ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ

ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ

Άρθρο 301.- Ποινική συνδιαλλαγή μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης. 1. Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου για την ποινική συνδιαλλαγή εφαρμόζονται στα κακουργήματα που προβλέπονται από τις διατάξεις: α) του ποινικού κώδικα, τα οποία χωρίς βία ή απειλή στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας και β) του ν. 2803/2000, γ) του ν. 2960/2001, δ) του ν. 3691/2008 και ε) του ν. 4174/2013, ανεξάρτητα από την συνδρομή ή μη επιβαρυντικών περιστάσεων.
2. Στις περιπτώσεις που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, ο εισαγγελέας μετά από αίτημα του κατηγορουμένου που υποβάλλεται μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης, καλεί τον κατηγορούμενο και τον παθόντα και, προκειμένου περί του δημοσίου τον οριζόμενο βάσει των κείμενων διατάξεων νόμιμο εκπρόσωπό του να εμφανισθούν ενώπιόν του, μετά ή δια των συνηγόρων τους, για συνδιαλλαγή. Ο εισαγγελέας διορίζει υποχρεωτικά συνήγορο στον διάδικο, που δεν έχει, από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
3. Ο εισαγγελέας τάσσει προθεσμία δεκαπέντε ημερών στους συνηγόρους των διαδίκων για τη σύνταξη του πρακτικού συνδιαλλαγής, στο οποίο περιέχεται η ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται και βεβαιώνεται η απόδοση του πράγματος ή η εντελής ικανοποίηση της ζημίας που αναφέρεται στην κατηγορία.
4. Αν το πρακτικό συνδιαλλαγής συνταχθεί πριν από την απολογία του κατηγορουμένου, η ανάκριση θεωρείται περατωμένη ως προς αυτόν και τους συμμετόχους που το αποδέχονται. Αν το πρακτικό συνταχθεί μετά την απολογία του κατηγορουμένου, τα τυχόν επιβληθέντα για το συγκεκριμένο έγκλημα κατά το άρθρο 282 μέτρα δικονομικού καταναγκασμού αίρονται υποχρεωτικά με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
5. Αν δεν επιτευχθεί συνδιαλλαγή, η αίτηση θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα, καταστρέφεται με το οικείο υλικό και τυχόν αντίγραφά τους δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης.
6. Σε περίπτωση απόπειρας η βεβαίωση της παραγράφου 2 αφορά την χρηματική ικανοποίηση του ζημιωθέντος λόγω της ηθικής βλάβης, η οποία για την εφαρμογή των διατάξεων της ποινικής συνδιαλλαγής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τριάντα χιλιάδων ευρώ με την επιφύλαξη της διεκδίκησης τυχόν υπερβαινουσών το ως άνω ποσό αξιώσεων στα πολιτικά δικαστήρια. Σε περιπτώσεις συμμετοχής, η καταβολή του συμφωνημένου χρηματικού ποσού από ένα συμμέτοχο, ωφελεί και τους υπολοίπους. Αν κάποιος από τους συμμέτοχους δεν επιθυμεί την ποινική συνδιαλλαγή, η υπόθεση χωρίζεται και ακολουθείται ως προς αυτόν η τακτική διαδικασία. Η διαδικασία του παρόντος άρθρου δεν επεκτείνεται στα συρρέοντα εγκλήματα που δεν περιλαμβάνονται στα εγκλήματα της παραγράφου 1, ως προς τα οποία η δικογραφία χωρίζεται με πράξη του ανακριτή.
7. Μέσα σε πέντε ημέρες από τη σύνταξη του σχετικού πρακτικού, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών διαβιβάζει το σχετικό πρακτικό μαζί με τη λοιπή δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος εισάγει αμέσως την υπόθεση με απευθείας κλήση στο Μονομελές Εφετείο, κλητεύοντας τον κατηγορούμενο και τον ζημιωθέντα.
8. Το δικαστήριο, εκτιμώντας το πρακτικό συνδιαλλαγής και τα στοιχεία της λοιπής δικογραφίας, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο και επιβάλλει σε αυτόν, κατά το άρθρο 79 ΠΚ, ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή επί επιβαρυντικών περιστάσεων τα δύο έτη. Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 94 επ. ΠΚ. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, χωρίς να δεσμεύεται από το πρακτικό συνδιαλλαγής, τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 368 περ. β΄ και γ΄ ΚΠΔ και δικαιούται να μεταβάλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης προς όφελος του κατηγορουμένου. Η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής κατά τα ανωτέρω αναστέλλεται και μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας με τις προϋποθέσεις των άρθρων 99, 100 και 104Α του ΠΚ. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται. Ο χαρακτήρας των πράξεων της παραγράφου 1, για τις οποίες έλαβε χώρα η ποινική συνδιαλλαγή, εξακολουθεί να παραμένει κακουργηματικός.
9. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου χωρεί μόνο αναίρεση.

