• Σχόλιο του χρήστη 'ΓΕΩΡΓΙΟΣ-ΒΙΛΥ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ' | 10 Σεπτεμβρίου 2020, 01:51

    Η κριτική στην διάταξη του άρθρου 64 του παρόντος σχέδιο νόμου, την οποία ανάρτησε ο σύλλογος διαχειριστών αφερεγγυότητας είναι αρτιότατη και απολύτως εμπεριστατωμένη. Η μόνη “αδυναμία” της είναι ότι απέναντι σε μία διάταξη νομικά και ηθικά προκλητικά απαράδεκτη, διατηρεί μία νηφαλιότητα, περιοριζόμενη στα όρια της Νομικής επιστήμης. θα επιχειρήσω να διατηρήσω την ίδια στάση, εκθέτοντας τις σκέψεις μου. Είναι σαφές από τις παραπάνω διατάξεις κυρίως αυτή του άρθρου 64 του υπό διαβούλευση σχεδίου Νόμου, ότι ως σύνδικος διορίζεται ο επιλεγμένος και προτεινόμενος από τον πιστωτή που αιτείται την πτώχευση. Το δικαστήριο δεσμεύεται και υποχρεούται να διορίσει αυτόν τον επιλεγμένο και προτεινόμενο Διαχ. Αφ.. Μάλιστα για να μην αφήνεται καμία αμφιβολία για τους σκοπούς του το σχέδιο νόμου, στο τελευταίο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 64 του άνω σχεδίου Νόμου, ορίζει ότι αν ασκήσει παρέμβαση πιστωτής που αντιπροσωπεύει μεγαλύτερο ποσόν απαιτήσεων κατά του οφειλέτη προτείνοντας άλλο πρόσωπο σύνδικος, το δικαστήριο δεσμεύεται και υποχρεούται να διορίσει το πρόσωπο αυτό. • Ο ρόλος του Διαχειριστή Αφερεγγυότητας και η αναγκαιότητα να είναι ανεξάρτητος και αμερόληπτος. Ειδικότερα, ο Διαχειριστή Αφερεγγυότητας έχει την πρωτοβουλία να κινεί και εν πολλοίς καθορίζει σημαντικές διαδικασίες της πτώχευσης: προστατεύει τους πιστωτές έναντι του πτωχού, (π.χ. μέσω της μετάθεσης του χρόνου παύσης πληρωμών ή της πτωχευτικής ανάκλησης). όταν ο τελευταίος με παράνομους και δόλιους τρόπους επιχειρεί να κρύψει την περιουσία του ή με οποιοδήποτε τρόπο προσπαθεί να μην ικανοποιηθούν οι πιστωτές του Αντίστοιχα, προφυλάσσει, κατά την διαδικασία της επαλήθευσης των απαιτήσεων και τα συμφέροντα του πτωχού και των άλλων πιστωτών, ελέγχοντας τις αξιώσεις των πιστωτών, εντοπίζοντας και απορρίπτοντας υπερβολικές ή παράνομες απαιτήσεις. Εάν κάποιος πιστωτής έχει υπερβολικές οι παράνομες απαιτήσεις, αυτές βλάπτουν τους άλλους πιστωτές αλλά και τον πτωχό, και ο σύνδικος οφείλει να το διαπιστώσει και απορρίψει τη σχετική απαίτηση. Ο σύνδικος σ' αυτές τις περιπτώσεις οφείλει ΝΑ ΣΥΓΚΡΟΥΕΤΑΙ. Έτσι ο σύνδικος θα ερευνήσει για το βάσιμο των απαιτήσεων, εργασία που δύσκολα μπορεί να κάνει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που σχετίζεται με την πτώχευση. Ο σύνδικος έχει την μεγαλύτερη δυνατή πρόσβαση στα οικονομικά - λογιστικά στοιχεία του πτωχού, στοιχεία στα οποία δύσκολα έχει πρόσβαση άλλος πιστωτής. Ετσι ένας πιστωτής έχει μεν την νομική δυνατότητα να αμφισβητήσει απαίτηση άλλου πιστωτή, αδυνατεί δε να έχει επαρκή στοιχεία για να το κάνει αυτό. Συνεπώς αναδεικνύεται πάλι το πόσο κρίσιμο είναι ο σύνδικος να χαίρει κάθε εγγυήσεως ανεξαρτησίας και αυτοτέλειας από τους πιστωτές. Επιπλέον ο σύνδικος έχει την πρωτοβουλία να κινήσει σημαντικές διαδικασίες όπως την πτωχευτική ανάκληση, Κρισιμότατο επίσης είναι ότι κατά την εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας, ο σύνδικος μπορεί να επηρεάσει το πότε και κυρίως πώς θα εκποιηθούν τα προς πώληση αντικείμενα, δηλαδή σε ομάδες ή όχι, ιδίως την σύνθεση της ομάδας των πωλουμένων πραγμάτων. Αυτό είναι αντιληπτό ότι δύναται να απομακρύνει ή αντίστοιχα ευνοήσει κάποιους επενδυτές. Ο διαχειριστής αφερρεγγυότητας, ο οποίος θα εξαρτάται απολύτως στο εάν θα αναλαμβάνει εργασίες, από το εάν θα τον επιλέγει μία μικρή ομάδα πιστωτών , δεν είναι δυνατόν να εγγυάται την ακεραιότητα των