• Σχόλιο του χρήστη 'Θεόδωρος Γ. Ψυχογυιός' | 3 Απριλίου 2024, 00:16

    Α. Κατ’ αρχήν, συμφωνώ με την, εκ μέρους πολλών σχολιαστών, προτεινόμενη υπαγωγή και άλλων οφειλετών σε νέα ρύθμιση καταβολής των χρεών σε δόσεις, με απάλειψη των τόκων και προσαυξήσεων, για λόγους ισότιμης μεταχείρισης, πλην όμως θεωρώ ότι η ρύθμιση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει οφειλέτες που έχουν χρέη πέραν της πενταετίας και ο συνολικός αριθμός των μηνιαίων δόσεων δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 36 (ή, έστω τις 48), με τη μικρότερη δόση να μην υπολείπεται των 1.000 ευρώ. Εις ό,τι αφορά στις ρυθμίσεις που εισάγονται με το ν/σ, πρέπει να παρατηρηθεί ότι έχουν, πράγματι, γίνει κάποιες διορθωτικές κινήσεις σε προβληματικές διατάξεις του ισχύοντος Κ.Φ.Δ., χωρίς όμως να υπάρξει και συνολική αντιμετώπιση όλων των πλημμελών ρυθμίσεών του. Συγκεκριμένα: Β. Η παράγραφος 2 του άρθρου 30 πρέπει να τεθεί ως εξής: «Ο επιτόπιος φορολογικός έλεγχος διενεργείται στην έδρα ή στην οικία ή και οπουδήποτε αναπτύσσεται οικονομική δραστηριότητα του φορολογουμένου, κατά το επίσημο ωράριο εργασίας της Φορολογικής Διοίκησης, και μπορεί να παρατείνεται μέχρι την ολοκλήρωσή του. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να διενεργεί επιτόπιο φορολογικό έλεγχο και εκτός του επίσημου ωραρίου εργασίας, εφόσον απαιτείται από το είδος των δραστηριοτήτων του φορολογούμενου. Στην περίπτωση αυτή, γίνεται ειδική μνεία στην εντολή φορολογικού ελέγχου. Εφόσον οι χώροι που αναφέρονται στο εδάφιο 1 είναι περίκλειστοι και μη προσιτοί σε τρίτους, η είσοδος σε αυτούς επιτρέπεται μόνο με εντολή του αρμόδιου Εισαγγελέα και ο έλεγχος πραγματοποιείται μόνο με την παρουσία δικαστικού λειτουργού». Για την κατανόηση των πιο πάνω προτεινόμενων αλλαγών βλ. την υπ' αριθμ. 6/2014 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τη συναφή νομολογία και θεωρία επί του άρθρου 9 του Συντάγματος, κατά τις οποίες στον όρο «κατοικία» εντάσσονται, όχι μόνον η κατοικία με τη στενή έννοια, αλλά και η έδρα ως και κάθε χώρος οικονομικής δραστηριότητας του διοικουμένου, εφόσον η ελεύθερη πρόσβαση τρίτων στους χώρους αυτούς δεν είναι δυνατή, χωρίς τη συγκατάθεσή του. Έτσι, υπό τις ως άνω προϋποθέσεις, κατοικία αποτελούν και τα εργοστάσια, οι βιοτεχνίες, άλλοι χώροι εργασίας, αλλά και τα δωμάτια ξενοδοχείου, οι καμπίνες πλοίων ή αμαξοστοιχιών, τα ιδιωτικά σκάφη και αεροσκάφη, τα τροχόσπιτα, οι σκηνές κλπ. (Β. Καράκωστας, Το Σύνταγμα, σελ. 220, Θ. Ψυχογυιός, Προβληματισμοί για την κατ’ οίκον έρευνα των διοικητικών αρχών, ΝΟΜΟΣ). Επισημαίνεται ότι παραβίαση του ασύλου της κατοικίας κατά το άρθρο 9 του Συντάγματος επισύρει ποινικές και αστικές ευθύνες σε βάρος των υπαλλήλων και ακυρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που ανευρέθηκαν κατά τον επιτόπιο έλεγχο (βλ. άρθρο 19 παρ. 3 Συντ/τος). Γ. α. Στο άρθρο 37 (Παραγραφή) και ειδικότερα με την παράγρ. 