Άρθρο 302.- Ποινική συνδιαλλαγή μετά την τυπική περάτωση της ανάκρισης και μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. 1. Στις περιπτώσεις που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου το κατά το προηγούμενο άρθρο αίτημα του κατηγορουμένου, μετά την τυπική περάτωση της ανάκρισης και μέχρι την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος ή τη διατύπωση σύμφωνης γνώμης του προέδρου εφετών για απευθείας παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, υποβάλλεται στον εισαγγελέα εφετών ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δικογραφία. Στην περίπτωση αυτή διατάσσεται περαιτέρω κυρία ανάκριση, ανακαλουμένης της πρότασης του εισαγγελέα προς το δικαστικό συμβούλιο ή τον πρόεδρο εφετών, αν συντρέχει περίπτωση, και ακολουθείται η διαδικασία του προηγούμενου άρθρου.
2. Αν το κατά την προηγούμενη παράγραφο αίτημα του κατηγορουμένου υποβληθεί μετά την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος ή μετά την διατύπωση σύμφωνης γνώμης του προέδρου εφετών κατά το άρθρο 309 παρ. 2 και μέχρι την επίδοση κλήσης ή κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, ο αρμόδιος εισαγγελέας εισάγει το αίτημα του κατηγορουμένου στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση και στην ίδια δικάσιμο με αυτή.
3. Στην περίπτωση των κακουργημάτων του προηγούμενου άρθρου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που είναι αρμόδιο να κρίνει την ουσία της υπόθεσης, αν έχει υποβληθεί αίτημα σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο ή υποβληθεί μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, διακόπτει τη συζήτηση της υπόθεσης και τάσσει προθεσμία δέκα πέντε ημερών στους συνηγόρους των διαδίκων για τη σύνταξη του πρακτικού συνδιαλλαγής, στο οποίο περιέχεται η ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται και βεβαιώνεται η πλήρης ικανοποίηση του ζημιωθέντος, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του προηγούμενου άρθρου. Το αίτημα του κατηγορουμένου που υποβάλλεται στο ακροατήριο, καταχωρείται σε ειδικά πρακτικά, που τηρούνται αποκλειστικά για τον σκοπό αυτό κατά το άρθρο 141 παρ. 4 ΚΠΔ.
4. Αν δεν επιτευχθεί συνδιαλλαγή, η αίτηση του κατηγορουμένου θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα και τα ειδικά πρακτικά του άρθρου 141 παρ. 4 που τηρήθηκαν για τον σκοπό αυτό καταστρέφονται με το οικείο υλικό και τυχόν αντίγραφά τους δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης.
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 εδάφιο β΄, 5 και 6 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως.
6. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το πρακτικό συνδιαλλαγής και τα στοιχεία της λοιπής δικογραφίας, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο και επιβάλλει σε αυτόν, κατά το άρθρο 79 ΠΚ, ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, ή επί επιβαρυντικών περιστάσεων τα τρία έτη. Η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής κατά τα ανωτέρω μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας και αναστέλλεται με τις προϋποθέσεις των άρθρων 99, 100, 104Α και 105Α του ΠΚ. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται. Ο χαρακτήρας των πράξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 301, για τις οποίες έλαβε χώρα η ποινική συνδιαλλαγή, εξακολουθεί να παραμένει κακουργηματικός.
7. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου χωρεί μόνον αναίρεση.

