• Σχόλιο του χρήστη 'Γιώργος Κορομηλάς' | 4 Απριλίου 2024, 12:49

    1. Άρθρο 79 παράγραφος 4 περίπτωση β’ : Στην περίπτωση αυτή προβλέπεται ότι όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ ενώ στο άρθρο 66 παράγραφο; 5 περίπτωση β’ του Ν.4987/2022 ορίζεται ότι, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Επισημαίνεται ότι, με το άρθρο 15 «Μειωμένη Ποινή – Τροποποίηση άρθρου 83 του Ποινικού Κώδικα» του Ν.5090/2024 η περίπτωση δ’ του άρθρου 83 του Π.Κ. προβλέπει ότι αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα (10) έτη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη. 2. Πρέπει να ενταχθεί στο άρθρο 79 η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν.1882/1990 η οποία αφορά το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο ποσών άνω των 100.000,00 ευρώ για διάστημα πέραν των τεσσάρων (4) μηνών : α) Στην παράγραφο 1 του άρθρου 79 να οριοθετηθεί το αδίκημα, (να προστεθεί περίπτωση δ’). β) Στην παράγραφο 2 να οριοθετηθούν οι ποινές, (να προστεθεί περίπτωση γ΄). 3. Στα άρθρα 57 και 58 να ενσωματωθούν οι κυρώσεις του άρθρου 13 του Ν.2523/1997 «Αναστολή λειτουργίας επαγγελματικών εγκαταστάσεων, επιβολή ειδικής χρηματικής κύρωσης και ειδικού προστίμου». Εναλλακτικά οι διατάξεις αυτές δύναται να ενσωματωθούν ως νέο άρθρο. 4. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 75 να γίνει παραπομπή στην απόφαση της παραγράφου 49 του άρθρου 85 αντί της παραγράφου 10 του ίδιου άρθρου. 5. Η περίπτωση ιβ’ του άρθρου 3 προτείνεται να αντικατασταθεί ως ακολούθως : «ιβ) ως «υποτροπή» νοείται η κατόπιν ελέγχου διαπίστωση της διάπραξης της παράβασης εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από την κοινοποίηση της πράξης, με την οποία διαπιστώθηκε ίδια παράβαση και επιβλήθηκε κύρωση γι’ αυτήν. Νέα υποτροπή είναι η κατόπιν ελέγχου διαπίστωση διάπραξης νέας ίδιας παράβασης μετά την υποτροπή, εντός πέντε (5) ετών από την κοινοποίηση της πράξης, με την οποία διαπιστώθηκε η αρχική παράβαση και επιβλήθηκε κύρωση γι’ αυτήν.» 6. Η παράγραφος 4 του άρθρου 9 προτείνεται να αντικατασταθεί ως ακολούθως : «Απαντήσεις που παρέχονται ή απόψεις που διατυπώνονται από υπάλληλο της Φορολογικής Διοίκησης, σχετικά με την ερμηνεία της φορολογικής νομοθεσίας, δεσμεύουν τη Φορολογική Διοίκηση». Πρέπει να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα με βάση και την παρατήρηση της επιστημονικής επιτροπής της Βουλής για το Ν.4174/2013 λόγω χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του φορολογουμένου προς τη διοίκηση. 7. ¨Αρθρο 32 και παράγραφος 33 του άρθρου 83 (αφορούν τις έμμεσες μεθόδους ελέγχου: α) Στην παράγραφο 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όρια της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα, ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.». Με τη διάταξη αυτή παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Τίθεται δε ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Η εξουσιοδοτική, επομένως, διάταξη πρέπει να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, αν περιλαμβάνει δηλαδή μεγάλο ή μικρό αριθμό περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η ευρύτητα της εξουσιοδότησης, εφόσον το περιεχόμενο της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 43 προβλέπεται ότι φορέας της νομοθετικής εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον όμως παρέχεται εξουσιοδότηση προς ρύθμιση, μεταξύ άλλων, «ειδικότερων» θεμάτων. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενο τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ' ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Οι ανωτέρω ουσιαστικές ρυθμίσεις μπορούν να υπάρχουν τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδότησης, (βλ. ΣτΕ 4242/2015, ΣτΕ 3070/2015, ΣτΕ 2325/2013, ΣτΕ 1210/2010 Ολομ.). Εξάλλου, οι κανονιστικές πράξεις δεν χρήζουν αιτιολογίας, αλλά ελέγχονται μόνον από την άποψη της τήρησης των όρων της εξουσιοδοτικής διάταξης, βάσει της οποίας εκδίδονται, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της εξουσιοδότησης. Προκειμένου δε να είναι εφικτός ο έλεγχος αυτός, πρέπει να περιλαμβάνονται μεταξύ των στοιχείων του φακέλου και τα εκτιμηθέντα από τη διοίκηση στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της έκδοσης της κανονιστικής απόφασης, τα οποία είτε αναφέρονται στην εξουσιοδοτική διάταξη, είτε είναι σύμφωνα με το πνεύμα και το σκοπό της (ΣτΕ 230, 1585/2002 7μ., 2107/2009, 3626/2010). Επιπλέον, δεν υφίσταται στάδιο διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης κατά την έκδοση της κανονιστικής πράξης, όταν από την ίδια τη νομοθετική εξουσιοδότηση τάσσονται κατά τρόπο δεσμευτικό για τη διοίκηση συγκεκριμένοι και σαφείς όροι και προϋποθέσεις, οι οποίοι πρέπει απαραιτήτως να τηρηθούν για τη νόμιμη έκδοση της πράξης (ΣτΕ 2230/2000). Στην παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος..». Στην παράγραφο 4 του άρθρου 78 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «4. Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία και η απονομή των συντάξεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης.». Με το άρθρο 32, ουσιαστική ρύθμιση του τυπικού νόμου, ορίζεται ότι «Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να προβαίνει σε εκτιμώμενο, διορθωτικό ή προληπτικό προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης και με την εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από τις κατωτέρω τεχνικές ελέγχου : α) της αρχής των αναλογιών, β) της ανάλυσης ρευστότητας του φορολογούμενου, γ) της καθαρής θέσης του φορολογούμενου, δ) της σχέσης της τιμής πώλησης προς τον συνολικό όγκο κύκλου εργασιών και ε) του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά. Με τις ως άνω τεχνικές μπορούν να προσδιορίζονται τα φορολογητέα εισοδήματα των φορολογουμένων, τα ακαθάριστα έσοδα, οι εκροές και τα φορολογητέα κέρδη των υπόχρεων βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της ελεγκτικής.», άρα η ουσιαστική ρύθμιση του τυπικού νόμου εξαντλείται στην επιγραμματική αναφορά των τίτλων, των θεσπισθεισών έμμεσων μεθόδων. Με την παράγραφο 33 του άρθρου 83 παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. για τον καθορισμό του ειδικότερου περιεχομένου των ανωτέρω τεχνικών ελέγχου, του τρόπου εφαρμογής τους και κάθε σχετικού θέματος. Στον βαθμό που με τις διατάξεις του άρθρου 32 εισάγεται εναλλακτική βάση υπολογισμού του αντικειμένου του φόρου, υπό την έννοια της θέσπισης συστήματος έμμεσου (τεκμαρτού) προσδιορισμού των ακαθαρίστων εσόδων, των φορολογητέων εκροών του Φ.Π.Α. και των φορολογητέων κερδών των φορολογουμένων, παρατηρείται ότι, ενόψει της γενικότητας και του αφηρημένου χαρακτήρα των ρυθμίσεων, ο ειδικότερος προσδιορισμός του περιεχομένου τους δεν μπορεί να αποτελέσει, κατ’ άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης, (βλ. Η. Αργυρός, Γ. Κορομηλάς, Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, Tax Advisors, 2022, σ. 127-128 και ΣτΕ 2979/2027 Δ’ τμήματος). Στο σημείο αυτό τονίζεται ότι, ο τρόπος προσδιορισμού των ακαθαρίστων εσόδων, των φορολογητέων εκροών και των φορολογητέων κερδών των φορολογούμενων, στον προϊσχύοντα Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν.2238/1994), ο οποίος ίσχυε έως και την 31.12.2013 ήταν, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος, στον τυπικό νόμο, (άρθρο 30 «Ακαθάριστο εισόδημα» και άρθρο 32 «Προσδιορισμός ακαθαρίστου και καθαρού εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα με αντικειμενικό τρόπο».) και δεν αποτελούσε αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, υπό την έννοια ότι πρέπει να προσδιορίζει καθ’ ύλην το αντικείμενό της, ήτοι να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, ασχέτως, δηλαδή αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος ο αριθμός των περιπτώσεων τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει, βάσει της συγκεκριμένης νομοθετικής εξουσιοδότησης, κανονιστικώς. Η ευρύτητα της εξουσιοδότησης, εφόσον το περιεχόμενό της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της από πλευράς Συντάγματος. Όταν δε πρόκειται για ειδικότερο ζήτημα, απαιτείται, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ' ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (Βλ. Γ. Μέντης – Α. Μουζάκης – Ν. Πέττας, Έμμεσες τεχνικές προσδιορισμού φορολογητέας ύλης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σ. 97 και ΣτΕ Ολ. 1749/2016, 2150, 2148, 2090, 520, 148-150/2015, 3299, 3013/2014, 2186/2013, 235/2021, 1297-1300, 738/2011, 3427, 1210/2010). Εξάλλου, με την εκδοθείσα 510/2019 απόφαση του ΣτΕ (σκ. 13) κρίθηκε ότι : «13. Επειδή, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Τίθεται δε ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Η εξουσιοδοτική, επομένως, διάταξη πρέπει να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, αν περιλαμβάνει δηλαδή μεγάλο ή μικρό αριθμό περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Η ευρύτητα της εξουσιοδοτήσεως, εφόσον το περιεχόμενό της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι, στην περίπτωση που παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προς ρύθμιση ειδικών θεμάτων, στην περίπτωση δηλαδή του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, φορέας της εξουσιοδοτήσεως μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως, εφόσον όμως πρόκειται, μεταξύ άλλων, περί «ειδικότερων» θεμάτων. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδοτήσεως αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Οι ανωτέρω ουσιαστικές ρυθμίσεις μπορούν να υπάρχουν τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (βλ. ΣτΕ 1210/2010 Ολομ., 3013/2014 Ολομ., 520/2015 Ολομ.).». Συνεπώς, η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 83 παρ. 33, που παρέχει τη δυνατότητα στη Διοίκηση να ρυθμίσει «..το ειδικότερο περιεχόμενο τεχνικών ελέγχου της παραγράφου 1, ο τρόπος εφαρμογής τους..» δεν είναι ειδική και ορισμένη, εφόσον δεν καθορίζονται στην εξουσιοδότηση αυτή ειδικώς και συγκεκριμένως τα θέματα που μπορούν να ρυθμισθούν κανονιστικώς (ΣτΕ 3698/2006, πρβ. Ολομ. Σ.Ε. 2304, 1466/1995). Ειδικότερα, η ουσιαστική ρύθμιση του τυπικού νόμου εξαντλείται στην επιγραμματική αναφορά των τίτλων, των θεσπισθεισών έμμεσων μεθόδων. Συνάγεται δε, ευχερώς, ότι η αντιπαραβολή μεταξύ της ουσιαστικής ρύθμισης, ήτοι του τίτλου της έμμεσης τεχνικής και των κανονιστικών αποφάσεων για τις έμμεσες μεθόδους, δεν φαίνεται να πληροί την προϋπόθεση, ότι οι δεύτερες, ήτοι οι κανονιστικές αποφάσεις, είναι μερικότερες περιπτώσεις εν σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση (Γ. Μέντης – Α. Μουζάκης – Ν. Πέττας, Έμμεσες τεχνικές προσδιορισμού φορολογητέας ύλης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σ. 98). β) Σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτή η ως άνω παρατήρηση, να απαλειφθεί από την παράγραφο 33 του άρθρου 83 η φράση «της παρ. 1» και η εξουσιοδοτική διάταξη να διατυπωθεί : «33. Με απόφαση του Διοικητή καθορίζονται το ειδικότερο περιεχόμενο των τεχνικών ελέγχου του άρθρου 32, περί μεθόδων έμμεσου προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης, ο τρόπος εφαρμογής τους, καθώς και κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου». 8. Στο άρθρο 84 να συμπεριληφθούν οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 70 του Ν.4987/2022 μετά τις σχετικές προσαρμογές. 9. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 53 να προστεθεί περίπτωση δ’ ως εξής : «δ) Αρχικής ή εμπρόθεσμης δήλωσης λοιπών φόρων – τελών και εισφορών εφόσον το ποσό όπου προκύπτει προς καταβολή είναι έως εκατό (100_ ευρώ. 10. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 53 να διαγραφεί η λέξη ιδίως διότι καθιστά την παράθεση των παραβάσεων ενδεικτική και όχι περιοριστική. 11. Να περιληφθεί διάταξη για την ισχύ των κανονιστικών αποφάσεων και διοικητικών πράξεων των Ν.4174/2013 και Ν.4987/2022. 12. Στο άρθρο 6 να αναριθμηθούν οι παράγραφοι 3 και 4 σε παραγράφους 2 και 3. 13. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 65 η απόσβεση του δικαιώματος του Δημοσίου για έκδοση πράξης επιβολής προστίμου που υπολογίζεται από το τέλος του έτους διαπίστωσης της παράβασης να είναι από το τέλος του έτους διάπραξης της παράβασης. 14. Να προηγηθούν τα άρθρα 66 και 67 και να ακολουθήσει το άρθρο 65, δηλαδή ως 65 να τεθεί το άρθρο 66, ως 66 να τεθεί το άρθρο 67 και ως 67 να τεθεί το άρθρο 65. 15. Στο α’ εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 72 προβλέπεται ότι «3. Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%).». Με δεδομένη τη θέση της Διοίκησης που έχει εκφρασθεί με την ΠΟΛ.1064/2017 (δ’ εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 5 του κεφαλαίου Β’) ότι η καταβολή μπορεί να γίνει και μετά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής και, πάντως το αργότερο, μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή, σε περίπτωση μη έκδοσης απόφασης, εντός των εκατόν είκοσι (120) ημερών που προβλέπονται για την έκδοσή της, προτείνεται η επαναδιατύπωση του α’ εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 72 ως ακολούθως : «3. Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%) άμεσα, εφόσον δεν έχει υποβληθεί αίτημα αναστολής, ή σε περίπτωση υποβολής αιτήματος αναστολής μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή, σε περίπτωση μη έκδοσης απόφασης, εντός του χρόνου που προβλέπεται για την έκδοσή της.». 16. Στο άρθρο 75 : α) Να τεθεί ο αριθμός παραγράφου 1 που έχει εκ’ παραδρομής παραληφθεί, β) Να τεθούν τα ποσοστά μείωσης, ανά στάδιο αποδοχής, των περιπτώσεων α’, β’ γ’ και δ’, και β) Να γίνει παραπομπή στην παρ. 49 του άρθρου 83 αντί για την παρ. 10. Συνεπώς η παράγραφος 1 του άρθρου 33 προτείνεται να επαναδιατυπωθεί ως εξής : «Οι προσαυξήσεις και τα πρόστιμα που οφείλονται δυνάμει του παρόντος μειώνονται, αν ο φορολογούμενος αποδεχθεί την κύρια οφειλή του με αυτοματοποιημένη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται με την απόφαση της παρ. 49 του άρθρου 83, με ποσοστά τα οποία διαμορφώνονται αναλόγως του σταδίου αποδοχής. Τα στάδια αποδοχής και τα ποσοστά μείωσης έχουν ως εξής:: α) μετά την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου ή πρόσκλησης παροχής πληροφοριών του άρθρου 14, και έως την κοινοποίηση προσωρινού προσδιορισμού του φόρου ποσοστό μείωσης ΧΧ%, β) μετά την κοινοποίηση του προσωρινού προσδιορισμού του φόρου και μέχρι την κοινοποίηση της οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ποσοστό μείωσης ΧΧ%, γ) μετά την κοινοποίηση της οριστικής πράξης προσδιορισμού φόρου, ενόσω διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) και μέχρι την έκδοση απόφασης επ’ αυτής ποσοστό μείωσης ΧΧ%, και δ) από την έκδοση της απόφασης της Δ.Ε.Δ., ενόσω διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής και πριν από την πρώτη συζήτησή της ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου ποσοστό μείωσης ΧΧ%». 17. Η παράγραφος 49 του άρθρου 83 να επαναδιατυπωθεί ως εξής : «49. Με απόφαση του Υπουργού, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή, δύναται να ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 75, η διαδικασία αποδοχής καθώς και λοιπά τεχνικά, ειδικά και λεπτομερειακά θέματα για την εφαρμογή του άρθρου 75».