άνω διαδικασιών, και την απουσία εύκολων να γίνουν και δύσκολα διαπιστούμενων συμπαιγνιών. Ο Διαχειριστής Αφερεγγυότητας έχει θεσμικό ρόλο να κινεί την διαδικασία της πτωχεύσεως, και εάν αυτός πιεζόμενος δεν κινηθεί κατάλληλα, δεν λάβει αναγκαίες πρωτοβουλίες που πιθανόν να τον φέρουν σε ρήξη με κάποιους πιστωτές, πολλά κακώς κείμενα θα περάσουν «κάτω από το ραντάρ» του δικαστικού ελέγχου. Έτσι, ο δίκαιος (ισομερώς προς όλους τους πιστωτές αλλά και έναντι του πτωχού) χαρακτήρας της πτώχευσης μπορεί να υπονομευτεί, ως αποτέλεσμα των πιέσεων που θα δεχθεί ο επιλεγόμενος Διαχειριστή Αφερεγγυότητας από τον κύριο πιστωτή. Για να μπορεί να εκτελέσει ο Διαχειριστή Αφερεγγυότητας - τον θεσμικό του ρόλο δεν πρέπει να έχει καμμία απολύτως εξάρτηση από τους πιστωτές και τον πτωχό, προς αποφυγή προφανούς συγκρούσεως συμφερόντων, της εξαρτήσεως του Διαχειριστή Αφερεγγυότητας από τους πιστωτές, και αδιαφάνειας των διαδικασιών. Είναι αυταπόδεικτο ότι ο διορισμός του Διαχειριστή Αφερεγγυότητας από (περιθωριοποιημένο) Πτωχευτικό Δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη επιταγή του «ισχυρότερου» πιστωτή δημιουργεί τις συνθήκες για μία τέτοια επικίνδυνη και ανεπιθύμητη εξάρτηση.Διαχειριστή Αφερεγγυότητας. • Η άνω ρύθμιση του Σχεδίου νόμου αντιτίθεται στο Ενωσιακό Δίκαιο. Ειδικότερα, με το άρθρο 27 παρ. 1 της Οδηγίας 2019/1023 για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας ορίζεται ότι. «Τα κράτη μέλη καθιερώνουν κατάλληλους εποπτικούς και ρυθμιστικούς μηχανισμούς ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εποπτεία του έργου των επαγγελματιών (αφερεγγυότητας), προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες τους παρέχονται με αποτελεσματικό και ικανό τρόπο, καθώς και με αμεροληψία και ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΊΑ σε σχέση με τα εμπλεκόμενα μέρη». Και, επιπλέον, στο άρθρο 28 παρ. 1 της ίδιας Οδηγίας ορίζεται ότι «για την αποφυγή ΟΠΟΙΑΣΔΉΠΟΤΕ ΣΎΓΚΡΟΥΣΗΣ ΣΥΜΦΕΡΌΝΤΩΝ, οι οφειλέτες και οι πιστωτές έχουν τη δυνατότητα είτε να διατυπώσουν αντιρρήσεις για την επιλογή ή τον διορισμό είτε να ζητήσουν την αντικατάσταση του επαγγελματία.» Από τις άνω διατάξεις προκύπτει ανενδοίαστα ότι οι δανειστές και ο πτωχός ΟΥΤΕ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΔΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΕΝ ΟΡΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ, ακριβώς για να αποφεύγεται η σύγκρουση συμφερόντων και να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του Διαχειριστή Αφερεγγυότητας από τους δανειστές και τον πτωχό, που είναι απαραίτητη για την εκτέλεση του θεσμικού ρόλου του. Η προτεινόμενη με το Σχέδιο Νόμου ρύθμιση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις επιταγές του Ενωσιακού Δικαίου, και αφήνουν την Ελληνική Δημοκρατία έκθετη σε τυχόν διαδικασίες επί παραβάσει (και επιβολή αντίστοιχων κυρώσεων) κατ’άρθρο 258 επόμενα ΣΛΕΕ. Μόνον η επιλογή των προσώπων των διαχειριστών αφερεγγυότητας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, δύναται να διασφαλίσει την ανεξαρτησία του διαχειριστή αφερεγγυότητας, ώστε ο τελευταίος να επιτελεί το έργο του απερίσπαστος, μη υποχωρώντας στις οποιεσδήποτε πιέσεις που ασκούνται, Παραβίαση του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α., λόγω αδικαιολόγητης άνισης μεταχείρησης των επιμέρους πιστωτών. Η επιχειρούμενη «μεταρύθμιση» παραβιάζει, πέραν από τις θεσμικές επιταγές του Ενωσιακού Δικαίου, ευθέως και τα ατομικά δικαιώματα των επιμέρους πιστωτών. Ειδικότερα, την διάταξη του αρθρου 4 του Συντάγματος, καθώς