Άρθρο 303.- Ποινική διαπραγμάτευση. 1. Στις περιπτώσεις των αυτεπαγγέλτως διωκομένων πλημμελημάτων και των κακουργημάτων που τιμωρούνται με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, ο κατηγορούμενος δικαιούται μέχρι την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης ή της προανάκρισης να ζητήσει εγγράφως ο ίδιος ή δια του συνηγόρου του την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαπραγμάτευσης, αντικείμενο της οποίας μπορεί να είναι μόνο η επιβλητέα κύρια ή παρεπόμενη ποινή.
2. Μετά την υποβολή του ανωτέρω αιτήματος η δικογραφία διαβιβάζεται επί μεν των πλημμελημάτων στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών επί δε κακουργημάτων στον εισαγγελέα εφετών, οι οποίοι, αν κρίνουν ότι η συγκεκριμένη ποινική υπόθεση είναι κατάλληλη προς διαπραγμάτευση, καλούν προς τον σκοπό αυτό τον κατηγορούμενο να εμφανισθεί ενώπιόν τους μετά ή δια συνηγόρου. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο ο εισαγγελέας του διορίζει υποχρεωτικά από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Στα εγκλήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 301 ο εισαγγελέας δικαιούται κατά την κρίση του να εξαρτήσει την έναρξη της διαπραγμάτευσης, από την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας ή από τη σοβαρή προσπάθεια του υπαιτίου να αποκαταστήσει τη ζημία.
3. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Εισαγγελέα και του κατηγορουμένου, η ποινική διαδικασία συνεχίζεται κανονικά. Η γραπτή αίτηση του κατηγορουμένου θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα, καταστρέφεται με το οικείο υλικό και τυχόν αντίγραφά της δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης και σε καμία άλλη διαδικασία.
4. Αν ο κατηγορούμενος, αφού λάβει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, συμφωνήσει με τον εισαγγελέα την επιβλητέα ποινή, συντάσσεται πρακτικό διαπραγμάτευσης, που υπογράφεται από τον εισαγγελέα και από τον κατηγορούμενο και τον παριστάμενο συνήγορό του. Το πρακτικό διαπραγμάτευσης περιέχει την ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται, την συμφωνηθείσα ποινή καθώς και τον τρόπο έκτισής της. Η προτεινόμενη ποινή καθορίζεται με βάση την απαξία, τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, τον βαθμό της υπαιτιότητας καθώς και την προσωπικότητα και τους οικονομικούς όρους του κατηγορουμένου και δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε έτη στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη, τα επτά έτη στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη άνω των δέκα ετών, και τα δύο έτη στα πλημμελήματα, ούτε μπορεί να είναι κατώτερη των δύο ετών στα κακουργήματα που τιμωρούνται με πρόσκαιρη κάθειρξη. Για την αναστολή ή μετατροπή της προτεινόμενης ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 99, 100, 104Α και 105Α του ΠΚ. Στο πρακτικό διαπραγμάτευσης ορίζεται υποχρεωτικά πληρεξούσιος δικηγόρος και αντίκλητος του κατηγορουμένου, στον οποίο παρέχεται η εντολή να τον εκπροσωπήσει στο ακροατήριο.
5. Αν το πρακτικό διαπραγμάτευσης συνταχθεί πριν από την απολογία του κατηγορουμένου η ανάκριση θεωρείται περατωμένη ως προς αυτόν, εκτός αν ο εισαγγελέας θεωρεί ότι συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν περιοριστικοί όροι, οπότε ο ανακριτής λαμβάνει απολογία του κατηγορουμένου, μετά την οποία ο ανακριτής μπορεί να αφήσει τον κατηγορούμενο ελεύθερο ή να εκδώσει διάταξη για την επιβολή περιοριστικών όρων κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 283 ΚΠΔ. Αν το πρακτικό διαπραγμάτευσης συνταχθεί μετά την απολογία του κατηγορουμένου, ο εισαγγελέας εφετών μπορεί με διάταξή του να άρει ή να αντικαταστήσει τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού που τυχόν έχουν επιβληθεί στον κατηγορούμενο. Η διαδικασία του παρόντος άρθρου δεν επεκτείνεται στα συρρέοντα εγκλήματα που δεν περιλαμβάνονται σε εκείνα της παραγράφου 1, ως προς τα οποία η δικογραφία χωρίζεται με πράξη του ανακριτή.
6. Μέσα σε πέντε ημέρες από τη σύνταξη του πρακτικού διαπραγμάτευσης, η υπόθεση εισάγεται με απευθείας κλήση στο Μονομελές Εφετείο. Στον απόντα κατηγορούμενο ορίζεται υποχρεωτικά ως συνήγορος ο αναφερόμενος στο πρακτικό διαπραγμάτευσης και αν αυτός κωλύεται άλλος συνήγορος από τον πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Το δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο βάσει του πρακτικού διαπραγμάτευσης και των στοιχείων της δικογραφίας και επιβάλλει σ’ αυτόν, εφαρμόζοντας τα κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ ποινή, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει την συμφωνηθείσα μεταξύ Εισαγγελέα και κατηγορούμενου. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, χωρίς να δεσμεύεται από το πρακτικό διαπραγμάτευσης, τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 368 περ. β και γ του ΚΠΔ και δικαιούται να μεταβάλλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου.
7. Διαπραγμάτευση μπορεί να γίνει και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, με αίτηση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, που έχει ειδική προς τούτο εξουσιοδότηση που καταχωρείται στο ειδικό πρακτικό κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 141 παρ. 4. Στην περίπτωση αυτή η διαπραγμάτευση διεξάγεται μεταξύ του κατηγορουμένου και του εισαγγελέα της έδρας. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο, το δικαστήριο του διορίζει υποχρεωτικά από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Η υποβολή του αιτήματος διαπραγμάτευσης δεν αποτελεί υποχρεωτικό λόγο αναβολής της δίκης. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου, εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 3 του παρόντος.
8. Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων η διαπραγμάτευση μπορεί να αφορά ένα ή περισσότερα από αυτά.
9. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου χωρεί μόνο αναίρεση.

Άρθρο 304.- Ικανοποίηση του παθόντος με αποδέσμευση περιουσιακών στοιχείων. Σε περίπτωση κατάσχεσης ή δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων κατά τα άρθρα 260, 261 του παρόντος κώδικα και 46 παρ. 6α του Ν. 4305/2014, απαγόρευσης κίνησης τραπεζικών λογαριασμών ή ανοίγματος θυρίδων κατά τα άρθρα 48 του ν. 3691/2008 και 2 παρ. 6 του ν. 4022/2011, η προβλεπόμενη από τα άρθρα 49, 301, 302, 303 απόδοση του πράγματος ή η ικανοποίηση του παθόντος, μπορεί να γίνει και με την απόδοση μέρους ή του συνόλου των κατασχεμένων ή δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων, ή των λογαριασμών σε βάρος των οποίαν έχει επιβληθεί απαγόρευση κίνησης. Για τον σκοπό αυτό ο κατηγορούμενος ή το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη και οποιοσδήποτε τρίτος που ενεργεί με εντολή και για λογαριασμό του ,σε περίπτωση δε κοινών λογαριασμών και οι συνδικαιούχοι αυτών, μπορούν με ανέκκλητη έγγραφη δήλωσή τους στον εισαγγελέα, τον ανακριτή, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο κατά περίπτωση, να συναινέσουν στην οριστική απόδοση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων. Το αποδιδόμενο με την ανωτέρω δήλωση ποσό ή περιουσιακό στοιχείο πρέπει να είναι ελεύθερο από δικαιώματα τρίτων επ’ αυτού. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου διατάσσεται από το αρμόδιο όργανο, η άρση της κατάσχεσης, της δέσμευσης ή της απαγόρευσης κίνησης λογαριασμών και η καταβολή του οριζόμενου στις διατάξεις των άρθρων 49, 301, 302 και 303 ποσού της ζημίας στον παθόντα και του τυχόν υπερβάλλοντος στον δικαιούχο. Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο δεν επιτευχθεί η κατά τις προηγούμενες διατάξεις εξάλειψη του αξιοποίνου, αποχή από την ποινική δίωξη, ποινική συνδιαλλαγή ή ποινική διαπραγμάτευση, η δήλωση θεωρείται ως μη γενομένη, εκτός αν το πρόσωπο που την υπέβαλε, δηλώσει ρητά την επιθυμία του για την απόδοση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων. Η ίδια δήλωση μπορεί να υποβληθεί σε κάθε στάδιο της ποινικής δίκης, μέχρι την έκδοση απόφασης σε πρώτο βαθμό.
2. Αν η δήλωση της παραγράφου 1 υποβληθεί κατά την προδικασία, αρμόδιο όργανο για την απόδοση των δεσμευμένων είναι το συμβούλιο πλημμελειοδικών στις περιπτώσεις των άρθρων 49, 301 και 303, καθώς και στην περίπτωση του άρθρου 302 εφόσον είναι αρμόδιο για την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος και το συμβούλιο εφετών σε κάθε άλλη περίπτωση .

