• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΝΩΣΗ ΑΜΙΣΘΩΝ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ' | 3 Οκτωβρίου 2014, 15:08

    Η «αμοιβή» έτσι όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο είναι σαφές ότι δεν αποτελεί αμοιβή ελεύθερου επαγγελματία, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με το προσχέδιο αιτιολογικής έκθεσης (σελ.7), ο άμισθος υποθηκοφύλακας εξακολουθεί να θεωρείται ελεύθερος επαγγελματίας. Αποτελεί ένα sui generis «μισθό», ο οποίος καταβάλλεται αποκλειστικά από το Δημόσιο, γεγονός που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το χαρακτήρα του ελευθέριου επαγγέλματος, καθώς δε νοείται ελεύθερος επαγγελματίας, ο οποίος να πληρώνεται να παρέχει τις υπηρεσίες του αποκλειστικά στο Δημόσιο. Στο προσχέδιο αιτιολογικής (σελ.7) αναφέρεται ότι «η καταβολή της αμοιβής τους από το Δημόσιο δεν τους μετατρέπει σε εμμίσθους, αφού η αμοιβή τους εξακολουθεί να προσδιορίζεται αναλογικά, με βάση τις πράξεις που διενεργούνται στο οικείο υποθηκοφυλακείο και τα αντίγραφα και πιστοποιητικά….». Ωστόσο, στην πραγματικότητα οι εν λόγω διατάξεις επιφέρουν σαφή «εμμισθοποίηση», άλλως «δημοσιοϋπαλληλοποίηση» των αμίσθων υποθηκοφυλάκων, καθώς αυτοί πλέον αμείβονται αποκλειστικά από το Δημόσιο. Το γεγονός ότι η «αμοιβή» που καθιερώνεται δεν είναι πάγια, αλλά εξαρτάται από τις εγγραπτέες πράξεις και τα εκδοθέντα πιστοποιητικά, δεν αναιρεί τα ανωτέρω. Η έννοια του «αμίσθου καθεστώτος» δεν συναρτάται με το αναλογικό της αμοιβής. Η αναλογικότητα της αμοιβής, όπου αυτή θεσπίζεται (λ.χ. δικαιώματα συμβολαιογράφων και δικηγόρων για τη σύνταξη συμβολαίων) συναρτάται βασικά με την αναλογικότητα της ευθύνης. Δεν είναι δυνατό να δημιουργείται, σύμφωνα με το νόμο, ευθύνη του υποθηκοφύλακα ή του συμβολαιογράφου ανάλογη με την αξία της δικαιοπραξίας και η αμοιβή του να καθορίζεται σε πάγιο ποσό, ούτε άλλωστε να αμείβεται ο υποθηκοφύλακας που μεταγράφει 500 πράξεις μηνιαίως το ίδιο με αυτόν που μεταγράφει 50. Το «άμισθο» καθεστώς έχει την έννοια ότι ο άμισθος δημόσιος λειτουργός (όπως είναι και ο συμβολαιογράφος που επίσης φέρει την στρογγυλή σφραγίδα του Κράτους, πέραν της επαγγελματικής του) δεν είναι υπάλληλος του Δημοσίου και δεν αμείβεται από αυτό. Η έννοια αυτή καταλύεται πλήρως με το εν λόγω προσχέδιο νόμου κατά παράβαση του Συντάγματος που κατοχυρώνει το θεσμό των αμίσθων υποθηκοφυλάκων (άρθρο 92 παρ. 4 Σ.). Πέρα από τη θεμελιώδη αυτή ένστασή μας ως προς το προσχέδιο νόμου, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο τρόπος υπολογισμού που καθιερώνεται είναι ιδιαίτερα πολύπλοκος και σίγουρα όχι «δημοσιονομικά σαφής», όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση (σελ. 20). Δεν εξορθολογίζεται ούτε απλοποιείται, συνεπώς, το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο. Αυτό που μεταβάλλεται είναι ο διενεργών την εκκαθάριση, που πλέον δεν είναι ο άμισθος υποθηκοφύλακας, αλλά το Δημόσιο. Σε ό,τι δε αφορά στο «δημοσιονομικά ουδέτερο» των ρυθμίσεων, που αναφέρεται σε πλείστα όσα σημεία της αιτιολογικής έκθεσης, αυτό δεν είναι ακριβές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι η πρόβλεψη για τα πιστοποιητικά που περιέχεται στην παρ. 4 περ. β. