• Το καθόλα αν-αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε μέσα στο Πάσχα ένα νομοσχέδιο που επαγγέλλεται την προστασία για την «Οριοθέτηση, διαχείριση και προστασία αιγιαλού και παραλίας». Για ένα καθαρά γεωμορφολογικό και απόλυτα περιβαλλοντικό ζήτημα, όπως αυτό του ορισμού της παραλίας και του αιγιαλού, ένα νομοσχέδιο, η προετοιμασία του οποίου θα απαιτούσε διεπιστημονική και ακαδημαϊκή υποστήριξη, αποδομείται από τη συστατική του ταυτότητα και περιγράφει το πρόβλημα με όρους οικονομικής, αποκλειστικά, εκμετάλλευσης: «Η οικονομική σημασία της παράκτιας ζώνης είναι τεράστια και απαιτείται να απελευθερωθούν οι τεράστιες δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης που παρέχει» αναφέρει η εισηγητική έκθεση – παρωδία του αρμόδιου υπουργού κ. Στουρνάρα. Για μια φορά ακόμα αντιμετωπίζεται οριζόντια ένα υφιστάμενο πρόβλημα χωρίς τον απαραίτητο χωροταξικό σχεδιασμό, που θα συμπεριελάμβανε την ανάγνωση και προστασία του τοπίου και θα διαβάθμιζε την ένταση της τουριστικής εκμετάλλευσης σε κάθε ακτή: από την αξιοποιημένη / οργανωμένη παραλία, μέχρι την πλήρη απαγόρευση και της πρόσβασης ακόμα. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που παραδίδει το σύνολο των ακτών της χώρας στους ιδιώτες και στα μεγάλα – στρατηγικά !! – επιχειρηματικά συμφέροντα, αδιαφορώντας για την πραγματική ανάγκη αειφορίας των παράκτιων οικοσυστημάτων και διαλύοντας το όποιο θεσμικό πλέγμα προστασίας τους. Η περιγραφή τους στο κεφάλαιο των ορισμών είναι αποκαλυπτική για τη συνέχεια που ακολουθεί, περιγράφοντας τους όρους για μια άλλη τουριστική ανάπτυξη αυτή της αυτόματης επέκτασης, της άκριτης παραχώρησης δικαιωμάτων χρήσης, του επεκτατικού παρεμβατισμού ανάλογα με τις κλίνες της κοντινής τουριστικής μονάδας. Σήμερα, όποιος χτίζει ένα τουριστικό συγκρότημα διεκδικεί, με όποιον τρόπο μπορεί, την παραλία που του χρειάζεται (αυθαίρετες κατασκευές, παράνομη μίσθωση από ΟΤΑ, υποβάθμιση ώστε να «αξιοποιηθεί» με ευνοϊκούς όρους, κλπ). Το νομοσχέδιο διευκολύνει αυτή τη διαδικασία, αγνοώντας σημαντικές διαστάσεις της διαχείρισης αυτών των οικοσυστημάτων. Εμφανίζοντας το σημερινό θεσμικό πλαίσιο ως «αναιτιολόγητα πολύπλοκες διαδικασίες αδειοδοτήσεων, από πλείστες υπηρεσίες και φορείς του δημοσίου (Υπουργεία Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Πολιτισμού, Ναυτιλίας, Εθνικής Άμυνας κλπ)» το νομοσχέδιο αποφαίνεται ότι αυτή η κατάσταση είναι υπαίτια «για την χρόνια καθυστέρηση κάθε επένδυσης που απαιτεί την κατασκευή έργου (προβλήτας λ.χ.) στον αιγιαλό». Η περιγραφή ξεκινάει με ένα δημόσιο έργο –μια προβλήτα λ.χ.– για να εισαχθεί εντέχνως και το ζητούμενο που είναι «… η απλή παραχώρηση της χρήσης αιγιαλού για τουριστική αξιοποίηση». Η επιστημονικά τεκμηριωμένη προστασία και η αναγκαιότητα του σχεδιασμού υποτιμώνται για μια φορά ακόμα. Πρόκειται για ένα αντιπεριβαλλοντικό αλλά και, δυνάμει, αντιαναπτυξιακό νομοσχέδιο. Εάν ισχύσουν οι ρυθμίσεις του, θα αποτελέσουν καταστροφή για τον ελληνικό τουρισμό και την ελληνική οικονομία, καθώς θα οδηγήσουν στην υποβάθμιση των ελληνικών παραλιών, το βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής τουριστικής «υπεραξίας», που βασίζεται στην αυθεντικότητα. Στην ισχύουσα νομοθεσία για τον αιγιαλό, η κατ` εξαίρεση χρήση για κοινωφελείς ή και επιχειρηματικούς σκοπούς, προϋποθέτει να μην παραβιάζεται ο προορισμός τους ως κοινόχρηστων και η φυσική μορφολογία τους, ενώ η παραχώρηση της αποκλειστικής τους χρήσης επιτρέπεται μόνο για λόγους υπέρτερου και επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος. Στο νέο νομοσχέδιο αυτό