• Το άρθρο αυτό είναι ιδιαίτερα προβληματικό, καθώς στην παράγραφο 2 απαιτείται το πρόσωπο να έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, ενώ στην παράγραφο 3 να μην είναι έγγαμο. Και οι δύο παράγραφοι αποκλίνουν από τα Ευρωπαϊκά στάνταρντς όπως έχουν τεθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ) από την Απόφαση 2048(2015) της Ολομέλειας της Κοινοβουλευτικής Διάσκεψης του ΣτΕ, όπου στο σημείο 6.2.3. αναφέρεται: «6.2.3. Αφαιρέστε όλους τους περιορισμούς στο δικαίωμα των διεμφυλικών ανθρώπων αναφορικά με υπάρχοντα γάμο σε σχέση με την αναγνώριση του φύλου τους», ενώ στο σημείο 6.2.4. αναφέρεται ότι: «διασφαλίστε ότι το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών βρίσκεται σε πρωτεύουσα θέση σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά», καθώς επίσης στο σημείο 6.2.1 αναφέρεται ότι οι διαδικασίες πρέπει να είναι διαθέσιμες ανεξαρτήτως ηλικίας. Ακόμη, αποτελεί σχήμα οξύμωρο σε σχέδιο νόμου που τα άρθρα 8 έως 13, στόχο έχουν να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των παιδιών, στα προηγούμενα άρθρα αφαιρούνται δικαιώματα από τα ανήλικα πρόσωπα. Είναι πέρα από φανερό ότι ο περιορισμός μόνο στα πρόσωπα που έχουν πλήρη δικαιοπρακτικά δικαιώματα: α) αποκλείει τα ανήλικα πρόσωπα, συνεπώς παραβιάζονται τα δικαιώματα των ανηλίκων και δεν διασφαλίζεται το βέλτιστο συμφέρον τους, καθώς τα τρανς παιδιά και έφηβοι όπως είναι αποδεδειγμένο από διεθνείς και ευρωπαϊκές έρευνες βιώνουν στον μέγιστο βαθμό παρενοχλήσεις, ενδοσχολικό εκφοβισμό ή και βία στη βάση της ταυτότητας ή έκφρασης φύλου τους – μάλιστα τα ποσοστά αυτοκτονιών ανάμεσα στα τρανς παιδιά και έφηβους αγγίζουν το τρομακτικό ποσοστό του 40% λόγω της μη αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου τους, β) Η αναφορά σε πλήρη δικαιοπρακτικά δικαιώματα, πέραν του αποκλεισμού των ανήλικων προσώπων, είναι εξ αντικειμένου προβληματική, καθώς η ταυτότητα φύλου είναι μία πραγματική κατάσταση που δεν μπορεί να συνδέεται με την ικανότητα του προσώπου να συνάπτει συμβάσεις (δικαιοπραξία), είναι εντελώς άσχετα πράγματα, ενώ μας ανησυχεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι πολλοί τρανς άνθρωποι που βρίσκονται στη διαδικασία της φυλομετάβασης για να μπορούν να έχουν πρόσβαση στην ορμονοληψία απαιτείται να λάβουν ψυχιατρική διάγνωση «δυσφορίας ταυτότητα φύλου», γεγονός που μπορεί από κακόβουλα πρόσωπα να εκληφθεί ως λόγος που θέτει σε αμφιβολία την πλήρη δικαιοπρακτική τους ικανότητα. Πέραν όλων των παραπάνω, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν, ότι η ισχύουσα νομοθεσία (ν. 344/1976), δεν έχει τέτοιες σκληρές προϋποθέσεις, ούτε αναφορικά με την ανηλικότητα, ούτε για δικαιώματα πλήρους δικαιοπραξίας, ούτε το πρόσωπο να μην είναι έγγαμο. Συνεπώς με αυτές τις δύο παραγράφους: α) παραβιάζονται τα δικαιώματα των ανήλικων, β) δυνάμει μπορεί να παραβιαστούν δικαιώματα και ενηλίκων προσώπων, γ) θα διαλύεται η υπάρχουσα οικογενειακή ζωή ενός προσώπου, καθώς το πρόσωπο θα καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε δύο θεμελιώδη δικαιώματά του, δ) ενώ δεν υπήρχαν αυτές οι προϋποθέσεις στον υπάρχοντα νόμο, το πλαίσιο γίνεται πιο ασφυκτικό και πιο περιοριστικό, και ε) παρέλκονται τα στάνταρντς του Συμβουλίου της Ευρώπης. Προτείνουμε την αναδιατύπωση του άρθρου ως ακολούθως: Άρθρο 3 .– Διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου – Προϋποθέσεις. Όλα τα πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα αιτήματος διόρθωσης του καταγεγραμμένου φύλου, και την αλλαγή του κυρίου ονόματος, οποτεδήποτε αυτά δεν συμφωνούν με τον τρόπο που αυτοπροσδιορίζονται σύμφωνα με την ταυτότητα φύλου τους. Η διαδικασία καθορίζεται αναλόγως εάν είναι ανήλικο ή ενήλικο στο Άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2 αντιστοίχως. Για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου δεν απαιτείται να βεβαιώνεται ότι το πρόσωπο έχει υποβληθεί σε οποιαδήποτε προηγούμενη ιατρική διαδικασία ή επέμβαση. Δεν απαιτείται επίσης η οποιαδήποτε προηγούμενη εξέταση ή ιατρική αγωγή που σχετίζεται με τη σωματική ή ψυχική του υγεία. Εκ μέρους του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ), Μαρίνα Γαλανού