• Σχόλιο του χρήστη 'ΜΠΕΚΡΗΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ' | 6 Ιανουαρίου 2022, 07:22

    Μ ε την ευκαιρία την διαβούλευσης σχετικά με την αναμόρφωση της φορολογίας και την ονομασία του τσίπουρου των διημέρων και με την ιδιότητα του προέδρου του ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΜΒΥΚΟΥΧΩΝ – ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΩΝ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ έχω να πω τα εξής: Aπό την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου άλλα και παλιότερα το απόσταγμα στεμφύλων που παρήγαγαν οι αμπελοκαλλιεργητές ονομαζόταν Τσίπουρο στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Κρήτη τσικουδιά!!!! Έτσι ονομαζόταν από το κράτος τους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Η παραδοσιακή απόσταξη με ήπιες θερμοκρασίες των στεμφύλων που διατηρούταν σε άριστη κατάσταση στον λίγο χρόνο από την οινοποίηση μέχρι την απόσταξη είχε ως αποτέλεσμα την άριστη ποιότητα του αποστάγματος που το χαρακτήριζε το πρωτογενές άρωμα και η γεύση του σταφυλιού!! Αυτό ακριβώς διαφοροποιεί το απόσταγμα των διημέρων από το απόσταγμα των συστηματικών αποσταγματοποιών που πλην ελαχίστων εξαιρέσεων είναι ένα υποβαθμισμένο ποιοτικά προϊόν το οποίο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να φτάσει την ανώτερη ποιότητα την ανώτερη γεύση και άρωμα του αποστάγματος παραδοσιακής απόσταξης των διημέρων η οποία εκτελείται με τα σωστά πρωτόκολλα απόσταξης και ελέγχεται ορθά από τους κρατικούς φορείς. Αυτό εξηγεί και γιατί ο καταναλωτής δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο καλό παραδοσιακό παραγωγικό τσίπουρο και δεν προτιμά το βιομηχανικό. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η παραδοσιακή ¨ μη ελεγχόμενη απόσταξη¨ για τις μειωμένες πωλήσεις του βιομηχανικού αλλά η σαφέστατη προβληματική ποιότητα του. Ο υποβιβασμός της ποιότητας του βιομηχανικού αποστάγματος είναι φυσικό επακόλουθο του όγκου παραγωγής, της χρησιμοποίηση κακής ποιότητας πρώτης ύλης ή/και του αρωματισμού έτοιμης αιθυλικής αλκοόλης χωρίς καν παρουσία στεμφύλων και της κλασματικής απόσταξης, η οποία απαιτεί τεράστιες χημικές διορθώσεις γεύσης και αρώματος πριν την τελική εμφιάλωση. Το τσίπουρο των διημέρων είναι λοιπόν ένα εθνικό προϊόν που διαχρονικά με την διαδικασία της απόσταξης, δηλ. τα γνωστά καζανέματα, δημιούργησε κουλτούρα και παράδοση και αύξησε την κατανάλωση τοπικών αποσταγμάτων εις βάρος των εισαγόμενων ποτών. Θα ήταν σοφό οι πολιτικοί της χώρας αυτό το προϊόν να θέλουν να το κάνουν περισσότερο, πιο ελεγχόμενο στην παραγωγή και κατανάλωση και πιο φορολογήσιμο. Ένα προϊόν που το προτιμάει ξεκάθαρα το καταναλωτικό κοινό, φορολογώντας το και ελέγχοντας το υγειονομικά θα αποφέρει μεγαλύτερα έσοδα στον κράτος. Αντιθέτως, θα έχουμε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα αν τα βιομηχανικά αποστάγματα αποκτήσουν το αποκλειστικό δικαίωμα στη χρήση του ονόματος Τσίπουρου και Τσικουδιάς. Μιλάμε για προϊόντα τα οποία εμφανίστηκαν στην αγορά εδώ και μόλις 30 χρόνια και δεν εμφανίζουν εκείνα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που να τα συνδέουν με τον τόπο τον χρόνο και με την παραδοσιακή μέθοδο παραγωγής ούτε με την ιδιαίτερη κουλτούρα της κατανάλωσης του χύμα αποστάγματος στα τσιπουράδικα, τα ρακάδικα, τα μεζεδοπωλεία και τα ταβερνάκια. Τα αντίθετα φοροεισπρακτικά αποτελέσματα θα προκύψουν διότι, λόγω του υποβαθμισμένου ποιοτικού χαρακτήρα του βιομηχανικού τσίπουρου, ο συνολικός όγκος πωλήσεων θα μειωθεί. Παράλληλα, στα χύμα αποστάγματα η «no name» ονομασία θα συνεχίσει να δίνει τη δυνατότητα στους ήδη υπάρχοντες παράνομους να εξακολουθήσουν να δρουν ακόμα πιο ανεξέλεγκτοι (και φυσικά αφορολόγητοι), προωθώντας τα παράνομα και συχνά