  • 14 Απριλίου 2019, 02:13 | ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΣΟΦΟΣ, Πρόεδρος Επιτροπής Δ.Σ.Α. για την επεξεργασία του Νέου Π.Κ. και Κ.Π.Δ., Αντιπρόεδρος Δ.Σ.Α., Δ.Ν. – Δικηγόρος

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ Δ.Σ.Α. για την επεξεργασία του νέου Π.Κ. και Κ.Π.Δ., κατόπιν διαλογικής συζήτησης ως προς την αναγκαιότητα να συμπεριλαμβάνεται η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ σε πρακτικό διαπραγμάτευσης, αποφάσισε να προτείνει νέα διατύπωση για το άρ. 303 παρ. 4 εδ. 2 νέου Κ.Π.Δ. ως εξής:
    «4. Αν ο κατηγορούμενος, αφού λάβει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, συμφωνήσει με τον εισαγγελέα την επιβλητέα ποινή, συντάσσεται πρακτικό διαπραγμάτευσης, που υπογράφεται από τον εισαγγελέα και από τον κατηγορούμενο και τον παριστάμενο συνήγορό του. Το πρακτικό διαπραγμάτευσης περιέχει τη θέση του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται, και ανεξάρτητα από τα περιστατικά που επικαλείται ο κατηγορούμενος για την πράξη αυτή, την αποδοχή της ενοχής του γι΄αυτήν, τη συμφωνηθείσα ποινή κααθώς και τον τρόπο έκτισής της. Η προτεινόμενη ποινή καθορίζεται με βάση την απαξία, τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, τον βαθμό της υπαιτιότητας καθώς και την προσωπικότητα και τους οικονομικούς όρους του κατηγορουμένου και δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε έτη στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη, τα επτά έτη στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη άνω των δέκα ετών, και τα δύο έτη στα πλημμελήματα, ούτε μπορεί να είναι κατώτερη των δύο ετών στα κακουργήματα που τιμωρούνται με πρόσκαιρη κάθειρξη. Για την αναστολή ή μετατροπή της προτεινόμενης ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 99, 100, 104Α και 105Α του ΠΚ. Στο πρακτικό διαπραγμάτευσης ορίζεται υποχρεωτικά πληρεξούσιος δικηγόρος και αντίκλητος του κατηγορουμένου, στον οποίο παρέχεται η εντολή να τον εκπροσωπήσει στο ακροατήριο». Ο κ. Δημ. Σαραφιανός είχε την άποψη ότι πρέπει να αποσυρθεί καθολικώς η διάταξη του άρ. 303 Κ.Π.Δ. για την ποινική διαπραγμάτευση.
    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ Δ.Σ.Α. για την επεξεργασία του νέου Π.Κ. και Κ.Π.Δ.
    Θεμιστοκλής Σοφός, Αντιπρόεδρος Δ.Σ.Α., Προεδρεύων
    Δημήτριος Αναστασόπουλος, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.
    Χρήστος Κακλαμάνης, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.
    Γεώργιος Κλεφτοδήμος, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.
    Μεθόδιος Ματαλιωτάκης, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.
    Δημήτριος Σαραφιανός, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.

  • 14 Απριλίου 2019, 02:57 | ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΣΟΦΟΣ, Πρόεδρος Επιτροπής Δ.Σ.Α. για την επεξεργασία του Νέου Π.Κ. και Κ.Π.Δ., Αντιπρόεδρος Δ.Σ.Α., Δ.Ν. – Δικηγόρος

    Στο άρθρο 303 παρ. 2 νέου Κ.Π.Δ., προβλέπεται ότι μετά την υποβολή του αιτήματος ποινικής διαπραγμάτευσης, η δικογραφία διαβιβάζεται επί μεν των πλημμελημάτων στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών επί δε κακουργημάτων στον εισαγγελέα εφετών, οι οποίοι, αν κρίνουν ότι η συγκεκριμένη ποινική υπόθεση είναι ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΠΡΟΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ, καλούν προς τον σκοπό αυτό τον κατηγορούμενο να εμφανισθεί ενώπιόν τους μετά ή δια συνηγόρου. Με τη διατύπωση αυτή δεν εισάγεται ένα ορισμένο κριτήριο, με βάση το οποίο ο εισαγγελέας θα κρίνει την καταλληλότητα της ποινικής υπόθεσης κατόπιν του αιτήματος ποινικής διαπραγμάτευσης, και το κριτήριο αυτό εκτίθεται στη μομφή της αοριστίας της οικείας διατάξεως. Η Επιτροπή του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών για την επεξεργασία του νέου Π.Κ. και Κ.Π.Δ., αποφάσισε, ομόφωνα, να απαλειφθεί το κριτήριο της καταλληλότητας της ποινικής υπόθεσης. Ο κ. Δημ. Σαραφιανός διετύπωσε περαιτέρω την άποψη, ότι πρέπει να αποσυρθεί καθολικώς η διάταξη του άρ. 303 Κ.Π.Δ. περί της ποινικής διαπραγμάτευσης.
    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ Δ.Σ.Α. για την επεξεργασία του νέου Π.Κ. και Κ.Π.Δ.
    Θεμιστοκλής Σοφός, Αντιπρόεδρος Δ.Σ.Α., Προεδρεύων
    Δημήτριος Αναστασόπουλος, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.
    Χρήστος Κακλαμάνης, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.
    Γεώργιος Κλεφτοδήμος, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.
    Μεθόδιος Ματαλιωτάκης, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.
    Δημήτριος Σαραφιανός, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.

