• 7. Η δεύτερη πρόταση του άρθρου 2 πρέπει να διατυπωθεί ως εξής: «Ο φορολογικός έλεγχος επαληθεύει τα στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι η συναλλαγή πραγματικά έχει λάβει χώρα από την ελεγχόμενη επιχείρηση που την πραγματοποίησε.». Η αναφορά σε έλεγχο πραγματικού οικονομικού οφέλους είναι εσφαλμένη, επειδή επιβαρύνει την φορολογική αρχή με την υποχρέωση της ανάλυσης πληθώρας δεδομένων, την αναζήτηση των απόψεων της υπόχρεης επιχείρησης και, τελικώς, καταλήγει σε αμφισημία ως προς τις προθέσεις της φορολογικής αρχής και διακινδυνεύει την απαραίτητη διαφάνεια των σχετικών πράξεων. 8. Καθώς τα αποδεικτικά τεκμήρια που οφείλει να προσκομίσει ο φορολογούμενος κρίνονται επαρκή, δεν θεωρούμε αναγκαίο να αναζητούνται άλλα στοιχεία και για το λόγο αυτό προτείνουμε τη διαγραφή της τρίτης πρότασης της τέταρτης παραγράφου του άρθρου 2: « Κατά την διενέργεια του φορολογικού ελέγχου … προέγκριση της συναλλαγής.» 9. Η πρώτη πρόταση της πέμπτης παραγράφου του ίδιου άρθρου, πρέπει επίσης να αναδιατυπωθεί κατά τον εξής τρόπο: « Εάν μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, που είχαν συμπεριληφθεί στη δήλωση γνωστοποίησης της συναλλαγής του υπόχρεου, τότε αναζητείται αναδρομικά ο προκαταβλητέος φόρος, εφαρμοζόμενων των διατάξεων του Ν. 4174/2013 και η συγκεκριμένη συναλλαγή δεν αναγνωρίζεται φορολογικά.». Κρίνεται απαραίτητο να σημειωθεί, ότι ο προσωρινός έλεγχος, όπως προβλέπεται στη θεσπιζόμενη διαδικασία, δεν είναι δυνατό, λόγω του περιορισμένου χρόνου, να προβεί στην ανάλυση των πραγματικών δεδομένων και να υποκαταστήσει τον τακτικό έλεγχο. Οι διαδικασίες προσωρινού ελέγχου πρέπει να είναι σύντομες και να μην έρχονται σε πιθανή αντίθεση με τα αποτελέσματα του τακτικού ελέγχου. Η αμφισημία που προκύπτει μετά τη θέσπιση αυτών των διαδικασιών είναι εξαιρετικά μεγάλη.