• Ένας από τους λόγους για τους οποίους ακόμα και η ρύθμιση των 120 δόσεων δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα είναι πως δεν μπορεί να γίνει μερική ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα για βεβαιωμένες οφειλές που εταιρείες ή φυσικά πρόσωπα έχουν προσφύγει στα φορολογικά δικαστήρια, να μην επιθυμούν να εντάξουν και αυτές τις οφειλές σε ρύθμιση ειδικά στην περίπτωση που υπάρχει αναστολή είσπραξης. Σε άμεση συνάφεια με το παραπάνω, θα πρέπει η διοίκηση να καταφέρει και να επαναδιαπραγματευτεί, τρόπον τινά, τις επίδικες υποθέσεις που χρονίζουν στα φορολογικά δικαστήρια. Να αποσύρει εκ των προτέρων την υποστήριξή της σε υποθέσεις που προτάσσεται παραγραφή εκ μέρους του φορολογούμενου για ελέγχους που τα βιβλία κρίνονται ειλικρινή και χωρίς πρόσθετα στοιχεία που επιμηκύνουν τον χρόνο παραγραφής , χωρίς να περιμένουν τα δύο μέρη μια απόφαση δικαστηρίου που θα καθυστερήσει σε κάθε περίπτωση. Τέτοιες περιπτώσεις αποτρέπουν τους οφειλέτες να προβούν σε ρύθμιση. Επιπλέον πρέπει να επαναυπολογιστούν με λογιστικά παραδεκτές μεθόδους και επαληθεύσεις όσες υποθέσεις βρίσκονται στα φορολογικά δικαστήρια με εξωλογιστικό προσδιορισμό ο οποίος σε κάθε περίπτωση έχει δημιουργήσει τεράστιες και αδύνατον να εξυπηρετηθούν οφειλές. Σημειωτέον πως ο εξολογιστικώς προσδιορισμός γίνεται με την χρήση αυθαιρέτων και κυρίως ανεπίκαιρων συντελεστών κέρδους. Τότε θα ξεκαθαρίσει το τοπίο και κάθε ρύθμιση θα είναι επιτυχημένη καθώς ο φορολογούμενος θα μπορεί και κυρίως θα νιώθει πως πρέπει να ρυθμίσει και να εξοφλήσει τις οφειλές του. Να υπάρξει δηλαδή μια περαίωση εκκρεμών υποθέσεων στα φορολογικά δικαστήρια. Οι παραπάνω ενέργειες, θα αποτελέσουν επιστροφή στην πραγματικότητα καθώς από την μια πλευρά θα βελτιώσουν την βιωσιμότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και από την άλλη θα βελτιώσουν τόσο την εισπραξιμότητα προς όφελος των δημοσίων οικονομικών όσο και την εύλογη παρουσίαση των δημοσίων οικονομικών μεγεθών τα οποία σήμερα χαρακτηρίζονται μεγεθυμένα με χρέη ανεπίδεκτα είσπραξης