• Σχόλιο του χρήστη 'Ν.' | 14 Νοεμβρίου 2020, 19:11

    Η παρ. 3 του άρθρου εκτός από αντιφατική δύναται να καταστεί και καταχρηστική. Ξεκινά διατυπώνοντας σαφώς τη βάση πάνω στην οποία παρέχεται το εν λόγω επίδομα ("Η χορήγηση του εν λόγω επιδόματος συνδέεται με την πραγματική άσκηση καθηκόντων στις υπηρεσίες των περιοχών αυτών"). Επισημαίνεται η λέξη "πραγματική". Πώς λοιπόν είναι δυνατόν από τη στιγμή που ένας υπάλληλος παρέχει "πραγματικά" αυτήν την υπηρεσία π.χ. για διάστημα 20 μηνών και έχει εκτεθεί στις επικίνδυνες και δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στις περιοχές αυτές να του ζητείται να βρει και να επιστρέψει αναδρομικά πολλές χιλιάδες ευρώ (που μπορεί να φτάσουν κατά μέγιστο τις 11.500 ευρώ - 500 ευρώ * 23 μήνες); Αυτό είναι ακόμα περισσότερο άδικο αν σκεφτεί κανείς ότι μπορεί να συντρέχουν π.χ. λόγοι οικογενειακής ανάγκης ή ιατρικής φροντίδας ή απειλών κατά της ζωής από λαθρεμπόρους και αναγκάζεται ο υπάλληλος να μετακομίσει. Θα περιγράφονται και θα καλύπτονται όλες οι "όλως εξαιρετικές περιπτώσεις απρόβλεπτης ανάγκης"; Επιπλέον, από τη στιγμή που το εν λόγω επίδομα πέραν του ρόλου της αποζημίωσης για τις επικίνδυνες και δύσκολες συνθήκες εργασίας προβάλλεται και ως οικονομικό κίνητρο για την αντιμετώπιση της αδυναμίας στελέχωσης αυτών των περιοχών, το καθεστώς φόβου περί της αδυναμίας συμπλήρωσης της διετίας για οποιοδήποτε λόγο λειτουργεί πολύ περισσότερο ως αντι-κίνητρο για μια τέτοια υπηρεσία. Τέλος, πως θα διασφαλιστεί ο υπάλληλος έναντι πιθανής καταχρηστικής μετάθεσης από αυτές τις υπηρεσίες σε υπηρεσίες "μη ίδιας" βαρύτητας πριν τη συμπλήρωση της διετίας ώστε να του στερείται η καταβολή του συνόλου του επιδόματος για την σημαντική και επικίνδυνη υπηρεσία που παρείχε; Σε κάθε περίπτωση, χρήζει εξήγησης ο σκόπος που εξυπηρετεί ένας τόσο περιοριστικός και άδικος όρος.