• Σχόλιο του χρήστη 'ΣΤΑΜΑΤΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ' | 30 Απριλίου 2014, 15:26

    Αρχικά πρέπει να τονισθεί ότι η αναγνώριση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων πρέπει να γίνει ανεξάρτητα από το μέγεθος της έκτασης. Στη νησιωτική Ελλάδα, όπου το ενιαίο των εκτάσεων μπορεί να έχει κατατμηθεί, για λόγους πολεοδομικούς, σε μικρότερες ιδιοκτησίες (Κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό Δωδεκανήσου ονομάζονται μερίδες), συχνά των 4.000 τμ, τίθεται θέμα υπαγωγής αυτών στις ευεργετικές διατάξεις του νομοθετήματος. Επιπλέον, βρισκόμαστε συχνά μπροστά στο παράδοξο ο αιτών να εμφαίνεται ως κύριος συνολικής έκτασης π.χ. μεγαλύτερης των 20.000 τ.μ. αλλά ξεχωριστά κάθε μια από αυτές τις εκτάσεις να μην πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής της στο πραγματικό του κανόνα δικαίου. Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει αναφορά για συνεχόμενες-γειτονικές ιδιοκτησίες συνολικής εκτάσεως (τουλάχιστον) 20.000 τμ. Πρέπει να υπάρξει ιδιαίτερη νομοθετική μνεία για τη Ρόδο και τα Δωδεκάνησα εν γένει, όπου δεν ίσχυσε ποτέ το Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο. Πιο συγκεριμένα, το Ιταλικό Κράτος απέκτησε, με τη Συνθήκη Ειρήνης των Συμμάχων Δυνάμεων και της Τουρκίας, που επικυρώθηκε με το υπ' αριθμ. 1354/11.9.1926 Βασιλικό Διάταγμα, την ιδιοκτησία που είχε στη Δωδεκάνησο το Οθωμανικό Κράτος. Εν τοις πράγμασι, η ακίνητη περιουσία στη Δωδεκάνησο ρυθμιζόταν από το Οθωμανικό Δίκαιο μέχρι την 1.1.1932 οπότε και ίσχυσε ο Ιταλικός Αστικός Κώδικας στη Δωδεκάνησο, μέχρι και την Ενσωμάτωση. Στη συνέχεια το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε κατά διαδοχή από το Ιταλικό Δημόσιο, με το άρθρο 1 του Παραρτήματος XIV της από 10.2.1947 Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947, όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία στη Δωδεκάνησο του Ιταλικού Κράτους, στην οποία περιλαμβάνεται και αυτή των Ο.Τ.Α., των Ν.Π.Δ.Δ., των Εταιρειών και Σωματείων καθώς και αυτή που ανήκε στο Φασιστικό Κόμμα ή στις βοηθητικές του οργανώσεις (βλ. Π. Θεοδωρόπουλου, "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ", παρ. 9, σελ. 50-51 και σελ. 572 καθώς και Π. Αποστολά, ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΑΚΙΝΗΤΑ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ,NOMOS). Με το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο α' Ν. 510/1947 που ίσχυσε από την 30η Δεκεμβρίου 1947 (οπότε και δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ) σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτού εισήχθησαν στη Δωδεκάνησο ο Αστικός Κώδικας, Ο ΕισΝΑΚ και το0 Ν.Δ. 7/10.5.1945). Εξάλλου με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος που επήλθε πριν την εισαγωγή αυτού κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα τα προς κτήση αυτού πραγματικά γεγονότα (Εφ Δωδ/σου 188/2005, NOMOS καθώς και ΕφΔωδ/σου 183/2009, NOMOS), ενώ η προστασία τους διέπεται εφεξής από τις διατάξεις του ΑΚ(ΑΠ 1340/2010, NOMOS). Σήμερα στη Ρόδο βρίσκεται ακόμα σε ισχύ ο Κτηματολογικός Κανονισμός ο οποίος στο άρθρο 61 παρ. 1 και 2 αναφέρει ότι η Κτηματική εγγραφή και κάθε επόμενη καταχώριση που προκύπτει από τα Κτηματικά Βιβλία αποτελεί τη νόμιμη απόδειξη του Κτηματικού Δικαιώματος και των διαδοχικών μεταβολών του, μη επιτρεπόμενης ανταπόδειξης κατά του περιεχομένου του κτηματολογικού βιβλίου για τις εγγραφές που δεν υπόκεινται πλέον σε προσφυή, ενώπιον της Δικαστικής Αρχής, θεσπίζεται δηλαδή τεκμήριο ακριβείας των εγγράφων, αμάχητο μεν για την αρχική θεμελειώδη καταγραφή που έχει γίνει αμετάκλητη, μαχητό δε για τις μεταγενέστερες (ΑΠ 859/1979, ΝοΒ, 254). Το άρθρ0 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού ορίζει ότι ο αναγραφόμενος στα κτηματικά βιβλία τιτλούχος ενός ακινήτου είναι και ο πραγματικός κύριος αυτού (ΑΠ 1004/1982). Συνεπώς, για τους αναλυτικά ανωτέρω περιγραφόμενους λόγους θα πρέπει να γίνει ειδική ρύθμιση για τα Δωδεκάνησα σύμφωνα με την οποία θα μπορούν να περιληφθούν όσοι κατά καλή πίστη (άρθρο 1042 ΑΚ και 61 παρ. 1 & 2 Κτηματολογικού Κανονισμού)και από επαχθή αιτία με βάση τα δεδομένα της Κτηματολογικής Εγγραφής που υπήρχε πριν από την έγερση και καταχώρηση οιασδήποτε αγωγής του Ελληνικού Δημοσίου, όσοι κατείχαν με τίτλο ακίνητα τα οποία διεκδικούνται από το Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικά δε γι αυτούς οι οποίοι ήδη έχουν πληρώσει τόσο το τίμημα αγοράς από το δικαιοπάροχό τους, πάντα ευρισκόμενοι σε καλή πίστη, όσο και τον αναλογούντα φόρο μεταβίβασης προς το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να υπάρξει διαφοροποιημένη αντιμετώπιση σύμφωνα με την οποία θα κληθούν να καταβάλουν όχι το 50% της πραγματικής αξίας του ακινήτου, αλλά το 25% αυτής, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη της αξίας αγοράς και μικρότερη της αντικειμενικής. Αν η αξία αγοράς υπολείπεται της αντικειμενικής, τότε η εξαγορά γίνεται βάσει της εκάστοτε ισχύουσας αντικειμενικής αξίας. Τέλος, η εφάπαξ καταβολή, σε καιρούς όπου η οικονομική δυσπραγία πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη, καθιστά απαγορευτική την αίτηση εξαγοράς. Η καταβολή θα πρέπει να γίνει σε βάθος πενταετίας με δόσεις που δεν θα υπερβαίνουν έκαστη εξ αυτών το εξάμηνο.