πράξεων, του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και του λεγόμενου Μισθοδικείου, θα μπορούσε ο νομοθέτης να αναφερθεί ειδικά. Δεύτερον, από τη στιγμή που η παράσταση δικηγόρου χωρίς δικαίωμα παράστασης στα δευτεροβάθμια και τα ανώτατα δικαστήρια με δικηγόρο που το δικαιούται αναγνωρίζεται, δεν υπάρχει λόγος περιορισμού της μόνο στις υποθέσεις που έχει χειρισθεί στον πρώτο βαθμό. Ο περιορισμός αυτός εξυπηρετεί μόνο τη συγκέντρωση της δικηγορικής ύλης στους δικαιούχους παράστασης, παρότι και οι μη δικαιούχοι θα μπορούσαν κατά τα ανωτέρω να παραστούν. Τρίτον, εφόσον η διαπίστωση των προσόντων προαγωγής έχει τυπικό χαρακτήρα δεν υπάρχει λόγος να αναγνωρίζεται δικαίωμα παράστασης σε δικηγόρους που δεν έχουν κινήσει τη διαδικασία να το αποκτήσουν μόνο και μόνο γιατί έχουν συμπληρώσει σειρά ετών δικηγορίας. Η αναγνώριση αυτή κατά το προτεινόμενο άρθρο 54 § 2 τελευταίο εδ. & 7 ΚΔικ το μόνο που πραγματικά επιτυγχάνει είναι να ανταμείβει την εξοικονόμηση δαπανών των συγκεκριμένων δικηγόρων σε βάρος των άλλων, παρότι πρέπει να επισημανθεί ότι τα αντίστοιχα παράβολα υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων δεν προβλέπονται από τον Κδικ, αλλά τους οργανικούς τους νόμους, έχουν χαρακτήρα αντίθετου στο κοινοτικό δίκαιο φόρου υπέρ τρίτου και χρήζουν κατάργησης. Ε Π Ι Τ Η Σ § 4 Σκοπός του τροποποιούμενου άρθρου 56 ΚΔικ ήταν να χορηγήσει δικαίωμα παράστασης στους δικηγόρους ενώπιον των ποινικών δικαστηριών χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς. Αυτό γινόταν με τον πλεοναστικό όρο «πας δικηγόρος οιασδήποτε δικαστικής περιφερείας», στον οποίο ο πλεονασμός έγκειται στο «πας», αλλά υπάρχει για λόγους έμφασης. Αυτή η άρση των γεωγραφικών περιορισμών εξασφαλίζεται ήδη με το προτεινόμενο άρθ. 44 Κδικ. Σκοπός της διάταξης δεν ήταν να άρει τη διάκριση μεταξύ δικηγόρων παρά Πρωτοδικείω, Εφετείω και Αρείω Πάγω. Συνεπώς, το άρθ. 56 ΚΔικ δεν χρήζει πλέον τροποποίησης αλλά κατάργησης και για τον πρόσθετο λόγο ότι η προτεινόμενη τροποποίησή του προκαλεί τη σύγχυση που επισημάνθηκε. Ε Π Ι Τ Η Σ § 5 Η εμφανιζόμενη τροποποίηση αποτελεί πιστή μεταγλώτισση της τροποποιούμενης διάταξης, η οποίας, όμως, είναι κατανοητή και σήμερα και, συνεπώς, η αντικατάστασή της είναι περιττή. ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com