• Σχόλιο του χρήστη 'Καλιάνης Στέφανος' | 27 Αυγούστου 2020, 20:50

    Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 1. 132. 147§Ι. 148. 149-150 και 151&2 ΠτΚ (Ν. 3588/2007) -σ.σ. η αρίθμηση αφορά τον υφιστάμενο Πτωχευτικό Κώδικα- συνάγεται ότι ο πτωχευτικός κώδικας προβλέπει τη λεγόμενη συλλογική αναγκαστική εκτέλεση, κατά την οποία έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις της ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης του Κ.Πολ.Δ. κατάλληλα προσαρμοσμένες στην πτωχευτική διαδικασία. Ειδικότερα, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι ο δημόσιος πλειοδοτικός διαγωνισμός, δυνάμει του οποίου εκπλειστηριάζεται «ενώπιον του εισηγητή με την παρουσία του συνδίκου» (άρ. 149§1 εδ. α` ΠτΚ) η ακίνητη περιουσία του οφειλέτη, έχει τον χαρακτήρα δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού, αφού αποβλέπει, όπως και ο αναγκαστικός πλειστηριασμός, στην εκποίηση της περιουσίας του οφειλέτη για την ικανοποίηση των χρηματικών απαιτήσεων των αναγγελλόμενων προς τούτο πιστωτών του, με μια συλλογική διαδικασία, η οποία είναι συντομότερη από εκείνη που προβλέπεται στον ΚΠολΔ. Τούτο συνάγεται από τον ορισμό της παραγράφου 2 του άρ. 151 ΠτΚ, όπου ορίζεται ρητά ότι «η συμβολαιογραφική σύμβαση μεταβίβασης του ακινήτου επέχει θέση κατακύρωσης των άρθρων 1003 επ. ΚΠολΔ. το ποσό του τιμήματος επέχει θέση εκπλειστηριάσματος και η πράξη εξόφλησης του τιμήματος επέχει θέση περίληψης εκθέσεως κατακυρώσεως, κατά το άρθρο 1005 ΚΠολΔ, επί της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως όσα ισχύουν γι` αυτή», με αποτέλεσμα να εξομοιώνεται η «σύμβαση μεταβίβασης» με την έκθεση κατακύρωσης του αναγκαστικού πλειστηριασμού, το «τίμημα» με το «πλειστηρίασμα» του αναγκαστικού πλειστηριασμού και η «πράξη εξόφλησης» με την περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, που σημαίνει ότι ο αποκτών πλειοδότης έχει τα δικαιώματα και τις εξουσίες που του παρέχονται από το άρθρο 1005 ΚΠολΔ, με απόσβεση έτσι και των εμπράγματων βαρών που έχουν εγγραφεί στο αποκτώμενο ακίνητο του οφειλέτη, όπως συμβαίνει και στο δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό. Σύμφωνα με τα αμέσως προεκτεθέντα, που προσδίδουν στην ανωτέρω εκποίηση ακινήτου της πτωχευτικής διαδικασίας τη νομική φύση του δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού, η προσβολή τούτου και των επί μέρους πράξεων εκ μέρους όποιου προβάλλει κάποιο ιδιαίτερο έννομο συμφέρον, μπορεί να γίνει, όπως και στην ατομική εκτέλεση, μόνο με την ανακοπή («αντιρρήσεις») των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ, τα οποία θα εφαρμοστούν κατάλληλα προσαρμοζόμενα στην ιδιομορφία της προκειμένης συλλογικής εκτελεστικής διαδικασίας, στην οποία ούτε εκτελούμενος τίτλος, ούτε προδικασία μέσω επίδοσης επιταγής προς πληρωμή υπάρχει, ούτε η διαδικασία αυτή επισπεύδεται προς ικανοποίηση μιας ορισμένης απαίτησης ενός συγκεκριμένου δανειστή, αλλά ούτε και πράξεις εκτέλεσης προγενέστερες του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού παρεμβάλλονται, ιδίως διότι δεν μεσολαβεί αναγκαστική κατάσχεση (πρβλ. ΟλΑΠ 10/2006 Nomos, βλ. και ΑΠ 472/2010. AΠ 