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ποσό ίσο με 1,27 Ευρώ ανά πιστοποιητικό ή φύλλο αντιγράφου, όπως πράγματι ισχύει σήμερα. Ωστόσο, τίθεται ανώτατο όριο για τα πιστοποιητικά από παλαιούς τίτλους το ποσό των 205 Ευρώ μηνιαίως, κάτι που δεν υφίσταται σήμερα. Με λίγα λόγια καθίσταται αδιάφορος ο αριθμός των πιστοποιητικών που εκδίδει ο άμισθος υποθηκοφύλακας πέραν του αριθμού των 161 πιστοποιητικών (205÷1,27) μηνιαίως. Εάν συνεπώς κατατεθούν 500 αιτήσεις σε ένα υποθηκοφυλακείο (πράγμα όχι ασύνηθες για τα μεγάλα γραφεία) και εκδοθούν ισάριθμα πιστοποιητικά, ο υποθηκοφύλακας θα λάβει ακριβώς την ίδια αμοιβή, ωσάν να είχε εκδώσει το 1/5! Πού ακριβώς έγκειται η ratio και η λογική αυτής της ρύθμισης; Πρέπει, επιτέλους, να γίνει κατανοητό ότι η έκδοση πιστοποιητικών, ο νομικός έλεγχος, η εγγραφή των πράξεων στα άμισθα υποθηκοφυλακεία διενεργούνται υπό την αποκλειστική και προσωπική ευθύνη του αμίσθου υποθηκοφύλακα, ο οποίος και εκδίδει και υπογράφει κάθε βιβλίο, πιστοποιητικό και αντίγραφο. Δεν διενεργούνται γενικώς και αορίστως «από το υποθηκοφυλακείο»! Εάν υπάρξει οποιοδήποτε λάθος σε πιστοποιητικό ή σε εγγραφή, από παράλειψη του ίδιου ή υπαλλήλου του, η ευθύνη έναντι των τρίτων (αστική και ποινική) γεννάται απευθείας στο πρόσωπο του αμίσθου υποθηκοφύλακα (ούτε του υπαλλήλου ούτε, φυσικά, του Δημοσίου). Πώς, λοιπόν δικαιολογείται να παρέχει εργασία και να αναλαμβάνει ευθύνη για την έκδοση πιστοποιητικών, έναντι του ποσού των μόλις 1,27 Ευρώ ανά πιστοποιητικό, και να μη δικαιούται αμοιβής από ένα ποσό και πάνω; Σε σχέση δε με τη μισθοδοσία του προσωπικού των αμίσθων υποθηκοφυλακείων, οι οποίοι συνδέονται με αυτόν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, το παρόν προσχέδιο δημιουργεί μία απολύτως στρεβλή και «ανώμαλη» κατάσταση, αποσυνδέοντας πλήρως την αμοιβή του αμίσθου υποθηκοφύλακα - εργοδότη από τις δαπάνες μισθοδοσίας του προσωπικού του. Προβλέπεται ότι, μετά τον υπολογισμό της αμοιβής του υποθηκοφύλακα, αν το άθροισμα της παρ. 2 υπερβαίνει το ύψος της αμοιβής αυτής, οι δαπάνες μισθοδοσίας καταβάλλονται στον άμισθο υποθηκοφύλακα από το Δημόσιο (!) με βάση δικαιολογητικά (;) που υποβάλλονται μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα. Και προκύπτουν τα εξής θεμελιώδη ερωτήματα: - Τι γίνεται εάν δεν προκύπτει επαρκές ποσό για την κάλυψη της μισθοδοσίας; Το Δημόσιο με βάση το προσχέδιο ουδεμία υποχρέωση αναλαμβάνει για την κάλυψη των δαπανών αυτών, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα, αφού οι εν λόγω υπάλληλοι δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι. - Πώς λοιπόν νομιμοποιείται το Δημόσιο να καταβάλλει τα ποσά που αντιστοιχούν στη μισθοδοσία τους; - Πώς είναι δυνατό ο εργοδότης-υποθηκοφύλακας να μην έχει χρήματα στο τέλος του μήνα να πληρώσει το προσωπικό του, ως οφείλει έναντι κυρώσεων, αλλά να πρέπει να περιμένει να λάβει από το Δημόσιο τις δαπάνες αυτές και μάλιστα μέσα στον επόμενο μήνα από αυτόν κατά τον οποίο είναι καταβλητέα η μισθοδοσία; - Πώς