  • 11 Απριλίου 2019, 14:33 | Ελευθέριος Μοίρας

    Για το 301
    Το βρήκα τελείως τυχαία: ο ν 3691/2008 νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες έχει καταργηθεί από τον 4557/2018 (Σύμφωνα με την παράγραφο 2α του άρθρου 54 του ν. 4557/2018 (ΦΕΚ Α’ 139/30-07-2018), τα άρθρα 1 έως και 54 του ν 3691/2008 καταργούνται από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από 30/07/2018, σύμφωνα με το άρθρο 68 του ιδίου νόμου) Συνεπώς θα πρέπει να αντικατασταθεί. Το αυτό ισχύει και για τα άρθρα 48 και 49 του σχεδίου που αναφέρουν τον παλιό νόμο
    Για το 303
    Ορθότατα εισάγεται στις ειδικές διαδικασίες και ένα είδους pattegiamento sulla pena (συμφωνία επί της ποινής) στο σχέδιο. Όμως θα πρέπει να υπάρξει μια φόρμουλα όπως υπάρχει στην Ιταλία ο κατηγορούμενος την πρόταση για συμφωνία που πρότεινε στον εισαγγελέα σε περίπτωση που ο τελευταίος χωρίς λόγο προπετώς αναίτια απερίσκεπτα την απέρριψε να μπορεί να την προτείνει στο δικαστήριο που θα δικάσει την υπόθεση. Εφόσον το δικαστήριο που θα δικάσει την υπόθεση κρίνει ότι η απόρριψη εκ μέρους του εισαγγελέα ήταν «εσφαλμένη» να μπορεί να επιβάλει μειωμένη ποινή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο περιορίζονται οι περιπτώσεις εκ μέρους του εισαγγελέα «αναίτιων βιαστικών αναιτιολόγητων » απορρίψεων ή για να το πω με την έκφραση του σχεδίου όταν εσφαλμένα ο εισαγγελέας θεωρεί ότι η υπόθεση δεν είναι κατάλληλη για διαπραγμάτευση ενώ ήταν!
    Θα ήταν δυνατό να προσθέσουμε και άλλες δυνατότητες στην ποινική διαπραγμάτευση (πχ να μπορεί και ο εισαγγελέας να προτείνει την ποινική διαπραγμάτευση και στην προδικασία αλλά και κυρίως και στο ακροατήριο) ή και να προβλέψουμε και άλλες ειδικές διαδικασίες (πχ την άμεση εισαγωγή της υπόθεσης για κακουργήματα στο ακροατήριο με αίτημα του κατηγορουμένου χωρίς να περάσουμε καθόλου από την ενδιάμεση διαδικασία κλπ). Αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια! Ίσως στο μέλλον. Γενικά πάντως πολύ καλή προσπάθεια!.

  • 27 Μαρτίου 2019, 17:28 | ΠΕΛΟΠΙΔΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ

    Η ανάθεση της αρμοδιότητας για την ποινική συνδιαλλαγή πριν το πέρας της ανάκρισης στον Εισαγγελέα είναι συστηματικά εσφαλμένη, για τον απλούστατο λόγο ότι η δικογραφία (ως φυσικό αντικείμενο) θα βρίσκεται στα χέρια του ανακριτή. Ξαφνικά σε μία δικογραφία που βρίσκεται σε συγκεκριμένο διαδικαστικό στάδιο, ανατίθενται αρμοδιότητες σε όργανο με λειτουργικά διάφορες αρμοδιότητες, να προβαίνει σε ενέργειες σε μία δικογραφία, την οποία ενδεχομένως να μην έχει δει ποτέ (αφού πολλές φορές ανακριτικές δικογραφίες εκκρεμούν για αρκετά χρόνια σε ανακριτικά γραφεία). Εξάλλου, εσφαλμένη είναι και η ανάθεση στον Εισαγγελέα της αρμοδιότητας έκδοσης διάταξης για άρση του περιοριστικού όρου, αφού και κατά το προτεινόμενο άρθρο 288 οι περιοριστικοί όροι επιβάλλονται με διάταξη του ανακριτή.

