• Σχόλιο του χρήστη 'Χρίστος Γ. Χουτόπουλος' | 9 Ιουνίου 2017, 02:52

    Με τις διατάξεις τού άρθρου 1 τού υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου ορίζεται ότι : «1. Το πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αναγνώριση της ταυτότητας φύλου του ως στοιχείου της προσωπικότητάς του. 2. Το πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικότητάς του με βάση τα χαρακτηριστικά φύλου του.» Η πρώτη διάταξη (§1) θεσπίζει προστασία τής αναγνώρισης τής ταυτότητας τού φύλου τού προσώπου. Η δεύτερη (§2) θεσπίζει προστασία τού σεβασμού τής προσωπικότητας τού προσώπου σε όλες τις εκφάνσεις της, αυτονόητα (και σε συνδυασμό με την πρώτη διάταξη) περιλαμβανομένων σε αυτές και των χαρακτηριστικών τού φύλλου του . Μέχρις εδώ είναι καθαρή εφαρμογή τής θεμελιώδους επιταγής τής παραγράφου 1 τού άρθρου 2 τού Συντάγματος για προστασία τής αξίας τού ανθρώπου . Από την στιγμή δε που ως στοιχείο τής προσωπικότητας τού προσώπου ορίζονται τα χαρακτηριστικά τού φύλου του, η διάταξη ευθέως παραπέμπει δεσμευτικά στα φυσικά χαρακτηριστικά τού ανθρώπου, στα κατά την φυσική κατασκευή του πασίδηλα διακριτικά τού φύλου . Δηλαδή με βάση τις διατάξεις αυτές εκείνο που προστατεύεται ως στοιχείο τής προσωπικότητας τού προσώπου είναι η “φυλική”,“έμφυλη”(;) ταυτότητά του όπως προκύπτει από την εκ γενετής σωματική κατασκευή του, με τα πάγια, γνωστά χαρακτηριστικά τού φύλου του . Μετά από αυτά δεν καταλείπεται πεδίο για προστασία τής προσωπικότητας προσώπου , διαφορετικού τού αρχικά γεννημένου και επί τη βάσει είτε οιονεί “μετασκευασμένων” διακριτικών τού φυσικού, εκ γενετής φύλου του, “ με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά”, είτε επιλογών συμπεριφοράς διαφορετικής από αυτήν που εκ φύσεως συνάδει προς τα τελευταία . Και κυρίως δεν καταλείπεται δυνατότητα για άλλον ορισμό τής “ταυτότητας φύλου” με κριτήρια και με βάση ξένη και διαφορετική από το φύλο που καταχωρίστηκε κατά τη γέννησή του , με βάση δηλαδή τα βιολογικά του χαρακτηριστικά , κατ’ επίκληση προβολής διάθεσης τού προσώπου να συμπεριφέρεται άλλως ˙ με επίκληση τελικά απλά μιάς υποκειμενικότητας συγκεκριμένου προσώπου, αναφερόμενης στην χρήση τού δεδομένου σώματός του, ως διαφορετικής υποκειμενικής αίσθησης τού σώματός του . Καθένας εξουσιάζει τού ιδίου σώματος . Το να θέλει ένα πρόσωπο να ζει κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που κατά την πασίδηλη πάγια φυσική εμπειρία συνάδει προς τα εκ γενετής βιολογικά χαρακτηριστικά του είναι δικαίωμά του . Είναι αναμφισβήτητο Δικαίωμα συμπεριφοράς. Αυτό όμως δεν δημιουργεί στην έννομη τάξη υποχρέωση , αλλά ούτε δικαίωμα ή άλλη καμιά δυνατότητα, να τροποποιήσει την ταυτότητα τού προσώπου όπως αυτή είναι ήδη δεδομένη στα αντίστοιχα δημόσια αρχεία . Ή απλούστερα αυτό μόνο, δηλαδή η επίκληση κάποιας υποκειμενικότητας και διαφορετικής βούλησης τού προσώπου δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να αποτελέσουν νόμιμη βάση για αίτηση Δικαστικής αρωγής και Δικαστική παρέμβαση αλλοίωσης των χαρακτηριστικών τού προσώπου . Το πώς θα φέρεται ένα πρόσωπο δεν θεμελιώνει για την έννομη τάξη νόμιμη αιτία μεταβολής των εκ γενετής χαρακτηριστικών τού προσώπου. Ούτε είναι Συνταγματικά ανεκτό να δεσμεύεται το Δικαστήριο να εκδώσει Απόφαση με την οποία θα επιβάλλεται μια τόσο θεμελιακή μεταβολή δημοσίων εγγραφών σε κρατικά έγγραφα, στηριζόμενο απλά και μόνο σε “υποκειμενική αίσθηση” . Μια τέτοια δυνατότητα άλλωστε, μεταβολής των εκ γενετής, όπως βεβαιώνονται από την σχετική ληξιαρχικής πράξη και τα οικεία Δημοτολόγια χαρακτηριστικών με βάση απλώς και μόνον την ιδιωτική βούληση (περιβαλλόμενη μανδύα δέσμιας και επομένως αντισυνταγματικά περιοριζόμενης δικαστικής απόφασης) θα μπορούσε πολύ εύκολα να αποτελέσει και όχημα "θεμιτής" πλαστοπροσωπίας. Σε συνδυασμό μάλιστα με την μυστικότητα ως προς την διαδρομή των μεταβολών και με την ριζιδόν αλλοίωση των προϋφισταμένων αρχειακών δεδομένων, η προτεινόμενη "διόρθωση φύλου" θα επάγεται τέλεια αλλαγή ταυτότητας και θα επιτυγχάνει την απόλυτη εξαφάνιση προσώπου και την αντικατάστασή του από άλλο επί μηδενικής βάσεως. Σε τελική ανάλυση ένας νόμος με το περιεχόμενο τού υπό διαβούλευση σχεδίου θα ήταν αντιφατικός χωρίς να παράγει την αναγκαία ασφάλεια δικαίου, εφ' όσον τουλάχιστον τα δύο πρώτα άρθρα αντιφάσκουν. Θα ήταν όμως και αντισυνταγματικός, εφ' όσον θα υποχρέωνε τα Δικαστήρια να εκδίδουν Δικαστικές αποφάσεις, υποτασσόμενα απλά σε μια ιδιωτική δήλωση , με έρευνα συνδρομής δύο μόνο δικονομικών προϋποθέσεων και χωρίς κανένα ουσιαστικό έλεγχο τής αιτουμένης μεταβολής και τής συνδρομής ουσιαστικών προϋποθέσεων αποδοχής τού ενδίκου αιτήματος. Και μάλιστα μεταβολής στοιχείων ταυτότητος που σχετίζονται και με την διασφάλιση τής προστασίας δημοσίων εννόμων αγαθών και με την ασφάλεια των συναλλαγών .