• Σχόλιο του χρήστη 'ΚΑΤΑΒΑΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ' | 7 Απριλίου 2016, 15:00

    Το ύψος του οριζόμενου παραβόλου (0,5%), λαμβανομένης υπόψη της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσεως, είναι ιδιαίτερα υψηλό για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην προστασία των οποίων σκοπεί πρωτίστως η υπό ενσωμάτωση δικονομική οδηγία και επομένως εισάγει εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος τους, αφού εξαρτά την ευχέρεια προσφυγής τους κατά των παρανόμων πράξεων της διοίκησης από την οικονομική και μόνο δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στην επιπρόσθετη αυτή εκταμίευση.Εξ άλλου, τυχόν επίκληση της αποτροπής της καθυστέρησης της προόδου των διαγωνισμών από την άσκηση πρόδηλα αβάσιμων προσφυγών, δεν δικαιολογεί την επιβολή του και μάλιστα σε αυτό το ύψος, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του 20 του ν/σχεδίου κωλύεται μόνο η υπογραφή της σύμβασης, κατά δε το άρθρο 22 η αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης μέχρι την έκδοση απόφασης από την ΑΕΠΠ παρέχεται μόνον κατόπιν πράξεως της ΑΕΠΠ και επομένως συνοπτικού έστω ελέγχου της βασιμότητάς τους. Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να περιοριστούν οι συνέπειες της άσκοπης εκ προοιμίου και δυσχερούς υπό τις παρούσες συνθήκες εκταμίευσης χρημάτων για την καταβολή του, θα μπορούσε το ποσό αυτό να καταλογίζεται ως χρηματική ποινή σε βάρος του προσφεύγοντος περίπτωση απόρριψης της προσφυγής του ως αβάσιμης με την απόφαση της ΑΕΠΠ. Τέλος εφόσον κρίνεται, παρ' όλα αυτά, αναγκαία η διατήρηση του παραβόλου, πρέπει, τόσο το ποσοστό όσο και τα όρια του, να αναμορφωθούν επί το αναλογικότερο (0,1% επί του προϋπολογισμού- πρβλ. άρθρο 15 παρ.6 του πδ 118/2007- και αντίστοιχα στό ήμισυ το κατώτερο και ανώτερο όριο, δηλ. 250 € και 2.500 € αντιστ.).