1393/2009, ΕφΘεσ 1948/2012, ΕφΑΘ 1714/2007, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Nomos). Κατόπιν τούτων, για την σύνταξη της σύμβασης μεταβίβασης από συμβολαιογράφο, μετά από τη διενέργεια δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού στα πλαίσια πτωχευτικής διαδικασίας, όφειλε να είναι αρκετή η σύναψη αντιτύπου της έκθεσης κατακύρωσης πλειοδοτικού διαγωνισμού, όπως τούτη υπογράφεται από τον Εισηγητή των Πτωχεύσεων-Πρωτοδίκη, στις υποβαλλόμενες δηλώσεις φόρου μεταβίβασης ακινήτου που υποβάλλονται από τον πλειοδότη και τον σύνδικο. Αντίθετα, η μέχρι τώρα αντιμετώπιση του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού στα πλαίσια της πτωχευτικής διαδικασίας, που σκοπό έχει την εκπλειστηρίαση της πτωχευτικής περιουσίας με σκοπό την επίτευξη του μεγαλύτερου δυνατού πλειστηριάσματος για την συλλογική ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών μεταξύ των οποίων πρωτίστως η Δ.Ο.Υ., είναι ότι ο συγκεκριμένος δημόσιος πλειοδοτικός διαγωνισμός έχει τον χαρακτήρα εκούσιου πλειστηριασμού, με επαρκή κατά παρελθόν και επί εποχής Εμπορικού Νόμου τεκμηρίωσης. Ότι ο πλειστηριασμός της πτωχευτικής διαδικασίας αντιμετωπίζεται ως εκούσιος πλειστηριασμός προκύπτει και από το γεγονός ότι ο σύνδικος δεν απαλλάσσεται από την προσκόμιση πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ κατά το άρθρο 54 Α του Ν. 4174/2013 (σχετ. ΠΟΛ.1186/28-9-2018) ούτε όμως και από την υποχρέωση τακτοποίησης τυχόν αυθαίρετων κτισμάτων που δύναται να υφίστανται στην πτωχευτική περιουσία. Τούτο όμως προξενεί πλείστα όσα προβλήματα που συνεπάγονται την πρόκληση εν δυνάμει ανυπερβλήτων εμποδίων για την εκπλειστηρίαση της πτωχευτικής περιουσίας ματαιώνοντας με τον τρόπο αυτό τον σκοπό της συλλογικής ικανοποίησης των πτωχευτικών πιστωτών. Ειδικότερα: 1. Είναι γεγονός ότι στην συντριπτική πλειοψηφία των πτωχεύσεων υφίσταται ελάχιστο ενεργητικό της πτωχευτικής περιουσίας, πολλές φορές ελλείπει παντελώς με αποτέλεσμα να είναι δυσχερής η υποστήριξη των ενεργειών της πτώχευσης, ως εκ τούτου δε δεν υπάρχει αντικειμενικά η δυνατότητα εξόφλησης ή ρύθμισης εξόφλησης του αναλογούντος ΕΝΦΙΑ, την στιγμή που η πτωχευμένη επιχείρηση ή έμπορος αδυνατούσε ήδη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του κατά τρόπο μόνιμο και ολικό και για τον λόγο αυτό κηρύχθηκε σε πτώχευση. 2. Η δυνατότητα που παρέχεται με την παράγραφο 4 του άρθρου 54 Α του Ν. 4174/2013, ήτοι η παρακράτηση μέρους του τιμήματος από τν συμβολαιογράφο για την αποπληρωμή του αναλογούντος ΕΝΦΙΑ, εφόσον επαρκεί για την εξόφλησή του, εντός τριών εργασίμων ημερών από την σύνταξη του συμβολαίου παρίσταται εξόχως προβληματική, αν όχι και ευθέως αντιβαίνουσα στον Πτωχευτικό Κώδικα, στην περίπτωση της πτώχευσης, καθώς : Α) Η πτώχευση είναι συλλογική διαδικασία ικανοποίησης των πιστωτών κατά την οποία ουδείς πιστωτής δύναται να ικανοποιηθεί προνομιακά έναντι των λοιπών, εκτός και αν υφίσταται στο πρόσωπό του προνόμιο από αυτά που ορίζει ο ίδιος ο Πτωχευτικός Κώδικας στα άρθρα 153 επόμενα (Διανομές προς πιστωτές) και αφού έχει συνταχθεί πίνακας διανομής του εκπλειστηριάσματος. Είναι παντελώς αδύνατη