  • 27 Μαρτίου 2019, 11:39 | Α.Ι.Καργόπουλος

    Σίγουρα σε γενικές γραμμές η εισαγωγή ενός τέτοιου θεσμού που θα οδηγήσει σε fast track διαδικασίες επί της αρχής φαίνεται σωστή.
    Ωστόσο, η διάταξη αυτή παρουσιάζει αρκετά ζητήματα που προσεγγίζουν τα όρια της αντισυνταγματικότητας. Συγκεκριμένα, η δέσμευση του δικαστηρίου από την συμφωνία εισαγγελέα με κατηγορούμενο παρίσταται προβληματική σχετικά με τα άρθρα 26 και 96 του Συντάγματος, δεδομένου ότι το κύριο όργανο που εκφράζει την πολιτεία στην απονομή της δικαιοσύνης και την τιμώρηση της πράξης είναι τα δικαστήρια. Επίσης προβληματική είναι η μη συμμετοχή του θύματος στη διαδικασία. Το θύμα πρέπει να έχει ρόλο στη διαδικασία κι αυτό επιβάλλεται από τα άρθρα 2 και 3 της ΕΣΔΑ όπως παγίως έχει νομολογήσει το ΕΔΔΑ. Άλλως, μια διαδικασία που δεν εξασφαλίζει τη συμμετοχή του, αλλά και την ουσιαστική τιμώρηση του δράστη, έχει σοβαρές πιθανότητες να οδηγήσει σε παραβίαση της ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα των θετικών υποχρεώσεων του κράτους υπό τα άρθρα 2, 3 και 4 της ΕΣΔΑ.
    Επίσης, πρέπει να σημειωθεί το εξής: Στα αγγλοσαξωνικά συστήματα η διαπραγμάτευση και η συμφωνία με τον εισαγγελέα για ηπιότερη ποινή γίνεται μόνο όταν η ποινική αξίωση της πολιτείας αποκτά κάποιο αντίβαρο ή ‘αντάλλαγμα΄. To plea bargain γίνεται συνήθως είτε όταν το εύρος των αποδεικτικών στοιχείων δεν είναι τέτοιο που με σιγουριά εξασφαλίζει την καταδίκη, είτε όταν ο κατηγορούμενος έχει προσφέρει και κάτι άλλο εκτός από την ομολογία του, όπως στοιχεία εις βάρος τρίτων προσώπων.
    Τα στοιχεία όμως αυτά δεν υπάρχουν στην προτεινόμενη διάταξη. Έτσι η διάταξη αυτή ως προτείνεται, μόνο εις όφελος του κατηγορουμένου κινείται, ο οποίος δεν έχει τίποτα να χασει ή να προσφέρει σε αντάλλαγμα για τη συμφωνία παρά μόνο να κερδίσει ηπιότερη μεταχείριση. Όλα αυτά όμως επιτείνουν τις ανησυχίες για αντισυνταγματικότητα της διάταξης.
    Η λύση στα παραπάνω θα πρέπει να είναι η περιστολή σίγουρα του συμβιβασμού σε κάποιες κατηγορίες αδικημάτων για τα οποία υπάρχει μια οιονεί δυνατότητα διάθεσης του επίδικου έννομου αγαθού από τον εισαγγελέα εκπροσωπώντας την πολιτεία. Έτσι λοιπόν, σίγουρα μπορεί να εφαρμοστεί στα οικονομικά αδικήματα, όταν φυσικά έχει αποκατασταθεί μερικώς ή ολικώς η ζημία, ή στα υπηρεσιακά αδικήματα, όπου δεν προσβάλλονται θεμελιώδη έννομα αγαθά πολιτών. Το ίδιο και για τα αδικήματα σχετικά με το νόμισμα, επιβουλή της δημόσιας τάξης, απονομής δικαιοσύνης κλπ.
    Σίγουρα όμως, είναι απαραίτητο να εξαιρεθούν όλα τα αδικήματα που ενέχουν προσβολή των ατομικών αγαθών της προσωπικής ελευθερίας, της σωματικής ακεραιότητας, υγείας και ζωής και φυσικά της γενετήσιας ελευθερίας, συμπεριλαμβανομένων των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων όταν έχουν προκληθεί σωματικές βλάβες ή θάνατοι. Επίσης, πρέπει να εξαιρούνται κι όλα τα συναφή με αυτά αδικήματα (πχ οπλοφορία στο πλαίσιο απειλής προς τέλεση βιασμού).Εναλλακτικά, θα έπρεπε να καλείται το θύμα να συμμετάσχει στον συμβιβασμό και να απαιτείται να συμφωνεί κι αυτό για να επιτυγχάνεται συμφωνία. Σε αυτες τις κατηγορίες αδικημάτων δεδομένου ότι υπάρχουν θύματα και τα προσβαλλόμενα έννομα αγαθά δεν ανήκουν στην πολιτεία, το κράτος και μάλιστα χωρίς τη συμφωνία και συμμετοχή των θυμάτων δεν μπορεί δια μέσου του εισαγγελέα να παραιτηθεί από την ποινική του αξίωση, διότι θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των θετικών του υποχρεώσεων κατά τα άρθρα 2,3 και 4 της ΕΣΔΑ.
    Επιπλέον, πρέπει να περισταλεί η εφαρμογή του συμβιβασμού, στις περιπτώσεις όταν τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί και οι ενδείξεις είναι σοβαρές και οδηγούν άνευ ετέρου στην καταδίκη, αφού προστεθούν κατάλληλα κριτήρια από το νόμο που να οδηγούν τον εισαγγελεά στο πότε «η συγκεκριμένη ποινική υπόθεση είναι κατάλληλη προς διαπραγμάτευση», όπως όταν π.χ. ο κατηγορούμενος εισφέρει στοιχεία που να οδηγούν στη διαλεύκανση της υπόθεσης.
    Χαρακτηριστικά παραθέτω τις διατάξεις του Κώδικα Εισαγγελέων του Η.Β. όπου περιέχονται τέτοια στοιχεία που καθοδηγούν τον εισαγγελέα στο πότε να αποδεχθεί ένα guilty plea. Σημειωτέον, πως οι διατάξεις του αγγλικού δικαίου δεν προσήκουν απαραίτητα στο ημεδαπό νομικό σύστημα, ιδίως από συνταγματικής πλευράς, αν και το προτεινόμενο σχέδιο φαίνεται σε πολλά να χορηγεί ευρύτερη διακριτική ευχέρεια ακόμη κι από το αγγλικό δίκαιο.

    Accepting Guilty Pleas
    9.1 Defendants may want to plead guilty to some, but not all, of the charges. Alternatively, they may want to plead guilty to a different, possibly less serious, charge because they are admitting only part of the crime.