2α’ ορίζεται και πάλι ότι «εάν εντός του πέμπτου έτους της προθεσμίας παραγραφής, υποβάλλεται αρχική ή τροποποιητική δήλωση ή περιέρχονται σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία κατά την έννοια της παρ. 4 του άρθρου 27 σε υπόθεση που έχει διενεργηθεί πλήρης έλεγχος ή σε κάθε άλλη περίπτωση περιέρχονται σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης πληροφορίες από οποιαδήποτε πηγή εκτός της Φορολογικής Διοίκησης, από τις οποίες προκύπτει φορολογική οφειλή και μόνο για το ζήτημα στο οποίο αφορούν, η παραγραφή παρατείνεται για περίοδο ενός (1) έτους από τη λήξη της πενταετίας» Είναι προφανές ότι με τη διάταξη αυτή παραμένει σε ισχύ η απαράδεκτα ευνοϊκότερη μεταχείριση των μη συνεπών φορολογουμένων, οι οποίοι, προφανώς σκοπίμως, απέφευγαν επί πέντε χρόνια να υποβάλουν φορολογική δήλωση, έναντι των συνεπών φορολογουμένων, που υπέβαλαν εγκαίρως τη φορολογική τους δήλωση και ελέγχονται σε βάθος πενταετίας. Επομένως, θεωρώ ότι, de lege ferenda στην περίπτωση αυτή, η παράταση της προθεσμίας παραγραφής πρέπει να είναι τουλάχιστον τριετής, ώστε η φορολογική διοίκηση να έχει επαρκή χρόνο για έλεγχο, έκδοση και κοινοποίηση των σχετικών καταλογιστικών πράξεων (είναι κοινώς γνωστό ότι ιδίως στις μεγάλες επιχειρήσεις ο φορολογικός έλεγχος ενδέχεται να διαρκέσει επί πολλούς μήνες, ενδεχομένως δε και για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το έτος). β. Στην παράγρ. 2ε’ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «εάν υποβληθεί αίτηση για ακύρωση ή τροποποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 75 ή ακυρωθεί ή τροποποιηθεί άμεσος προσδιορισμός φόρου, πράξη προσδιορισμού φόρου ή πράξη επιβολής προστίμου χωρίς αίτηση του φορολογούμενου, σύμφωνα με το άρθρο 75, για περίοδο ενός (1) έτους μετά την έκδοση της πράξης ακύρωσης ή τροποποίησης του άρθρου 75, και μόνο για το ζήτημα, το οποίο αφορά». Κατ’ αρχάς, παρατηρείται ότι είναι εσφαλμένη η αναφορά της πιο πάνω διάταξης στο άρθρο 75 αντί του άρθρου 74 του ν/σ. Πάντως, εδώ προκύπτει έντονος προβληματισμός και για την ουσιαστική ορθότητα της ρύθμισης αυτής, για δύο βασικούς λόγους: (α) διότι δεν είναι καν εφικτή η επανέκδοση της πράξης που ακυρώθηκε, καθόσον, μετά την έκδοση της ακυρωτικής πράξης για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 74 Κ.Φ.Δ., δεν νοείται επάνοδος της φορολογικής αρχής προς έκδοση νέας καταλογιστικής πράξης (ως εκ τούτου, είναι προδήλως εσφαλμένη και η καταχώριση της ακυρωτικής πράξης του άρθρου 74 (και όχι 75) μεταξύ των εκτελεστών τίτλων είσπραξης στο άρθρο 44 παρ. 2 περ. ι' του ν/σ. (β) διότι η πράξη τροποποίησης, που επίσης εκδίδεται για τους λόγους του άρθρου 74 Κ.