κατά τον Πτωχευτικό Κώδικα η πρόωρη και προνομιακή ικανοποίηση έστω και εν μέρει ενός πτωχευτικού πιστωτή σε βάρος των λοιπών χωρίς την σύνταξη πίνακα διανομής πλειστηριάσματος. Η τυχόν παρακράτηση από το πλειστηρίασμα ποσού για την εξόφληση του ΕΝΦΙΑ κατά την σύνταξη του συμβολαίου από τον συμβολαιογράφο χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η εκπλειστηρίαση του συνόλου της πτωχευτικής περιουσίας και η σύνταξη πίνακα διανομής συνιστά ενέργεια αντιβαίνουσα ευθέως τον Πτωχευτικό Κώδικα. Β) Το Ελληνικό Δημόσιο ουδέν άλλο προνόμιο πλην αυτού που ορίζεται στον Πτωχευτικό Κώδικα έχει, αλλά κατατάσσεται με προνόμιο συντρέχοντας με ενέγγυους πιστωτές, πλην οφειλών του πτωχού για Φ.Π.Α., χωρίς όμως να προβλέπεται ειδικότερα η οφειλή για ΕΝΦΙΑ. Συνεπώς είναι αντίθετη στον Πτωχευτικό Κώδικα η εξόφληση οφειλής ΕΝΦΙΑ πριν από την σύνταξη πίνακα διανομής του εκπλειστηριάσματος για την καταβολή φόρου (ΕΝΦΙΑ) για τον οποίο ουδέν ξεχωριστό προνόμιο επιφυλάσσεται υπέρ του Δημοσίου. Γ) Όργανα της πτώχευσης κατ’άρθρο 52 ΠτΚ είναι 1) το πτωχευτικό δικαστήριο, 2) ο εισηγητής (Πρωτοδίκης), 3) ο σύνδικος, 4) η συνέλευση πιστωτών και 5) η επιτροπή πιστωτών. Η διανομή του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος είναι υποχρέωση του συνδίκου της πτώχευσης κατά την διαδικασία των άρθρων 153 επόμενα του ΠτΚ. Ο συμβολαιογράφος που συντάσσει το μεταβιβαστικό συμβόλαιο κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 149 ΠτΚ δεν είναι όργανο της πτώχευσης και ουδεμία εξουσία και αρμοδιότητα έχει για την παρακράτηση οιουδήποτε ποσού εκ του εκπλειστηριάσματος και απόδοσης αυτού στην Δ.Ο.Υ. Δ) με το άρθρο 83 (Απαίτηση έκδοσης βεβαίωσης μηχανικού σε δικαιοπραξίες, εγγραπτέες πράξεις) προβλέπεται ότι σε κάθε δικαιοπραξία εν ζωή περιλαμβανομένης και της δωρεάς αιτία θανάτου, που συντάσσεται μετά την έναρξη ισχύος του 4495/2017 και έχει ως αντικείμενο τη μεταβίβαση ή τη σύσταση εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο ή και σε ακίνητο χωρίς κτίσμα, επισυνάπτεται υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη και βεβαίωση μηχανικού. Η ως άνω υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη και η βεβαίωση του μηχανικού απαιτείται και για την μεταγραφή τελεσίδικης δικαστικής απόφασης επί αναγνωριστικής αγωγής της κυριότητας του ακινήτου και για τη μεταγραφή των πρακτικών δικαστικού ή εξωδικαστικού συμβιβασμού με τα οποία αναγνωρίζεται η κυριότητα επί του ακινήτου. Εκ του αντιθέτου, συνεπάγεται ότι εφόσον υφίστανται αυθαιρεσίες επί κτισμάτων θα πρέπει να προσκομισθεί έγγραφο για την τακτοποίησή τους ώστε να είναι δυνατή η σύναψη συμβολαίου. Εν προκειμένω, την υποχρέωση αυτή θα πρέπει να αναλάβει ο σύνδικος για κτίσμα της πτωχευτικής περιουσίας, ήτοι εφόσον το κτίσμα που εντάσσεται στην πτωχευτική περιουσία φέρει αυθαιρεσίες, τότε υποχρεούται ο σύνδικος να τις τακτοποιήσει ώστε να είναι δυνατή η σύναψη του μεταβιβαστικού συμβολαίου κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 149 ΠτΚ. Όπως όμως προελέχθη, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν υφίσταται επαρκές ενεργητικό στην πτωχευτική περιουσία για την