    9.2 Prosecutors should only accept the defendant’s plea if:

    the court is able to pass a sentence that matches the seriousness of the offending, particularly where there are aggravating features;
    it enables the court to make a confiscation order in appropriate cases, where a defendant has benefitted from criminal conduct;
    it provides the court with adequate powers to impose other ancillary orders, bearing in mind that these can be made with some offences but not with others.
    9.3 Particular care must be taken when considering pleas which would enable the defendant to avoid the imposition of a mandatory minimum sentence.

    9.4 Prosecutors must never accept a guilty plea just because it is convenient.

    9.5 In considering whether the pleas offered are acceptable, prosecutors should ensure that the interests and, where possible, the views of the victim, or in appropriate cases the views of the victim’s family, are taken into account when deciding whether it is in the public interest to accept the plea. However, the decision rests with the prosecutor.

    9.6 It must be made clear to the court on what basis any plea is advanced and accepted. In cases where a defendant pleads guilty to the charges but on the basis of facts that are different from the prosecution case, and where this may significantly affect sentence, the court should be invited to hear evidence to determine what happened, and then sentence on that basis.

    9.7 Where a defendant has previously indicated that they will ask the court to take an offence into consideration when sentencing, but then declines to admit that offence at court, prosecutors will consider whether a prosecution is required for that offence. Prosecutors should explain to the defence advocate and the court that the prosecution of that offence may be subject to further review, in consultation with the police or other investigators wherever possible

  • 12 Μαρτίου 2019, 13:27 | ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΦΟΥΡΦΟΥΛΑΚΗΣ

