• Σχόλιο του χρήστη 'Δρ Νάνος Ναπολέων, Δασολόγος, Οικονομολόγος' | 28 Οκτωβρίου 2013, 01:50

    1. Στο άρθρο (03) να προστεθεί παράγραφος με την οποία να απαλλάσσονται από τον ΕΝ.Φ.Α. τα ακίνητα που βρίσκονται στην ιδιοκτησία κάθε φυσικού προσώπου, το οποίο ήδη έχει υποστεί όλες τις επιβληθείσες μειώσεις μισθών και συντάξεων, που αντιστοιχούν περίπου στο 40% των χορηγούμενων πριν την επιβολή των μέτρων περικοπής τους ή έχει απολυθεί από την εργασία του και είναι άνεργο και εφόσον η συνολική ατομική περιουσία ακινήτων του δεν ξεπερνά τις €200.000 ή το ποσό που αντιστοιχεί στην προσθήκη αξίας περιουσιακών στοιχείων 50.000 για κάθε παιδί, η οποία μπορεί να προστίθεται εναλλακτικά στην περιουσιακή αξία ακινήτων των συζύγων. 2. Στο άρθρο (03) να προστεθεί παράγραφος που να απαλλάσσει από τον ΕΝ.Φ.Α. τα αγροτεμάχια που βρίσκονται σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Χώρας, εξαιρουμένων των οριζόντιων επιφανειών σε πεδιάδες και κοιλάδες και των οποίων η καλλιέργεια ή οποιαδήποτε άλλη χρήση έχει εγκαταλειφθεί μακροχρόνια, δηλαδή από δέκα έτη και πάνω, δεν αποδίδουν οποιοδήποτε εισόδημα και έχουν σχεδόν μηδενική ή ελάχιστη εμπορική αξία (δηλαδή την ελάχιστη προβλεπόμενη αντικειμενική, έστω και αν αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική σχεδόν μηδενική αξία του αγροτεμαχίου) και για όσο χρόνο διατηρούνται αυτές οι προϋποθέσεις χρήσης, απόδοσης και αξίας. Ο λόγος εξαίρεσης αυτών των περιπτώσεων αγροτεμαχίων από την φορολόγηση είναι προφανής, δηλαδή το γεγονός ότι δεν αποδίδουν εισόδημα και δεν έχουν εμπορική αξία και στις περισσότερες των περιπτώσεων η ιδιοκτησία τους διατηρείται για λόγους καθαρά ιστορικούς της οικογένειας και συναισθηματικούς, οπότε δεν υφίσταται όχι μόνο οικονομικό έρεισμα φορολόγησης, αλλά ούτε και ηθικό. Πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι στο έντυπο Φορολογίας ακίνητης περιουσίας, το Ε9, δεν προβλέπεται αυτή η περίπτωση εγκαταλειμμένων αγρών και υποχρεωτικά μπαίνουν στην κατηγορία των μονοετών καλλιεργειών, πράγμα ανακριβές και αναληθές, αφού δεν μπορούν να ενταχθούν σε άλλη κατηγορία, ούτε αυτή των βοσκοτόπων, ούτε αυτή των δασικών εκτάσεων, αφού αυτές αποτελούν νομική έννοια εκτάσεων με άλλες χρήσεις εκτός της αγροτικής, που προβλέπονται και δεσμεύονται από τη δασική νομοθεσία, επομένως αποτελούν αγροτικές εκτάσεις σε πλήρη αχρηστία και πλήρη αχρησία, δηλαδή εγκαταλειμμένες, όπως προβλέπεται και από τις διατάξεις του Ν. 1021/ΦΕΚ 43/22-2-1980 και όχι βοσκότοπο, που έχει άλλη βιολογική, νομική και χρηστική έννοια (βλπ. Ν. 1734, ΦΕΚ 189 - 26.10.1987) και φυσικά στην περίπτωση αυτή (των βοσκοτόπων) μπορεί να προβλέπεται και εισόδημα, είτε από πρωτογενή εκμετάλλευση, είτε από εκμίσθωση, υπόθεση η οποία δεν ισχύει για τις εγκαταλειμμένες γεωργικές εκτάσεις, έστω και αν αυτές βόσκονται ελεύθερα από τα κοπάδια κτηνοτρόφων, που ασκούν νομαδική κτηνοτροφία, προφανώς με άγνοια ή αδιαφορία των ιδιοκτητών, εκτός φυσικά των περιπτώσεων εκείνων εγκαταλειμμένων αγροτικών κυρίως μεγάλης επιφάνειας κλήρων, που