διεκπεραίωση τέτοιου είδους υποχρεώσεων, το ύψος των οποίων τις περισσότερες φορές είναι υψηλότατο. Η λύση της κατεδάφισης του κτίσματος μάλλον εκφεύγει των αρμοδιοτήτων του συνδίκου, καθώς δεν είναι ο κύριος αυτού παρά έχει μόνο εξουσία διαχείρισης, ενώ ως άλλη λύση απομένει η μη ολοκλήρωση των εργασιών της πτώχευσης μέσω της μη εκπλειστηρίασης του συνόλου της πτωχευτικής περιουσίας λόγω αδυναμίας προσκόμισης της απαιτούμενης βεβαίωσης περί μη ύπαρξης αυθαιρέτων. Έτι περαιτέρω, αναφέρεται ρητώς και αιτιολογημένα ότι «ο πλειστηριασμός πραγμάτων της πτωχευτικής περιουσίας κατόπιν αδείας του αρμοδίου δικαστή φέρει τον χαρακτήρα αναγκαστικού και όχι εκούσιου πλειστηριασμού (Μαργαρίτης, Ερμ. Κ. Πολ.Δ , άρθρο 1021, τόμος ΙΙ, σελ. 807)..» Συνεπώς, για ένα ζήτημα που άπτεται της δικαιοδοσίας των Πολιτικών Δικαστηρίων, καθώς το Πτωχευτικό Δίκαιο είναι τμήμα του Εμπορικού Δικαίου, οφειλόμενη και υποχρεωτική είναι η ερμηνεία που δίδεται από τον κατ’εξοχήν ερμηνευτή του Δικαίου και αυτή αναπόδραστα είναι ότι ο χαρακτήρας του πλειστηριασμού των πραγμάτων της πτωχευτικής περιουσίας είναι αναγκαστικός πλειστηριασμός και όχι εκούσιος, η δε Διοίκηση δέον όπως αποδεχθεί την ερμηνεία αυτή. Τα ανωτέρω ζητήματα όπως εν συντομία αναπτύχθηκαν, καταδεικνύουν σαφώς μία σωρεία προβλημάτων, που κατατρύχουν τις εν εξελίξει πτωχευτικές διαδικασίες όπως αυτές διεξάγονται στα πλαίσια του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007) παρεμβάλλοντας εμπόδια που καθιστούν αδύνατη την ολοκλήρωση των πτωχευτικών εργασιών ματαιώνοντας κατά τον τρόπο αυτό την είσπραξη εσόδων από τις Δ.Ο.Υ. ως πτωχευτικών πιστωτών αλλά και την θέση σε καθεστώς ομηρείας των πτωχευμένων εμπόρων και επιχειρήσεων, επιπροσθέτως δε και των συνδίκων ο Α.Φ.Μ. των οποίων παραμένει συνδεδεμένος με αυτόν των πτωχών χωρίς να μπορούν να ολοκληρώσουν το καθήκον τους. Όλα αυτά τα ζητήματα είναι εφικτό να αντιμετωπιστούν ευχερώς εφόσον αποδοθεί στον δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμού του Πτωχευτικού Κώδικα ο χαρακτηρισμός του δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού. Επειδή πλέον τα Δικαστήρια της χώρας, ακόμα δε και ο Άρειος Πάγος με την νομολογία τους, έχουν τεκμηριώσει επαρκώς την φύση του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού ως δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού με τις συνεπαγόμενες του χαρακτηρισμού αυτού συνέπειες διαδικασία της πτώχευσης με σωρεία αποφάσεων, (πρβλ. ΟλΑΠ 10/2006 Nomos, βλ. και ΑΠ 472/2010. AΠ 1393/2009, ΕφΘεσ 1948/2012, ΕφΑΘ 1714/2007, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Nomos), προκύπτει σαφέστατα πλέον ότι η κατ’εξαίρεση απαίτησης από τον σύνδικο προσκόμισης πιστοποιητικού του άρθρου 54Α του Ν.4173/2012, ήτοι να έχει εξοφληθεί ο ΕΝΦΙΑ πτωχευμένου ακινήτου, είναι μη νόμιμη και αντίθετη στη νομολογία. Συνεπώς, θα πρέπει να προβλεφθεί είτε ρητά ότι η εκποίηση ακινήτων της πτωχευτικής περιουσίας έχει τον χαρακτήρα αναγκαστικής εκποίησης άλλως να εξαλειφθεί η "εξαιρετική" υποχρέωσης προσκόμισης πιστοποιητικού του 54Α Ν 4273/2012, δηλαδή η υποχρέωση εξόφλησης ΕΝΦΙΑ των ακινήτων της πτωχευτικής περιουσίας