ακατάλληλα αποστάγματά τους στην αγορά ως «ανώνυμα» προϊόντα διήμερων αποσταγματοποιών. Το ίδιο φυσικά ισχύει και λόγω των εντελώς παράλογων προβλέψεων, που απαγορεύουν στους διήμερους αποσταγματοποιούς να επιθέτουν ενδείξεις, ετικέτες και πινακίδες στις συσκευασίες των παραδοσιακών αποσταγμάτων, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατο στην πράξη να ελεγχθεί, κατά πόσον το τσίπουρο ή η τσικουδιά που σερβίρεται στην εστίαση προήλθαν όντως από τοπικό διήμερο αποσταγματοποιό/αμπελουργό ή είναι λαθραίες μπόμπες! Με την προσπάθεια αφαίρεσης του παραδοσιακού ονόματος του προϊόντος των διήμερων αμπελουργών που είναι το Τσίπουρο και η Τσικουδιά, αφαιρείτε την μπουκιά από το στόμα 300,000 αγροτών και την κάνετε χαβιάρι στο στόμα 70 οικογενειών βιομηχανοαποστακτών. Οι οποίοι σημειωτέον κατέχουν ήδη το 90% της αγοράς, αφού τα παραδοσιακά αποστάγματα δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν και να διατίθενται με τους ίδιους όρους στο λιανικό εμπόριο! Επιπλέον, η όλη αντίληψη ότι η ύπαρξη μίας Π.Γ.Ε. αποκλείει από την εμπορική χρήση της ονομασίας του προϊόντος όλους τους παραγωγούς που δεν εμπίπτουν σε αυτήν, αποτελεί ένα εξαιρετικά λάθος σήμα για τον πρωτογενή παράγοντα, αποθαρρύνοντας και την περαιτέρω απασχόληση μικρών παραγωγών άλλων ανάλογων προϊόντων, δημιουργώντας έτσι ιστορικό ικανό να το εκμεταλλευτούν και άλλοι βιομηχανικής κλίμακας παραγωγοί διαφόρων προϊόντων. Με την ίδια λογική, οι μελισσοκόμοι δεν θα μπορούν να πουλάνε μέλι παρά μόνον οι μεγάλοι συσκευαστές, οι οικοτέχνες δεν θα μπορούν να ονομάζουν το προϊόν τους μακαρόνι, οι ελαιουργοί δεν θα επιρέπεται να ονομάζουν το προϊόν τους «ελαιόλαδο» αν δεν εμπίπτουν σε κάποιο Π.Ο.Π. κλπ. Το τσίπουρο είναι ένα διαδεδομένο για τη χώρα μας ποτό, που αποτελεί σημαντικό συμπλήρωμα των εσόδων των αγροτών από τις απαρχές της Ελληνικής Πολιτείας. Κινδυνεύει όμως να μετατραπεί από γιορτή και έσοδο για τον αμπελοκαλλιεργητή σε εφιάλτη. Δεν πρέπει το λάθος και η ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε υπηρεσιακούς παράγοντες που με τέχνασμα στον τεχνικό φάκελο έντεχνα προσπάθησαν να αφαιρέσουν το όνομα του τσίπουρου από τους διήμερους και να το κάνουν αποκλειστικό δικαίωμα των βιομηχανικών προϊόντων να επαναληφθεί και να παγιωθεί. Πρέπει να διορθωθεί. Η πρόταση είναι ότι θα πρέπει να αναβαθμιστεί ο ρόλος του παραδοσιακού Τσίπουρου, να γίνουν επισκέψιμα τα διήμερα καζάνια και παράλληλη προβολή του Ελληνικού οικοτεχνικού προϊόντος αμπέλου. Απόσταξη με όλα τα παραδοσιακά μέσα και παράλληλη προώθηση τοπικών οίνων και αποσταγμάτων. Μια Αγροτουριστική δραστηριότητα με σημαντική δυναμική. Ποιο εργοστάσιο θα μπορούσε να προωθήσει παράλληλα σε όλη την Ελλάδα σε κάθε μικρό χωριό ένα τέτοιο τουριστικό προϊόν; Ποιο εργοστάσιο θα μπορούσε να βοηθήσει άμεσα την τοπική οικονομία; Η πρόταση είναι το επώνυμο παραδοσιακό τσίπουρο των διήμερων αμπελουργών να αποστάζεται με αυστηρά πρωτόκολλα και ελέγχους, να κυκλοφορεί με τις απαραίτητες ενδείξεις και αναγραφές, να διατίθεται εμπορικά ελεύθερα χονδρικώς και λιανικώς και γενικά να αντιμετωπίζεται όπως οποιοδήποτε άλλο νόμιμα παραγόμενο προϊόν στην εσωτερική αγορά της χώρας, διεκδικώντας επί ίσοις όροις και χωρίς «εμπόδια» και «τροχοπέδες» από το Νομοθέτη το μερίδιο που του αναλογεί στην αγορά και στην προτίμηση του καταναλωτικού κοινού. Πρέπει λοιπόν το παραδοσιακό προϊόν των αμπελουργών να συνεχίσει να ονομαζεται ΤΣΙΠΟΥΡΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΑΠΟΣΤΑΞΗΣ – ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΑΠΟΣΤΑΞΗΣ με προσθήκη και του συγκεκριμένου τόπου καταγωγής του. Η όποια άλλη ονομασία του αποτελεί προσβολή και κλοπή και δεν εξυπηρετεί κανέναν άλλον, εκτός από τους βιομηχανικούς παραγωγούς.