• Σχόλιο του χρήστη 'Γαβριήλ Αμίτσης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής' | 17 Δεκεμβρίου 2020, 19:15

    Η δημόσια διαβούλευση των Στρατηγικών Κατευθύνσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που εκπονήθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση για την αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων (επιχορηγήσεις και δάνεια ύψους περίπου 32 δις. ευρώ) του Μηχανισμού Aνάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility) στο ευρύτερο πλαίσιο του Μέσου Ανάκαμψης («Next Generation EU»), προσφέρει μία μοναδική ευκαιρία για την ανάδειξη κρίσιμων μεταρρυθμιστικών προτεραιοτήτων στα πεδία της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής με υψηλό βαθμό συμβατότητας ως προς τις επιδιώξεις ενός νέου Μοντέλου Βιώσιμης Ανάπτυξης χωρίς Αποκλεισμούς: την βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας του Ελληνικού Κράτους, την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας του COVID-19 και την μείωση των έντονων οικονομικών, κοινωνικών και εδαφικών ανισοτήτων που εμποδίζουν την σύγκλιση της χώρας με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μία από τις πλέον κρίσιμες προτεραιότητες είναι η μεταρρύθμιση βασικών λειτουργιών του Κοινωνικού Κράτους με στόχο την βελτίωση της επάρκειας, της ποιότητας, της βιωσιμότητας και της καλής διακυβέρνησής του. Στο πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμη η ανάδειξη πεδίων άμεσης παρέμβασης σε τρία επίπεδα: στο επίπεδο της διαχείρισης των επιπτώσεων της δημογραφικής γήρανσης, στο επίπεδο της άσκησης δημόσιων αναδιανεμητικών πολιτικών (π.χ. ενεργητική ένταξη των ευπαθών ομάδων, πρόσβαση σε αξιοπρεπή στέγη, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, κοινωνική επιχειρηματικότητα, οικογενειακές πολιτικές) και στο επίπεδο της συμμετοχής της αγοράς στην προώθηση της κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας της χώρας. Και στα τρία επίπεδα εντοπίζεται, όμως, ένα σημαντικό διακύβευμα, το οποίο δεν έχει εξυπηρετηθεί μέχρι σήμερα στην χώρα μας. Πρόκειται για το διακύβευμα της ισόρροπης ανάπτυξης ενός βιώσιμου μοντέλου τριών πυλώνων ασφαλιστικής προστασίας, το οποίο αντανακλά μία συλλογική στρατηγική ενίσχυσης των εισοδηματικών πηγών των εργαζομένων και των ηλικιωμένων, συμπληρώνοντας το θεσμικό ρόλο του δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (εγγυητής του θεμελιώδους δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση) με δυναμικές πρωτοβουλίες των κοινωνικών εταίρων και της αγοράς. Τα περισσότερα εθνικά συστήματα ασφαλιστικής προστασίας στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια έχουν υιοθετήσει εδώ και δεκαετίες την ανάπτυξη τριών συνταξιοδοτικών πυλώνων. Ο πρώτος πυλώνας περιλαμβάνει τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης (υποχρεωτική και αυτοδίκαια κάλυψη. Ο δεύτερος περιλαμβάνει τα συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης σε επίπεδο κλάδου ή επιχείρησης, τα οποία λειτουργούν συνήθως μέσω επαγγελματικών συνταξιοδοτικών ταμείων (pension funds) ή οργανισμών συμπληρωματικής ασφάλισης. Ο τρίτος περιλαμβάνει τα ιδιωτικά (ομαδικά ή προσωπικά) συνταξιοδοτικά προγράμματα (προαιρετική κάλυψη), που σχεδιάζονται και διαχειρίζονται από επιχειρήσεις της ασφαλιστικής αγοράς (insurance market). Ο δημόσιος διάλογος επί των Στρατηγικών Κατευθύνσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δεν πρέπει να εγκλωβισθεί στο επίπεδο του πρώτου πυλώνα (και πολύ περισσότερο στο κρίσιμο από κάθε άποψη ζήτημα της επάρκειας των συντάξεων), καθώς το συνταξιοδοτικό ζήτημα (ιδίως των νέων γενεών) επηρεάζεται από ευρύτερες παρεμβάσεις στην οικονομία, την αγορά εργασίας και την κοινωνική προστασία. Πρέπει να επεκταθεί και στους δύο άλλους πυλώνες ασφαλιστικής προστασίας, και ιδίως στο δεύτερο πυλώνα της επαγγελματικής ασφάλισης (με την μορφή π.χ. σχεδιασμού για πρώτη φορά στη χώρα μας μίας Εθνικής Στρατηγικής και ενός Οδικού Χάρτη υλοποίησης), καθώς η διεθνής εμπειρία τεκμηριώνει ότι τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο για τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση των εθνικών οικονομιών, την ανάπτυξη των επενδύσεων και την προσφορά ασφαλών παροχών (η Παγκόσμια Ένωση για τις Συντάξεις - World Pension Alliance υπολόγιζε ότι το 2018 ο θεσμός του δεύτερου πυλώνα εξυπηρετούσε περισσότερους από 400 εκατομμύρια εργαζόμενους και συνταξιούχους μέσω 5.000 τουλάχιστον φορέων με διαχειρίσιμο ενεργητικό επτά τρισεκατομμυρίων δολαρίων).