• Σχόλιο του χρήστη 'Γιώργος' | 10 Μαΐου 2017, 09:41

    Σε συνέχεια του εξαιρετικού σχολίου του Αλέξανδρου Σουρτζή (10 Μαΐου 2017, 01:58), με το οποίο ο συγγραφέας του, με ορθολογικά και όχι δογματικά επιχειρήματα, επιχειρεί να διατυπώσει την αντίθεσή του στις διατάξεις του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, θα ήθελα να προσθέσω τα εξής: Ως προς τη διαστρέβλωση των εννοιών και την αυθαίρετη απομάκρυνση τους από την πραγματικότητα που συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις και τη βιώνουμε, προσθέτω την πολύ παλαιότερη ρήση του Θουκυδίδη: «Σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερή ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλ’ όταν έρθη ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κ’ ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί. Ο εμφύλιος πόλεμος, λοιπόν, μεταδόθηκε από πολιτεία σε πολιτεία. Κι όσες πολιτείες έμειναν τελευταίες, έχοντας μάθει τι είχε γίνει αλλού, προσπαθούσαν να υπερβάλλουν σ’ επινοητικότητα, σε ύπουλα μέσα και σε ανήκουστες εκδικήσεις. Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα (φιλέταιρος), η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρείας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζωνται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή. Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Όποιον επινοούσε κανένα τέχνασμα και πετύχαινε, τον θεωρούσαν σπουδαίο, κι όποιον υποψιαζόταν σύγκαιρα και φανέρωνε τα σχέδια του αντιπάλου, τον θεωρούσαν ακόμα πιο σπουδαίο. Ενώ όποιος ήταν αρκετά προνοητικός, ώστε να μην χρειαστούν τέτοια μέσα, θεωρούσαν ότι διαλύει το κόμμα και ότι είναι τρομοκρατημένος από την αντίπαλη παράταξη. Με μια λέξη, όποιος πρόφταινε να κάνη κακό πρίν από άλλον, ήταν άξιος επαίνου, καθώς κ’ εκείνος που παρακινούσε στο κακό όποιον δεν είχε σκεφτή να το κάνη» (μετάφραση Άγγελου Σ. Βλάχου, εκδ. Εστία 1999). Στην πραγματικότητα που συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας υπάρχουν πράγματα και πρόσωπα που είναι έτσι όπως είναι είτε μας αρέσει είτε όχι. Πολλοί θα προτιμούσαμε να είχαμε γεννηθεί σε άλλη χώρα, με άλλους γονείς, να είχαμε φοιτήσει σε άλλα σχολεία, κ.ο.κ. Εντούτοις, γεννηθήκαμε στη συγκεκριμένη χώρα, με τους συγκεκριμένους γονείς, φοιτήσαμε στα συγκεκριμένα σχολεία, κ.ο.κ. Οι παραπάνω καταστάσεις δεν αλλάζουν είτε μας αρέσει είτε όχι. Βέβαια, καθορίζουμε οι ίδιοι το μέλλον μας σύμφωνα με τις προθέσεις και τις προσπάθειές μας. Σ’ αυτό ακριβώς, ή, όπως το αποκαλεί η επιστήμη του δικαίου, στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης, θεμελιώνεται το δικαίωμα κάθε προσώπου αν αυτοπροσδιορίζεται, δηλαδή να έχει οποιοδήποτε ερωτικό προσανατολισμό, να επιλέγει τις κοινωνικές συναναστροφές του, να ζει τη ζωή ελεύθερο από περιορισμούς που θέτει το δίκαιο‧ απέναντι στους περιορισμούς που θέτει η