• Σχόλιο του χρήστη 'ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΦΟΥΡΦΟΥΛΑΚΗΣ' | 12 Μαρτίου 2019, 13:27

    Με τα άρθρα 301 επ. του νέου ΚΠΔ, επιχειρείται, χωρίς αμφιβολία, θεσμική στροφή του ποινικού μας συστήματος, προς την κατεύθυνση του Αγγλοσαξωνικού Δικαίου και θεσμική αναβάθμιση του ρόλου του Εισαγγελέα. Αυτό βέβαια, δε μπορεί να σημαίνει αλλοίωση του θεσμικού ρόλου εκάστου παράγοντα, ούτε ανατροπή του ελληνικού ποινικού δόγματος. Ο ρόλος του Εισαγγελέα, ως δημόσιου (και όχι ιδιώτη) κατήγορου, είναι διακριτός από εκείνο των διαδίκων και ως τέτοιος θα πρέπει να παραμείνει. Δεν υποκαθιστά, δεν αναπληρώνει τον παθόντα, δεν λειτουργεί ως κοινός συνήγορος των διαδίκων, αλλά ως θεσμικός λειτουργός που προσπαθεί να εξισορροπήσει τις αντίρροπες δυνάμεις, που αναπτύχθηκαν από την δική του επιλογή να ασκήσει ποινική δίωξη. Με το υπό κρίση σχέδιο, πέραν του ότι του παρέχονται διευρυμένες αρμοδιότητες για συνδιαλλαγή και διαπραγμάτευση, φέρεται τελικά να αποκτά και την ιδιότητα του «διαδίκου», αφού δεν προβλέπεται η κλήτευση και παρουσία του πολιτικώς ενάγοντος (παρισταμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας, σύμφωνα με το νέο ορισμό), κατά το διαδικαστικό στάδιο της ποινικής διαπραγμάτευσης του άρθρου 303 ΚΠΔ (προβλέπεται μόνο κατά την ποινική συνδιαλλαγή των άρθρων 301 και 302 ΚΠΔ). Αυτό, προφανώς και πρέπει να διορθωθεί, αφού περιέχει μείζονα λογική, αλλά και νομική αντίφαση, που προσεγγίζει τα όρια της Συνταγματικότητας (ο παθών καλείται μόνο στα οικονομικά αδικήματα του άρθρου 301 και όχι στα λοιπά του άρθρου 303). Η παρουσία του πολιτικώς ενάγοντος, κατά το πρώιμο στάδιο της ποινικής διαπραγμάτευσης ή συνδιαλλαγής, θα πρέπει ρητώς να διασφαλιστεί , όπως επίσης και η παρουσία του στο Δικαστήριο της επικύρωσης της σχετικής συμφωνίας, αφού, όπως προκύπτει από την διατύπωση των άρθρων : «Το Δικαστήριο, δικαιούται να μεταβάλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης προς όφελος του κατηγορουμένου». Άρα, ο ομολογών κατηγορούμενος πράξη απλής δυσφημήσεως, επί ποινικής δίωξης για συκοφαντική τοιαύτη και συμφωνήσας ποινή 4 μηνών με αναστολή, μπορεί να ισχυριστεί και επιτύχει από το Δικαστήριο της επικύρωσης της συμφωνίας, την καταδίκη του για το αδίκημα της απλής «δυσφήμησης», με την ίδια απολύτως ποινή των 4 μηνών. Και όλα αυτά, χωρίς την παρουσία του «παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας» !! Κάτι δεν πάει καλά εδώ και πρέπει να διορθωθεί. Και ο μόνος τρόπος είναι με την υποχρεωτική κλήτευση του παθόντος (σε περίπτωση που δεν έχει δηλωθεί ακόμα η πολιτική αγωγή) ή του πολιτικώς ενάγοντος, κατά το στάδιο της ποινικής διαπραγμάτευσης. Μόνο έτσι θα διασφαλιστεί η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα και η απροσωπόληπτη κρίση των συμφωνούντων μερών (Εισαγγελέα και κατηγορούμενου). Διότι «η γυναίκα του Καίσαρα, δεν θα πρέπει να είναι μόνο τίμια, αλλά ….. και να φαίνεται». Και να φαίνεται, σε όλους !! Η απαρχή, για την στροφή αυτή, προς το Κοινοδίκαιο, έγινε με το Ν.3904/2010 και την προσθήκη του άρθρου 308 Β. Είναι προφανές ότι η επιλογή αυτή, κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Αρκεί να κρατήσει κανείς τα θετικά, και να προσπαθήσει να καταστήσει την διαδικασία της διαμεσολάβησης, όσο το δυνατόν πιο απλή, «λειτουργική», ταχεία και αποτελεσματική. Πάντως, μέχρι σήμερα, που το δικαιiκό μας DNA είναι (και θα εξακολουθήσει για πολλά χρόνια ακόμα) «ηπειρωτικού τύπου», όσες προσπάθειες εξώδικης επίλυσης της διαφοράς επιχειρήθηκαν, έπεσαν όλες στο κενό (άρθρο 214 Α’ ΚΠολΔ, απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης των Ειρηνοδικών, ισχύον 308 Β ΚΠΔ κλπ). Επομένως, για να συμβεί αυτό, για την εύκολη και αποτελεσματική δηλαδή προσφυγή των κατηγορουμένων στην ποινική συνδιαλλαγή ή διαπραγμάτευση, απαιτούνται σωρευτικά τα εξής : α) Υποχρεωτικότητα της διαδικασίας, β) Λειτουργική απλότητα - σαφήνεια και γ) Αποτελεσματικότητα. Μερικές σκέψεις ίσως φανούν χρήσιμες: 1.