εκμισθώνονται σε κτηνοτρόφους για άσκηση δικαιώματος βόσκησης, οπότε η επιβολή του φόρου ως επί αγρού-βοσκοτόπου είναι απολύτως νόμιμη και δικαιολογημένη. Αντίθετα, για τις προαναφερθείσες εγκαταλειμμένες γεωργικές εκτάσεις, αυτές πρέπει να ενταχθούν ως μία περίπτωση της υποπαραγρ. (1η) του άρθρου 3 του σχεδίου νόμου, αφού ουσιαστικά ισοδυναμούν, για λόγους φυσικούς, βιολογικούς και τεχνικούς, με απαγόρευση γεωργικής καλλιέργειας και εκμετάλλευσης, ήτοι σχεδόν στο σύνολο αυτών των εκτάσεων υπάρχει έλλειψη πρόσβασης, αδυναμία μηχανικής καλλιέργειας, αδυναμία άρδευσης και κυρίως αδυναμία ανάπτυξης καλλιεργειών λόγω της τεράστιας υποβάθμισης των εδαφών από τις διαβρώσεις, δηλαδή πρόκειται για ερημοποιημένα ή ημιερημοποιημένα άγονα, αβαθή ή πετρώδη, ξηρά και γενικώς ακατάλληλα για ανάπτυξη σύγχρονης και αποδοτικής γεωργικής εκμετάλλευσης εδάφη. 3. Στο άρθρο (04) πρέπει να προβλεφθεί και ένας συντελεστής «δομικής αρτιότητας», δηλαδή συντελεστής αξιολόγησης της γενικής δομικής κατάστασης του κτιρίου, ώστε να μην πληρώνουν τον ίδιο φόρο κτίσματα από χωμάτινους πλίνθους και πιθανόν ετοιμόρροπα με κτίσματα από μπετόν και σίδηρο, με πλήρη στατική κάλυψη (φορτία, αντοχές, αντισεισμικότητα κλπ),ως παράδειγμα της δεδομένης διαφοροποίησης των κτισμάτων από άποψη δομικής κατάστασης. Ο συντελεστής αυτός πρέπει να είναι μειωτικός της αξίας του κτίσματος και να κλιμακώνεται από 0,2 έως 1,0 και φυσικά δεν έχει σχέση με την παλαιότητα του κτίσματος. 4. Στο ίδιο άρθρο (04) για τα ημιτελή κτίσματα, πολλά των οποίων μάλιστα ακινητοποιήθηκαν κατασκευαστικά λόγων της οικονομικής πλέον ααδυναμίας των κατασκευαστών, ακόμα και αν είναι εργολάβοι κατασκευής κτιρίων, οι οποίοι, είτε δεν μπορούν για οικονομικούς λόγους να συνεχίσουν την κατασκευή τους, είτε δεν έχουν καμία πλέον δυνατότητα να διαθέσουν τα κτίσματα σε πελάτες, το σωστό οικονομικά και ηθικά είναι να μην προβλέπεται επιβολή του σχεδιαζόμενου φόρου. 5. Στο ίδιο άρθρο (04), τα οικόπεδα εντός σχεδίου πόλης ή οικισμού, που περιλαμβάνουν κτίσμα, πρέπει να απαλλαγούν του φόρου για όσο μέγεθος επιφάνειας δεν μπορεί να αξιοποιηθεί περαιτέρω οικοδομικά, δηλαδή καλύπτεται από την λεγόμενη αναγκαία επιφάνεια για ύπαρξη αρτιότητας του οικοπέδου, ως μία παραλλαγή του συντελεστή αξιοποίησης οικοπέδου. Φυσικά, αν το επαπομένον μετά την αρτιότητα τμήμα του οικοπέδου χρησιμοποιείται και εκμεταλλεύεται κατά οποιοδήποτε τρόπο οικονομικά (εμπόριο υλικών, εκθετήριο, γεωργική χρήση κλπ), τότε θα επιβάλλεται ο φόρος για αυτές τις χρήσεις. 6. Στο ίδιο άρθρο (04) και στην παράγραφο 5, η περίπτωση (β) για τον συντελεστή χρήσης πρέπει να εμπλουτισθεί με το είδος χρήσης «εγκαταλειμμένη γεωργική έκταση», έστω και αν δεν αποτελεί καν χρήση και να μπει ένας συμβολικός συντελεστής χρήσης ίσος με 0,1. Με το δεδομένο ότι αυτό το στοιχείο δεν περιλαμβάνεται στο έντυπο φορολογίας Ε9, αυτό πρέπει να προστεθεί στη φόρμα του Ε9 για το επόμενο έτος και να δηλωθεί από τους πολίτες που έχουν στην ιδιοκτησία τους τέτοια γήπεδα. Δρ Νάνος Ναπολέων, Δασολόγος, Οικονομολόγος