γίνεται «σύμφωνα με ειδικές διατάξεις». Ουσιαστικό είναι και το πρόβλημα που εισάγεται με την πλήρη αποσύνδεση της διαδικασίας καθορισμού του αιγιαλού και της παραλίας. Ο αποχωρισμός των διαδικασιών χαρακτηρισμού του αιγιαλού από τις αντίστοιχες διαδικασίες για τον καθορισμό της ζώνης παραλίας αντιβαίνει στη θεώρηση του παράκτιου χώρου και των οικοσυστημάτων του ως μιας ενιαίας γεωγραφικής ενότητας και στη σχετική Ευρωπαϊκή σύσταση (2002/341). Η ζώνη παραλίας συμβάλλει στην ισορροπία του παράκτιου οικοσυστήματος και εξυπηρετεί όχι μόνο την επικοινωνία της ξηράς με τη θάλασσα, αλλά λειτουργεί κυρίως ως τροφοδότης χερσογενούς υλικού (buffer zone), διατηρώντας το ισοζύγιο της παράκτιας ζώνης. Η επιλογή του διαχωρισμού των δύο διαδικασιών, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία σχετικής χρονικής πρόβλεψης για τον καθορισμό ζώνης παραλίας, θα οδηγήσει στη δημιουργία καταστάσεων, που θα έρχονται σε αντίθεση με το χαρακτήρα της παραλίας ως κοινόχρηστου αγαθού αλλά και ως τμήματος της παράκτιας ζώνης, που χρήζει αυξημένης προστασίας, δίνοντας την «ευκαιρία» στους ιδιοκτήτες ακινήτων στην εκτός του αιγιαλού ζώνη να προχωρήσουν σε κατασκευές οι οποίες θα καταστήσουν πρακτικά αδύνατο το μεταγενέστερο καθορισμό, αφού θα δημιουργείται “όταν απαιτείται”, “ύστερα από αίτηση ενδιαφερόμενου”, με “ειδική αιτιολογία” και βέβαια με διαδικασίες εξπρές. Το νομοσχέδιο διατηρεί τις ισχύουσες ρυθμίσεις για την οριοθέτηση του “παλαιού αιγιαλού”, που θεωρούνται συνταγματικά έωλες και περιβαλλοντικά επικίνδυνες, καθώς μετατρέπουν το δημόσιο κτήμα σε μεταβιβάσιμη “ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου”. Σε σχέση με την παραχώρηση χρήσης των παρόχθιων ζωνών, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι κηρυγμένοι αρχαιολογικοί χώροι και κάθε φύσης προστατευόμενες περιοχές ή ευπαθή οικοσυστήματα μπορούν να περιλαμβάνονται σε παραχωρούμενες κοινόχρηστες εκτάσεις, με τη σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργείου. Επιτομή των διατάξεων του νομοσχεδίου είναι η επιτρεπόμενη επιχωμάτωση θαλάσσιου χώρου για την εξυπηρέτηση επιχειρήσεων που ασκούν, σε όμορη με τον αιγιαλό έκταση, τουριστική δραστηριότητα ενταγμένη στο θεσμικό πλαίσιο Στρατηγικών Επενδύσεων. Για κάθε κλίνη που διαθέτει η όμορη τουριστική μονάδα μπορούν να επιχωματωθούν μέχρι 5 τετραγωνικά μέτρα θαλάσσιου χώρου. Ολόκληρη η έκταση που προκύπτει από τις επιχωματώσεις οριοθετείται υποχρεωτικά ως αιγιαλός, μετά από έγκριση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Το νομοσχέδιο «προστασίας του αιγιαλού» όχι μόνο δεν προστατεύει, ούτε διαχειρίζεται, τον αιγιαλό και την παραλία με επάρκεια, αλλά δημιουργεί το πλαίσιο για την απαξίωση και εμπορευματοποίηση των δημόσιων κοινόχρηστων πόρων που προστατεύονται από το Σύνταγμα. Είναι μια καθαρά πολιτική απόφαση, που δεν τηρεί καν τα προσχήματα και υπονομεύει το μέλλον των φυσικών πόρων της χώρας και, επομένως, το μέλλον μας. Με βάση όλα τα παραπάνω, ο ΣΑΔΑΣ – Πανελλήνια Ένωση Αρχιτεκτόνων θεωρεί: την επεξεργασία των δεδομένων απαράδεκτη και εκτός θέματος για το επιχειρούμενο αντικείμενο, τις προτεινόμενες λύσεις προκλητικές και επιθετικές εις βάρος του περιβάλλοντος και των παρόχθιων οικοσυστημάτων, τη μονομερή διαχείριση του θέματος με καθαρά οικονομικούς όρους καταστροφική για την χάραξη εθνικής πολιτικής, για την χωροταξία και το περιβάλλον. Ο αιγιαλός και η παραλία είναι Δημόσια αγαθά και ανήκουν στους Πολίτες. Και αυτό δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Ο ΣΑΔΑΣ – ΠΕΑ απαιτεί την απόσυρση του συζητούμενου νομοσχεδίου.