- Τυπική περάτωση προανάκρισης-Ανάκρισης: Από το σύμπλεγμα των διατάξεων των άρθρου 301 έως 303, φοβάμαι ότι δεν επιλύεται τελικά το θέμα της περίφημης «τυπικής περάτωσης» της ανάκρισης ή προανάκρισης αντίστοιχα, αφού η φράση αυτή (τυπική περάτωση), υπάρχει μόνο στα άρθρα αυτά, χωρίς κάπου στον Κώδικα, να παρέχεται ορισμός. Και είναι σημαντικό αυτό, αφού η τυπική περάτωση, αποτελεί χρονικό σημείο με διαφορετικές συνέπειες, τόσο στο δικονομικό όσο και στο ουσιαστικό ποινικό πεδίο. Έτσι λοιπόν , μέχρι σήμερα, τα Δικαστήρια και Δικαστικά Συμβούλια ανά την Επικράτεια, δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν, πότε η Ανάκριση ή – πολύ περισσότερο - η προανάκριση θεωρείται «τυπικώς περαιωμένη». Γιατί βέβαια, για την ουσιαστική περάτωση, έχουμε συμφωνήσει ( όταν η παραπομπή καταστεί αμετάκλητη). Αν ρωτήσεις 10 νομικούς, θα εισπράξεις δέκα διαφορετικές απαντήσεις στο εξής απλό πρακτικό παράδειγμα : Καλείται ο κατηγορούμενος στην προανάκριση για απολογία στις 1 Απριλίου, ημερομηνία κατά την οποία και απολογείται. Η δικογραφία παραμένει στα χέρια του Πταισματοδίκη (ή του Α.Τ.) μέχρι την 1 Μαίου, όπου και διαβιβάζεται με την υπηρεσιακή αλληλογραφία, ως εξερχόμενο, προς την Εισαγγελία. Στην Εισαγγελία εισέρχεται στις 3 Μαίου, στις 10 Μαίου την χρεώνεται ο Εισαγγελέας και στις 15 συντάσσει, αλλά δεν επιδίδει ακόμα, το κλητήριο θέσπισμα. Ερώτημα : Πότε περαιώθηκε (αν περαιώθηκε) τυπικώς η προανάκριση. Ποιος είναι ο ακριβής (απόλυτα ακριβής) χρόνος περαίωσης της προανακρίσεως ;; Αντίστοιχο θέμα, υπήρξε και παλαιότερα, με αντικρουόμενες απόψεις της νομολογίας αναφορικά με την τυπική περάτωση της τακτικής Ανακρίσεως, σε υποθέσεις όπου παραπέμπονταν με κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Εφετών ο κατηγορούμενους , όταν προσπαθούσαμε τα βρούμε ποιο Δικαστικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο για την προβολή ακυροτήτων της προδικασίας, μέχρι ποιου χρονικού σημείου εξικνείται η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημ/κών και πότε απεκδύεται αυτής και τεκμηριώνεται του Συμβουλίου Εφετών (μερίδα της νομολογίας δέχονταν ότι θα έπρεπε να προσέχουμε τα «διαβιβαστικά» των δικογραφιών από την Εισαγγελία Πρωτοδικών προς την Εισαγγελία Εφετών κοκ). Αυτό, από μόνο του, είναι απαράδεκτο !! Ας δοθεί επιτέλους ένας ορισμός, ποιο είναι το ακριβές χρονική σημείο (απόλυτα ακριβές) της τυπικής περάτωσης της προανάκρισης - Ανάκρισης . Προς την κατεύθυνση αυτή, ίσως ήταν μια λύση, η γνωστοποίηση του πέρατος ΚΑΙ της προανακρίσεως προς τον κατηγορούμενο και η ρητή ταύτιση του χρόνου της γνωστοποίησης αυτής, με την τυπική περάτωση της προανάκρισης. Και στις περιπτώσεις, όπου ο κατηγορούμενος παραπέμπεται δι’ απευθείας κλήσεως, χωρίς προδικασία (αρμοδίοτητας Μον.Πλημμ.) ή έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση, ας θεωρηθεί ως χρόνος τυπικής περάτωσης της προανακρίσεως ο χρόνος επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος, οπότε η ουσιαστική περάτωση θα επέλθει με την άπρακτη πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας του άρθρου 322 ΚΠΔ, στα πλημμελήματα αρμοδιότητας του Τριμ.Πλημ. 2.