Φ.Δ., αποτελεί αυτοτελή εκτελεστό τίτλο (βλ. άρθρο 44 παρ. 2 περ. ι' του ν/σ), που μπορεί να καταστήσει από μόνη της δυνατή την είσπραξη των προς το Δημόσιο οφειλών, άρα, λογικά, παρέλκει η ανάγκη επανέκδοσης της τροποποιηθείσης καταλογιστικής πράξης και, κατ’ επέκταση, η προβλεπόμενη παράταση της σχετικής παραγραφής, για τον σκοπό αυτό, τυγχάνει εξώφθαλμα περιττή (βλ. και τις εύστοχες παρατηρήσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίες της Βουλής επί του άρθρου 30 παρ. 2 του ν. 4701/2020, που εισήγαγε τη σχολιαζόμενη ρύθμιση και είναι απορίας άξιο γιατί ο νομοθέτης αντιπαρήλθε τα πρόδηλα αυτά σφάλματα και δεν μερίμνησε για την άμεση απάλειψή τους). Δ. Στην παράγρ. 4 του άρθρου 45 του ν/σ και μετά το εδάφιο «Με τις προϋποθέσεις της παρ. 1 μπορεί να εγγραφεί υποθήκη για κάθε φόρο και λοιπά έσοδα του Δημοσίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα», ενδείκνυται να τεθεί εδάφιο 2 ως εξής: «Σε κάθε περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 1262 αριθ. 1 του Αστικού Κώδικα εξακολουθεί να ισχύει». Ο λόγος θέσπισης της διάταξης αυτής υπαγορεύεται από την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση 605/2022), που θεώρησε άκυρη την εγγραφή υποθήκης για λογαριασμό του Δημοσίου, εφόσον δεν συτρέχουν οι προϋποθέσεις των νυν προτεινόμενων άρθρων 45 και 48, περιστέλλοντας έτσι σημαντικά την ακώλυτη δυνατότητα του Δημοσίου να εξασφαλίζει τις απαιτήσεις του μέσω της εγγραφής υποθήκης και περιορίζοντας έτσι σημαντικά τις εισπρακτικές του δυνατότητες. Ε. Θεωρώ ότι οι ρυθμίσεις περί διακοπής και αναστολής της παραγραφής στο άρθρο 50 του ν/σ (όπως και στον ισχύοντα Κ.Φ.Δ.) είναι προδήλως ελλειμματικές και, σε κάθε περίπτωση, εντελώς περιττές, αφού θα μπορούσε να γίνει παραπομπή στις αναλυτικές προβλέψεις των άρθρων 138 και 137 του ν. 4270/14, οι οποίες ισχύουν για τις λοιπές απαιτήσεις του Δημοσίου (καλό είναι να αποφεύγονται περιττές διαφοροποιήσεις επί ομοίων θεσμών). Τέλος, πιστεύω ότι η (προϋπάρχουσα) πειθαρχική διάταξη του πιο πάνω άρθρου είναι ανεπίτρεπτα επιεικής, αφού δίνει ένα ευρύτατο περιθώριο στο αρμόδιο εισπρακτικό όργανο να αδρανεί ατιμωρητί επί πέντε έως έξη χρόνια (δηλ. μέχρι τα πρόθυρα της παραγραφής!), χωρίς να ενδιαφέρεται καν για την ταχεία επίσπευση της εκτελεστικής διαδικασίας και την είσπραξη της οφειλής. Σημειωτέον δε ότι δεν προβλέπεται απολύτως καμία πειθαρχική συνέπεια ούτε για την αδράνεια του οργάνου να λάβει διασφαλιστικά μέτρα ή να επιβάλει εμπράγματα βάρη σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, πράγμα εντελώς ανεπίτρεπτο.- Θεόδωρος Γ. Ψυχογυιός Επίτιμος Αντιπρόεδρος ΝΣΚ