• Σχόλιο του χρήστη 'Greenpeace' | 27 Σεπτεμβρίου 2021, 18:03

    Εισαγωγικό σχόλιο Η παρούσα διαβούλευση, εάν και αφορά σημαντικά κονδύλια που θα εισρεύσουν στη χώρα τα επόμενα χρόνια, περιορίζει εκ των πραγμάτων από την συμμετοχή σε αυτήν σημαντικό μέρος των πολιτών λόγω του πολύ μικρού χρονικού περιθωρίου της (μόλις 5 μέρες). Το γεγονός αυτό δημιουργεί εύλογα ερωτήματα ως προς τις προθέσεις της κυβέρνησης για ευρεία κοινωνική συμμετοχή και διάλογο πάνω στο κεντρικό ζήτημα της ανάκαμψης από την πανδημία, κάτι που επισημάναμε και στην δημόσια διαβούλευση για τις Στρατηγικές Κατευθύνσεις του Ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Κλιματική αλλαγή Το βασικό στοιχείο που επισημαίνουμε στο κείμενο των επιλεξιμοτήτων για τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, είναι ο μη ρητός αποκλεισμός οποιασδήποτε επένδυσης σε φυσικό αέριο για οποιαδήποτε χρήση, αλλά η δυνατότητα εξασφάλισης σχετικών δανείων για ορισμένες περιπτώσεις. «Το ταμείο InvestEU θα πρέπει να λειτουργεί μέσω τεσσάρων σκελών πολιτικής που αντανακλούν τις βασικές προτεραιότητες πολιτικής της Ένωσης, και συγκεκριμένα: βιώσιμες υποδομές· έρευνα, καινοτομία και ψηφιοποίηση· ΜΜΕ· και κοινωνικές επενδύσεις και δεξιότητες». Υπό αυτή την έννοια, λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εκθέσεις της IPPC και του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας οποιαδήποτε νέα επένδυση σε έργα ορυκτού αερίου δεν μπορεί να καταστεί βιώσιμη και να εκπληρώσει τους κλιματικούς στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για τον 1,5 βαθμό. Από τα 12,7 δις ευρώ που θα κατανεμηθούν στην Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) για ιδιωτικές επενδύσεις θα πρέπει να γίνει σαφές τι ποσοστό θα αφορά επενδύσεις για τη μεταφορά και αποθήκευση ορυκτού αερίου. Πρέπει να είναι σαφές ποια έργα υποδομών αερίου θα χρηματοδοτηθούν από το ΤΑΑ, αν τα έργα αυτά θα είναι συμβατά με τους στόχους ενός αναθεωρημένου ΕΣEK (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί) και ποιος θα είναι ο χρόνος λειτουργίας τους. Με βάση τα σενάρια της IPPC για τη συγκράτηση της μέσης πλανητικής θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό, η χρήση ορυκτού αερίου στην Ευρώπη θα πρέπει να έχει σταματήσει μέχρι το 2035. Η Ελλάδα οφείλει να θέσει στόχους συμβατούς με την επιστήμη του 1,5°C, οι οποίοι εξειδικεύονται σε μειώσεις ακαθάριστων εκπομπών κατά τουλάχιστον 65% ως το 2030 (με έτος βάσης το 1990) και οικονομία μηδενικού ισοζυγίου το αργότερο ως το 2045. Γίνεται κατανοητό λοιπόν ότι και για την Ελλάδα επενδύσεις σε νέα έργα υποδομών μεταφοράς και αποθήκευσης του πολύ ακριβού πλέον ορυκτού αερίου δεν συνάδουν με τον παραπάνω στόχο. Σημαντική είναι η επιτάχυνση των επενδύσεων και η συνολική διακυβέρνηση του προγράμματος δίκαιης αναπτυξιακής μετάβασης, με συνεχή διαβούλευση και συνδιαμόρφωση προτάσεων