- Σαφήνεια - Υποχρεωτικότητα διαδικασίας: Από το υπό κρίση σχέδιο και δη από το άρθρο 303, φέρεται να εξαιρούνται από την ποινική διαπραγμάτευση τα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα, αφού η διατύπωση είναι αδιάστικτη : « στις περιπτώσεις των αυτεπαγγέλτως διωκόμενων πλημμελήματων και κακουργήματα που τιμωρούνται με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης» . Αρα, ο προκαλέσας επικίνδυνη σωματική βλάβη, δύναται να υπαχθεί και αποκομίσει τα εκ της ομολογίας του οφέλη, ενώ, κάτι αντίστοιχο, δε μπορεί να πράξει ο ομολογών απλή σωματική βλάβη. Απαιτείται νομοτεχνική βελτίωση στην διατύπωση, ώστε να καταλαμβάνει η σχετική διαδικασία και τα αμιγώς κατ’έγκληση διωκόμενα αδικήματα.Στο πεδίο της υποχρεωτικότητας ή μη της διαδικασίας, θέλει λίγο παραπάνω σκέψη. Δε νομίζω να πιστεύει κανείς ότι ο κατηγορούμενος ή ο εν δυνάμει κατηγορούμενος, θα υποβάλει αίτηση υπαγωγής στις σχετικές διατάξεις, η οποία αφ’εαυτής περιέχει ομολογία ενοχής (ανεξαρτήτως δηλαδή αποτελέσματος), η δικογραφία θα φύγει προς το Εισαγγελικό γραφείο για τις ανάγκες της διαπραγμάτευσης και αυτό δεν θα το «πάρει χαμπάρι» ο παθών ή ο πολιτικώς ενάγων ! Επομένως, τι αξία έχει η καταστροφή της αίτησης ή του πρακτικού της ανεπιτυχούς έκβασης της Εισαγγελικής διαπραγμάτευσης, αφού τελικά, ακόμα κι’αν η αίτηση ή το πρακτικό καταστραφεί και δεν συμπεριληφθεί στην δικογραφία, ο (μετέπειτα) δηλώνων αθώος, θα αντιμετωπίσει στο ακροατήριο τον παθόντα ή πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος και θα επιχειρηματολογεί πάνω στην αίτηση που ήδη – έστω ανεπισήμως - έλαβε γνώση. Για να μην αναφέρουμε ότι στα μικρά Πρωτοδικεία, το πιθανότερο είναι ο ίδιος Εισαγγελέα που δεν κατάφερε να καταλήξει η διαπραγμάτευση, να παρίσταται στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου !! Πάντως, εάν στο μυαλό του νομοθέτη είναι, ότι ο παθών δεν θα αντιληφθεί την κίνηση της σχετικής διαδικασίας διαπραγμάτευσης και γι’ αυτό τον λόγο θα πρέπει να γίνει «εν κρυπτώ» χωρίς την παρουσία του παθόντος (ορ. ανωτέρω 1η παρατήρηση), αξίζει να ανατρέξει κανείς σε πρόσφατο παράδειγμα «προστατευομένων μαρτύρων», πόσο πολύ προστατεύτηκαν από τις σχετικές διατάξεις !! Προς αποφυγή λοιπόν των ανωτέρω, το στάδιο της ποινικής διαπραγμάτευσης θα πρέπει να γίνει υποχρεωτικό σε όλα ανεξαιρέτως τα πλημμελήματα και κακουργήματα που τιμωρούνται στο νόμο με πρόσκαιρη κάθειρξη. Σε όλα εκείνα τα αδικήματα δηλαδή, που η ομολογία του κατηγορουμένου, συνεπάγεται – πέραν πάσης αμφιβολίας- την ενοχή του. Για την λειτουργική απλούστευση και αποτελεσματικότητα της σχετικής διαδικασίας, φρονώ ότι θα πρέπει, μετά την συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού της προανακρίσεως ή Ανακρίσεως και προ της λήψεως απολογίας από τον κατηγορούμενο, οι δικογραφίες να διαβιβάζονται προς τους αρμόδιους Εισαγγελείς, οι οποίοι να επιδίδουν κλήση προς τον κατηγορούμενο, ο οποίος θα καλείται συγκεκριμένη ημέρα και ώρα ενώπιον του Κου Εισαγγελέα, προκειμένου να γνωστοποιήσει (έγγραφα ή προφορικά) την θέση του συνοπτικά (ένοχος ή αθώος) και να ξεκινήσει, σε περίπτωση που δηλώσει ενοχή, η διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης. Εάν δηλώσει ενοχή, η ποινική διαπραγμάτευση ολοκληρώνεται σε μεταγενέστερη ημερομηνία, που δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από 10 ημέρες από την αρχική, κατά την οποία καλείται υποχρεωτικά να παρασταθεί (μετά ή άνευ συνηγόρου) και ο εκ της πράξεως παθών, ο οποίος ακούγεται υποχρεωτικά και συνυπογράφει το σχετικό πρακτικό και σε περίπτωση άρνησής του, αυτό βεβαιώνεται στην σχετική έκθεση. Παντελής Φουρφουλάκης Δικηγόρος Ρεθύμνου