πραγματικότητα, όμως, δεν έχει καμία αξίωση, αλλά ούτε και το δίκαιο έχει την εξουσία να τους άρει. Το ότι ένα νεογνό γεννήθηκε με αρσενικά ή θηλυκά βιολογικά χαρακτηριστικά είναι μια πραγματικότητα που ούτε το δίκαιο ούτε ο άνθρωπος έχουν την εξουσία να ανατρέψουν. Γι’ αυτό το λόγο, και η μοναδική εξαίρεση που μπορώ νε δεχτώ ως προς τη «διόρθωση φύλου» είναι η περίπτωση όπου ένα παιδί γεννιέται με βιολογικά χαρακτηριστικά και των δύο φύλων (π.χ. ανδρικά και γυναικείο γεννητικά όργανα). Είναι η μόνη περίπτωση όπου η φύση «έκανε λάθος» (στην πραγματικότητα, δεν το έκανε η φύση το λάθος, αλλά ο άνθρωπος, που με τη μόλυνση του περιβάλλοντος και τον τρόπο ζωής του κατατείνει στην αλλοίωση του γενετικού υλικού του, η οποία αντανακλάται τελικώς στους απογόνους του), και ο άνθρωπος πρέπει να το αποκαταστήσει. Στη ζωή του, όμως, ο άνθρωπος διαπιστώνει ότι δεν θέλει να ζήσει σύμφωνα με τα βιολογικά χαρακτηριστικά που γεννήθηκε. Η σφαίρα της ιδιωτικής ζωής είναι τόσο προσωπική, μέχρι και εσωτερική, ώστε καμία νομοθεσία, οποιασδήποτε χώρας του κόσμου, δεν θα μπορούσε και, κατά τη γνώμη μου, δεν θα έπρεπε να εισβάλει. Ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, έχει το δικαίωμα να μεταβάλει και το σώμα του, προκειμένου κι αυτό να εξυπηρετεί τον τρόπο ζωής που θέλει να ζει. Μόλις το κάνει αυτό, έχει δικαίωμα να λέει: «Γεννήθηκα άντρας, αλλά θέλησα να ζω σαν γυναίκα, κι έγινα γυναίκα». Όπου γυναίκα σημαίνει ένα πρόσωπο όπως η δική μου γυναίκα, τουλάχιστον τόσο όσο η σύγχρονη και, ενδεχομένως, η μελλοντική επιστήμη θα του επιτρέψει να γίνει. Ωστόσο, δεν είναι γυναίκα ένα πρόσωπο, το οποίο μοιάζει σαν εμένα που είμαι άντρας, το οποίο απλώς θέλει να λέγεται «Μαρία». Ένα τέτοιο πρόσωπο δεν μπορεί παρά να λέγεται «Γιώργος». Μέχρι εκεί, λοιπόν. Όπως παραδέχεται και ο Θουκυδίδης τόσους αιώνες πριν, ερχόμαστε κάποιοι στη δύσκολη θέση να υποστηρίξουμε έννοιες αυτονόητες, που για τόσους αιώνες κανένας δεν είχε μπει στον κόπο να υποστηρίξει, απλούστατα διότι ήταν αυτονόητες. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει πιο δύσκολη προσπάθεια από το να εξηγείς το αυτονόητο. Θα ήθελα πολύ να είχα διαβάσει σ’ αυτή τη διαβούλευση λογικά επιχειρήματα από την πλευρά των υποστηρικτών του προτεινόμενου σχεδίου νόμου κι ενδεχομένως να είχα πεισθεί για την ορθότητά τους. Εντούτοις κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Δυστυχώς διαβάζουμε θέσεις σύμφωνα με τις οποίες «δεν υπάρχει φύλο, υπάρχει φάσμα φύλων» και «είμαστε κι εμείς άνθρωποι κι έχουμε αυτονόητα δικαιώματα». Θα εκμυστηρευτώ λοιπόν τα εξής: Θα ήθελα πολύ να ζούσα σε μια χώρα όπως η Γερμανία με την ελάχιστη ανεργία και τη συνεχή μέριμνα για την εύρεση εργασία, η Αγγλία με το εξαιρετικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, να φοιτούσα σε γαλλικά πανεπιστήμια και τέλος να έκανα κάθε χρόνο διακοπές στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και να επιθεωρούσα τις πετρελαιοπηγές που μου ανήκουν. Είμαι άνθρωπος κι έχω δικαιώματα και δεν μπορώ να απολάυσω κανένα από τα παραπάνω δικαιώματα. Γεννήθηκα Έλληνας, παραμένω Έλληνας μέχρι να συμπληρώσω ενδεχομένως ορισμένο χρόνο σε μια άλλη χώρα και αυτή χώρα, αν το επιθυμεί, να μου δώσει την ιθαγένειά της. Οι περιορισμοί που θέτει η πραγματικότητα είναι αυτοί που είναι κι όταν ζητάς, ο νομοθέτης να αλλάξει τις έννοιες στα λεξικά για ν’ ασκείς εσύ το δικαίωμά σου στην φαντασιοπληξία και την ουτοπία, γιατί «έχεις δικαιώματα», μάλλον δεν έχεις καταλάβει πράγματα από τη ζωή σου. Ας δεχτούμε όμως ότι το φύλο είναι φάσμα. Στο παιδί μου θα πω, ότι έκανα λάθος όταν γεννήθηκε και το δήλωσα Μαρία‧ κάτι τέτοιο είναι τυραννικό, έπρεπε να το δηλώσω ως πρόσωπο που φέρει γυναικεία βιολογικά χαρακτηριστικά και το οποίο θα ονοματοδοτηθεί όταν αποφασίσει σε ποιο σημείο του «φάσματος» βρίσκεται. Θα του φορούσα και ανδρικά και γυναικεία ρούχα, γιατί το αντίθετο θα ήταν επιβολή της πλειοψηφίας στις μειοψηφίες και μάλιστα θα έπρεπε να απαιτήσω από τους κατασκευαστές ρούχων να κατασκευάζουν και «άφυλα» ρούχα, με το επιχείρημα ότι το «φύλο είναι φάσμα». Θα μπορούσα να συνεχίσω αλλά πρέπει να κλείσω εδώ. Κάτι τελευταίο μόνο και θα το ζητήσω ως μειοψηφία: Ο νομοθέτης έσπευσε να κατοχυρώσει τις μειοψηφίες με ποικίλα νομοθετήματα και καλώς έπραξε. Δυστυχώς όμως στη σκληρή πραγματικότητα που ζούμε οι πολίτες αυτής της χώρας, το «ζην προηγείται του ευ ζην». Πρώτα πρέπει να εξασφαλίσουμε την επιβίωσή μας, η οποία και είναι που απειλείται σήμερα, και μετά θα τα βρούμε όλα τ’ άλλα. Ας μειώσουμε την ανεργία, ας ανοίξουμε σχολεία (και όχι μόνο δημοτικά κ.λπ. αλλά και παιδικούς σταθμούς), ας βελτιώσουμε τα νοσοκομεία, ας παρέχουμε πρώτα ελπίδα για το αύριο για όλους, έμφυλους και άφυλους, και μετά θα τα βρούμε και τα υπόλοιπα (τα δικαιώματα «τρίτης γενιάς»). Εξασφαλίζοντας πρώτα τα τελευταία και ξεχνώντας, ει μη σκοτώνοντας τα πρώτα, ο νομοθέτης κάνει ένα λογικό άλμα. Πώς θα σας φαινόταν αν, ως πατέρας, δεν έχω χρήματα να αγοράσω γάλα για το παιδί μου, αλλά σχεδιάζω που θα πάω διακοπές το καλοκαίρι; Σε μια πολιτισμένη χώρα που έχει λύσει το «ζην» και προχώρησε στο «ευ ζην», τέτοια νομοσχέδια προτείνονται έπειτα από διαβούλευση, εκτός από τους πολίτες ενδεχομένως, και με επιστημονικούς φορείς διαφόρων προελεύσεων, ανθρώπους με γνώσεις και κύρος να τάμουν τα αναφυόμενα ζητήματα και να πείσουν για την ορθότητα των καινοτομιών ενός νόμου. Αντίθετα, στην Ελλάδα μας προτείνουμε ένα νομοσχέδιο χωρίς αιτιολογική έκθεση και αφήνουμε τους πολίτες μας, διαβουλευόμενοι, να «βγάλουν τα μάτια τους», τα πορίσματα που θα εξαχθούν να τα συμπεριλάβουμε σε μια αιτιολογική έκθεση, να ψηφίσουμε και το νόμο και να είμαστε ευχαριστημένοι όλοι, και η σιωπούσα πλειοψηφία και οι θορυβούσες μειοψηφίες.