πλήττει την αρχή της ισότητας, που «επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου…» (3396/2014 ΣΤΕ). Εν προκειμένω, ο κύριος πιστωτής ορίζει το πρόσωπο του Διαχειριστή Αφερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν αποκλειστικά τα δικά του συμφέροντα και επιθυμίες, ενώ οι λοιποί διάδικοι (πιστωτές και πτωχός), αποκλείονται από την διαδικασία επιλογής. Στο ίδιο πνεύμα, ζήτημα ανακύπτει ως προς την συμβατότητα της επιχειρούμενης με το σχέδιο νόμου αλλαγής ως προς το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο εγγυάται το δικαίωμα στην περιουσία/ιδιοκτησία: Τo E.Δ.Δ.Α. πρόσφατα επανέλαβε ότι «η πολυπλοκοτητα της πτωχευτικής διαδικασίας από την φύση της απαιτεί κρατική ρύθμιση ώστε να εξασφαλιστεί η ίση και δίκαιη μεταχείρηση πιστωτών που βρίσκονται σε ανάλογη η παρόμοια κατάσταση» (Acar and others v. Τurkey, 12/12/2017, σκ. 33). Θεωρούμε ότι η άνω ρύθμιση αποτελεί αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ του Κυρίου Πιστωτή, που δεν συνοδεύεται από καμία δικαιολογία. Μόνη λύση, η επιλογή του Δ/Α κατά την απόλυτη κρίση του Δικαστηρίου. Και εδώ πρέπει να αναλογιστούμε ποιός είναι ο λόγος να επιλέγει τον Διαχειριστή Αφερεγγυότητας ένας πιστωτής και όχι το δικαστήριο. Ούτε την διαδικασία επιταχύνει η υπό κρίση διάταξη, ούτε προφυλάσσει τα συμφέροντα της πτώχευσης. Ο ένας πιστωτής ή το δικαστήριο θα εκτιμήσει καλύτερα το συμφέρον όλης της πτωχεύσεως?. Ο ένας πιστωτής, ενδιαφέρεται για το συμφέρον της πτωχεύσεως ή τον ενδιαφέρει αποκλειστικά το ατομικό του συμφέρον? Η απάντηση είναι προφανής. Το γεγονός του πολύ κλειστού κύκλου των κύριων πιστωτών - Τραπεζών (ουσιαστικά τεσσάρων) ως εργοδοτών των Διαχειριστών Αφερεγγυότητας, καθιστά εντονότερο το πρόβλημα της εξαρτήσεως των τελευταίων από τους μεγάλους πιστωτές. Θα υπάρχει στην σχετική "πιάτσα", ο χαρακτηρισμός αφ' ενός του "δύσκολου" και αφ ετέρου του "συνεργάσιμου" του "συνεννοήσιμου" "ευέλικτου" συνδίκου - Διαχειριστή Αφερεγγυότητας. Έτσι το δικαίωμα του κύριου πιστωτή να επιλέγει κατά την κρίση του και τα συμφέροντα του, το πρόσωπο του συνδίκου διαχειριστή φερεγγυότητας προκαλεί τεράστια σύγκρουση συμφερόντων και αδιαφάνεια, και καθιστά την όλη διαδικασία τελείως αναξιόπιστη, και εκτός πλαισίου με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.. Η επιλογή των προσώπων των διαχειριστών αφερεγγυότητας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, είναι η μοναδική λύση που θα δίνει στο διαχειριστή αφερεγγυότητας την απαραίτητη ανεξαρτησία στο έργο του. Την ανεξαρτησία, για να έχει την δυνατότητα ο Διαχειριστής Αφερεγγυότητας να επιτελεί το έργο του απερίσπαστος, μη υποχωρώντας στις οποιεσδήποτε πιέσεις που ασκούνται, πιέσεις για το εάν θα δεχθεί ή απορρίψει απαιτήσεις, για το πότε και πώς θα εκποιηθούν σημαντικά ακίνητα, αν θα εκποιηθούν μαζί με μηχανήματα ή χωριστά, επιλογές που μπορεί να προσελκύσουν η απομακρύνουν κατηγορίες επενδυτών. Ακόμα και ο φόβος του Συνδίκου Διαχειριστή Αφερεγγυότητας, ότι ενδεχομένως με τις πράξεις του θα πέσει στην δυσμένεια του Κύριου Πιστωτή, που θα συνεπάγεται την μη επιλογή στο μέλλον σε άλλες πτωχεύσεις, θα επιδρά αρνητικά, και μόνο αυτό αρκεί για να τροποποιηθεί η σχετική ρύθμιση. Γι' αυτό, σε αρμονία με το Ευρωπαικό Δίκαιο, η κρίση του Δικαστηρίου θα πρέπει να είναι απολύτως ελεύθερη στο να επιλέγει αυτό τον Διαχειριστή Αφερεγγυότητας, και δεν θα πρέπει να επιτρέπεται ούτε να προτείνεται το πρόσωπο του Διαχειριστή αφερεγγυότητας, να μην υπάρχει κανένας επηρεασμός του Δικαστηρίου στην εν λόγω επιλογή.