είναι δυνατό να ενέχεται προσωπικά ο εργοδότης-υποθηκοφύλακας για την καταβολή εισφορών στο ΙΚΑ και πληρωμή φόρου μισθωτών υπηρεσιών, έναντι ποινικών και διοικητικών κυρώσεων, και να περιμένει να λάβει τις δαπάνες αυτές από το Δημόσιο; - Είναι προφανές ότι τα ζητήματα που δημιουργούνται είναι τεράστια και με συνέπειες που προφανέστατα δεν έχουν καν υπολογισθεί από τους συντάκτες του προσχεδίου, το οποίο παρόλα αυτά εκρίθη ώριμο να εισαχθεί σε δημόσια διαβούλευση! Και, τέλος, ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα που τίθεται είναι ο τρόπος και ο χρόνος πληρωμής του αμίσθου υποθηκοφύλακα από το Δημόσιο. Α) Σε σχέση με τον τρόπο: ουδεμία ουσιαστική ρύθμιση δεν περιέχεται στο προσχέδιο. Αντίθετα παρέχεται γενική και αόριστη εξουσιοδότηση για έκδοση ΚΥΑ στο άρθρο 9 παρ. 2, χωρίς να ρυθμίζεται τίποτα επί της ουσίας. Β) Σε σχέση με το χρόνο: αναφέρεται ότι η αμοιβή του υποθηκοφύλακα καταβάλλεται μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του επόμενου μήνα. Πέρα από το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό ο υποθηκοφύλακας δεν μπορεί να καλύψει δαπάνες και υποχρεώσεις που δημιουργούνται στην αρχή του μηνός (λ.χ. καταβολή ενοικίου γραφείου), δεν παρέχεται καμία απολύτως εγγύηση ότι η καταβολή θα γίνεται εγκαίρως. Τι θα συμβαίνει εάν το Δημόσιο καθυστερεί; Πώς διασφαλίζεται ότι η αρμόδια υπηρεσία που θα συσταθεί με βάση την παρ. 2 του άρθρου 9 θα ολοκληρώνει εγκαίρως τις εκκαθαρίσεις για το σύνολο των αμίσθων υποθηκοφυλάκων της χώρας; Οι ανησυχίες αυτές είναι απολύτως βάσιμες, γνωρίζοντας πόσο ασυνεπές είναι το Δημόσιο στην πληρωμή των υποχρεώσεών του. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Διεύθυνσης Οικονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα έρχεται πρώτη πανευρωπαϊκά σε καθυστέρηση πληρωμών με την τελευταία να κυμαίνεται κατά μέσο όρο τις 90 ημέρες. Όλοι γνωρίζουμε ότι οι καθυστερήσεις από το Δημόσιο συχνά είναι πολύ μεγαλύτερες (βλ. φαρμακοποιοί, γιατροί ΕΟΠΥΥ κλπ.). Οι ίδιοι εμείς οι υποθηκοφύλακες παραμένουμε απλήρωτοι διαχρονικά για τις κατασχέσεις και υποθήκες που εγγράφουμε υπέρ του Δημοσίου σε ακίνητα οφειλετών του, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, προβλέπεται αμοιβή (άρθρο 8 Ν. 325/1976). Είναι δε γνωστές στον κλάδο των νομικών οι απίστευτες καθυστερήσεις στην εκκαθάριση αμοιβών δικαστικών επιμελητών για τις κατασχέσεις υπέρ του Δημοσίου ή οι πληρωμές δικηγόρων για την παράστασή τους στα δικαστήρια στα πλαίσια της παροχής Νομικής Βοήθειας. Σύμφωνα με το προσχέδιο, το Δημόσιο χωρίς καμία νομιμοποίηση καταργεί και «υφαρπάζει» στην ουσία τα δικαιώματα υπέρ αμίσθου υποθηκοφύλακα που μέχρι σήμερα διαχειρίζεται ο ίδιος καλύπτοντας όλες τις ως άνω υποχρεώσεις του, και ταυτόχρονα εξακολουθεί να μην αναλαμβάνει καμία υποχρέωση σε σχέση με τις υποχρεώσεις αυτές. Το γεγονός αυτό είναι βέβαιο ότι θα αποβεί καταστροφικό για έναν ολόκληρο επαγγελματικό κλάδο και ένα μεγάλο αριθμό υπαλλήλων που εργάζονται στα άμισθα υποθηκοφυλακεία της χώρας, έχοντας σοβαρότατες επιπτώσεις στη διένεργεια συναλλαγών επί ακινήτων στην ελληνική επικράτεια.