και λύσεων με τις τοπικές κοινωνίες και η επίλυση των ζητημάτων που σχετίζονται με την τηλεθέρμανση, βασιζόμενη σε ΑΠΕ και όχι σε λύσεις που θα είναι και πιο ακριβές, αλλά και θα κλειδώνουν το σύστημα στην εξάρτησή του από τα ακριβά πλέον ορυκτά καύσιμα για την επόμενη 20ετία. Δυστυχώς, η συνεχιζόμενη χρηματοδότηση υποδομών αερίου και μέσα από το ΤΑΑ δεν επιταχύνει μια δίκαιη μετάβαση για όλους όπου το κόστος των ακριβών ορυκτών καυσίμων όπως το αέριο θα το επωμιστούν πρώτα τα φτωχά νοικοκυριά και οι ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες. Ειδικότερα τώρα που η εποχή των φθηνών ορυκτών καυσίμων έχει περάσει ανεπιστρεπτί είναι μάταιο να επενδύουμε στην περαιτέρω ανάπτυξη ενός πόρου με ημερομηνία λήξης όπως το ορυκτό αέριο. Αντ’ αυτού από τώρα και για τα επόμενα χρόνια τεράστια έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην ενεργειακή εξοικονόμηση και στην ταχύτερη διείσδυση των ΑΠΕ αλλά και σε συστήματά αποθήκευσης και πιο έξυπνων ηλεκτροδοτικών δικτύων. Η τρέχουσα κρίση στην τιμή του ορυκτού αερίου χρησιμεύει ως τρομερή προειδοποίηση για τις χώρες όπως η Ελλάδα που εξετάζουν σήμερα το ενδεχόμενο να στραφούν από το λιγνίτη στο ορυκτό αέριο, επιδεινώνοντας δυνητικά την εγχώρια ενεργειακή φτώχεια και παραμένοντας παράλληλα ασύμβατες με τις δράσεις που απαιτούνται για τον περιορισμό της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5°C. Ενδεικτικά, ήδη το 2019 μεγάλα ποσοστά του πληθυσμού πολλών χωρών της ΕΕ δήλωσαν ότι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να διατηρήσουν το σπίτι τους επαρκώς ζεστό, μεταξύ άλλων στη Βουλγαρία (30,1%), τη Λιθουανία (26,7%), την Κύπρο (21,0%), την Πορτογαλία (18,9%) και την Ελλάδα (17,9%). Η τρέχουσα κρίση είναι έτοιμη να επιδεινώσει την κατάσταση αυτή. Παρ' όλα αυτά, αρκετές κυβερνήσεις της ΕΕ συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας εξακολουθούν να ποντάρουν πολλά στη μετάβαση από το λιγνίτη στο αέριο, η οποία θα εγκλωβίσει το ενεργειακό σύστημα της χώρας τους σε αδρανή κεφάλαια στο εγγύς μέλλον. Μία τέτοια κατεύθυνση, εκτός του ότι επιδεινώνει την κλιματική κρίση δεν συνάδει ούτε με την κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη, που αποτελούν μέρος των στοχεύσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια Ως Greenpeace προτείνουμε να ενταχθούν στο ΤΑΑ δαπάνες για την ενεργειακή αναβάθμιση του κτιρίων της χώρας, με τρόπο ώστε να επιτύχουμε τους στόχους εξοικονόμησης ενέργειας μέχρι το 2050. Πρακτικά, ο δρόμος για κτίρια σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης είναι οι ριζικές παρεμβάσεις με προδιαγραφές παθητικών κτιρίων. Τη δεδομένη στιγμή ο κτιριακός τομέας ευθύνεται για μεγάλο ποσοστό των εθνικών ρύπων και η προτεινόμενη αντικατάσταση των συστημάτων θέρμανσης που καίνε πετρέλαιο με άλλα που θα καίνε ορυκτό αέριο, όχι μόνο είναι ανεπαρκής, αλλά και προς την λάθος κατεύθυνση. Το ορυκτό αέριο, είναι ένα ρυπογόνο καύσιμο, το οποίο όπως προαναφέρθηκε δεν είναι φθηνό. Η καλύτερη λύση για τα κτίρια είναι να αξιοποιηθούν οι πόροι απευθείας για αναβαθμίσεις και χρήση αντλιών θερμότητας, παρά να σπαταλήσουμε πολύτιμα κεφάλαια σε επενδύσεις ορυκτού αερίου, οι οποίες θα είναι ανεπίκαιρες σε μερικά χρόνια και αναγκαστικά θα πρέπει να ξαναγίνουν μετατροπές. Στο μεσοδιάστημα μάλιστα μέχρι να αλλάξουμε σε συστήματα χαμηλών ή μηδενικών εκπομπών, η χρήση αυτή του ορυκτού αερίου θα ζημιώσει την προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, καθώς θα -συνεχίσει να- συνεισφέρει σε ατμοσφαιρικούς ρύπους. Διαβάζοντας τις αποκλειόμενες από χρηματοδότηση των δανείων ΤΑΑ δραστηριότητες, βλέπουμε άμεση αναφορά σε επενδύσεις που αφορούν σε ορυκτά καύσιμα και πετρέλαιο (εξόρυξη, εξαγωγή, επεξεργασία, διανομή, αποθήκευση, καύση και στην περίπτωση του αερίου άντληση). Παρά αυτή την πρώτη αναγνώριση της σημασίας του αποκλεισμού τους, τα κριτήρια για τις εξαιρέσεις αυτών είναι μάλλον αόριστα και πολύ ελαστικά, κάτι που δεν συνάδει με το κατεπείγον της κατάστασης όπως το παρουσιάζουν οι πιο έγκυρες επιστημονικές πηγές. Είναι τουλάχιστον προβληματικό κι επικίνδυνο να πιστεύουμε πως ένα ορυκτό καύσιμο (ορυκτό αέριο) αποτελεί λύση στην κλιματική κρίση (5.1.9 - Διαφύλαξη Ενεργειακής Ασφάλειας - ΔΕΑ5). Αγροτικός τομέας Όσον αφορά τον αγροτικό τομέα, η σχεδόν πλήρης απουσία του από το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας γίνεται ακόμα πιο έντονη στα κριτήρια επιλεξιμότητας των επενδύσεων. Ο αγροδιατροφικός τομέας αναφέρεται ελάχιστες φορές στο κείμενο ως πιθανός τομέας επενδύσεων, παρά την άμεση σύνδεσή του με την βιοποικιλότητα και την κλιματική αλλαγή, ενώ η τελευταία αποτελεί και έναν από τους πυλώνες προτεραιότητας των Εθνικών Σχεδίων Ανάκαμψης. Υπενθυμίζουμε ότι υπάρχουν ευρωπαϊκές στρατηγικές με ξεκάθαρους στόχους και απόλυτη προτεραιοποίηση της γεωργίας ώστε να μετασχηματιστεί ο τομέας με τρόπο ώστε να μειωθεί το κλιματικό του αποτύπωμα και να προστατευθεί η βιοποικιλότητα (στρατηγική «Από Αγρόκτημα στο Πιάτο» (FarmToFork) και «Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα). Με την ελλιπέστατη συμπερίληψη του τομέα της γεωργίας στις προβλέψεις του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η χώρα μας χάνει μία μεγάλη ευκαιρία αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προς την κατεύθυνση των στόχων των παραπάνω στρατηγικών (μείωση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων, μείωση απώλειας θρεπτικών ουσιών, αύξηση βιολογικών καλλιεργειών). Επιπλέον, απουσιάζει κάθε φορά στην κατεύθυνση των επενδύσεων προς την ενίσχυση των μικρών εκμεταλλεύσεων που παράγουν τροφή προστατεύοντας το κλίμα και τη βιοποικιλότητα της χώρας, καθώς και προς τη βιώσιμη κατανάλωση τροφίμων και την αντιμετώπιση της σπατάλης τροφίμων.