    Με τα άρθρα 301 επ. του νέου ΚΠΔ, επιχειρείται, χωρίς αμφιβολία, θεσμική στροφή του ποινικού μας συστήματος, προς την κατεύθυνση του Αγγλοσαξωνικού Δικαίου και θεσμική αναβάθμιση του ρόλου του Εισαγγελέα. Αυτό βέβαια, δε μπορεί να σημαίνει αλλοίωση του θεσμικού ρόλου εκάστου παράγοντα, ούτε ανατροπή του ελληνικού ποινικού δόγματος. Ο ρόλος του Εισαγγελέα, ως δημόσιου (και όχι ιδιώτη) κατήγορου, είναι διακριτός από εκείνο των διαδίκων και ως τέτοιος θα πρέπει να παραμείνει. Δεν υποκαθιστά, δεν αναπληρώνει τον παθόντα, δεν λειτουργεί ως κοινός συνήγορος των διαδίκων, αλλά ως θεσμικός λειτουργός που προσπαθεί να εξισορροπήσει τις αντίρροπες δυνάμεις, που αναπτύχθηκαν από την δική του επιλογή να ασκήσει ποινική δίωξη. Με το υπό κρίση σχέδιο, πέραν του ότι του παρέχονται διευρυμένες αρμοδιότητες για συνδιαλλαγή και διαπραγμάτευση, φέρεται τελικά να αποκτά και την ιδιότητα του «διαδίκου», αφού δεν προβλέπεται η κλήτευση και παρουσία του πολιτικώς ενάγοντος (παρισταμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας, σύμφωνα με το νέο ορισμό), κατά το διαδικαστικό στάδιο της ποινικής διαπραγμάτευσης του άρθρου 303 ΚΠΔ (προβλέπεται μόνο κατά την ποινική συνδιαλλαγή των άρθρων 301 και 302 ΚΠΔ). Αυτό, προφανώς και πρέπει να διορθωθεί, αφού περιέχει μείζονα λογική, αλλά και νομική αντίφαση, που προσεγγίζει τα όρια της Συνταγματικότητας (ο παθών καλείται μόνο στα οικονομικά αδικήματα του άρθρου 301 και όχι στα λοιπά του άρθρου 303). Η παρουσία του πολιτικώς ενάγοντος, κατά το πρώιμο στάδιο της ποινικής διαπραγμάτευσης ή συνδιαλλαγής, θα πρέπει ρητώς να διασφαλιστεί , όπως επίσης και η παρουσία του στο Δικαστήριο της επικύρωσης της σχετικής συμφωνίας, αφού, όπως προκύπτει από την διατύπωση των άρθρων : «Το Δικαστήριο, δικαιούται να μεταβάλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης προς όφελος του κατηγορουμένου». Άρα, ο ομολογών κατηγορούμενος πράξη απλής δυσφημήσεως, επί ποινικής δίωξης για συκοφαντική τοιαύτη και συμφωνήσας ποινή 4 μηνών με αναστολή, μπορεί να ισχυριστεί και επιτύχει από το Δικαστήριο της επικύρωσης της συμφωνίας, την καταδίκη του για το αδίκημα της απλής «δυσφήμησης», με την ίδια απολύτως ποινή των 4 μηνών. Και όλα αυτά, χωρίς την παρουσία του «παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας» !! Κάτι δεν πάει καλά εδώ και πρέπει να διορθωθεί. Και ο μόνος τρόπος είναι με την υποχρεωτική κλήτευση του παθόντος (σε περίπτωση που δεν έχει δηλωθεί ακόμα η πολιτική αγωγή) ή του πολιτικώς ενάγοντος, κατά το στάδιο της ποινικής διαπραγμάτευσης. Μόνο έτσι θα διασφαλιστεί η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα και η απροσωπόληπτη κρίση των συμφωνούντων μερών (Εισαγγελέα και κατηγορούμενου). Διότι «η γυναίκα του Καίσαρα, δεν θα πρέπει να είναι μόνο τίμια, αλλά ….. και να φαίνεται». Και να φαίνεται, σε όλους !!
    Η απαρχή, για την στροφή αυτή, προς το Κοινοδίκαιο, έγινε με το Ν.3904/2010 και την προσθήκη του άρθρου 308 Β. Είναι προφανές ότι η επιλογή αυτή, κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Αρκεί να κρατήσει κανείς τα θετικά, και να προσπαθήσει να καταστήσει την διαδικασία της διαμεσολάβησης, όσο το δυνατόν πιο απλή, «λειτουργική», ταχεία και αποτελεσματική. Πάντως, μέχρι σήμερα, που το δικαιiκό μας DNA είναι (και θα εξακολουθήσει για πολλά χρόνια ακόμα) «ηπειρωτικού τύπου», όσες προσπάθειες εξώδικης επίλυσης της διαφοράς επιχειρήθηκαν, έπεσαν όλες στο κενό (άρθρο 214 Α’ ΚΠολΔ, απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης των Ειρηνοδικών, ισχύον 308 Β ΚΠΔ κλπ). Επομένως, για να συμβεί αυτό, για την εύκολη και αποτελεσματική δηλαδή προσφυγή των κατηγορουμένων στην ποινική συνδιαλλαγή ή διαπραγμάτευση, απαιτούνται σωρευτικά τα εξής : α) Υποχρεωτικότητα της διαδικασίας, β) Λειτουργική απλότητα – σαφήνεια και γ) Αποτελεσματικότητα.
    Μερικές σκέψεις ίσως φανούν χρήσιμες:
    1.- Τυπική περάτωση προανάκρισης-Ανάκρισης: Από το σύμπλεγμα των διατάξεων των άρθρου 301 έως 303, φοβάμαι ότι δεν επιλύεται τελικά το θέμα της περίφημης «τυπικής περάτωσης» της ανάκρισης ή προανάκρισης αντίστοιχα, αφού η φράση αυτή (τυπική περάτωση), υπάρχει μόνο στα άρθρα αυτά, χωρίς κάπου στον Κώδικα, να παρέχεται ορισμός. Και είναι σημαντικό αυτό, αφού η τυπική περάτωση, αποτελεί χρονικό σημείο με διαφορετικές συνέπειες, τόσο στο δικονομικό όσο και στο ουσιαστικό ποινικό πεδίο. Έτσι λοιπόν , μέχρι σήμερα, τα Δικαστήρια και Δικαστικά Συμβούλια ανά την Επικράτεια, δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν, πότε η Ανάκριση ή – πολύ περισσότερο – η προανάκριση θεωρείται «τυπικώς περαιωμένη». Γιατί βέβαια, για την ουσιαστική περάτωση, έχουμε συμφωνήσει ( όταν η παραπομπή καταστεί αμετάκλητη). Αν ρωτήσεις 10 νομικούς, θα εισπράξεις δέκα διαφορετικές απαντήσεις στο εξής απλό πρακτικό παράδειγμα : Καλείται ο κατηγορούμενος στην προανάκριση για απολογία στις 1 Απριλίου, ημερομηνία κατά την οποία και απολογείται. Η δικογραφία παραμένει στα χέρια του Πταισματοδίκη (ή του Α.Τ.) μέχρι την 1 Μαίου, όπου και διαβιβάζεται με την υπηρεσιακή αλληλογραφία, ως εξερχόμενο, προς την Εισαγγελία. Στην Εισαγγελία εισέρχεται στις 3 Μαίου, στις 10 Μαίου την χρεώνεται ο Εισαγγελέας και στις 15 συντάσσει, αλλά δεν επιδίδει ακόμα, το κλητήριο θέσπισμα. Ερώτημα : Πότε περαιώθηκε (αν περαιώθηκε) τυπικώς η προανάκριση. Ποιος είναι ο ακριβής (απόλυτα ακριβής) χρόνος περαίωσης της προανακρίσεως ;; Αντίστοιχο θέμα, υπήρξε και παλαιότερα, με αντικρουόμενες απόψεις της νομολογίας αναφορικά με την τυπική περάτωση της τακτικής Ανακρίσεως, σε υποθέσεις όπου παραπέμπονταν με κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Εφετών ο κατηγορούμενους , όταν προσπαθούσαμε τα βρούμε ποιο Δικαστικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο για την προβολή ακυροτήτων της προδικασίας, μέχρι ποιου χρονικού σημείου εξικνείται η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημ/κών και πότε απεκδύεται αυτής και τεκμηριώνεται του Συμβουλίου Εφετών (μερίδα της νομολογίας δέχονταν ότι θα έπρεπε να προσέχουμε τα «διαβιβαστικά» των δικογραφιών από την Εισαγγελία Πρωτοδικών προς την Εισαγγελία Εφετών κοκ). Αυτό, από μόνο του, είναι απαράδεκτο !! Ας δοθεί επιτέλους ένας ορισμός, ποιο είναι το ακριβές χρονική σημείο (απόλυτα ακριβές) της τυπικής περάτωσης της προανάκρισης – Ανάκρισης . Προς την κατεύθυνση αυτή, ίσως ήταν μια λύση, η γνωστοποίηση του πέρατος ΚΑΙ της προανακρίσεως προς τον κατηγορούμενο και η ρητή ταύτιση του χρόνου της γνωστοποίησης αυτής, με την τυπική περάτωση της προανάκρισης. Και στις περιπτώσεις, όπου ο κατηγορούμενος παραπέμπεται δι’ απευθείας κλήσεως, χωρίς προδικασία (αρμοδίοτητας Μον.Πλημμ.) ή έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση, ας θεωρηθεί ως χρόνος τυπικής περάτωσης της προανακρίσεως ο χρόνος επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος, οπότε η ουσιαστική περάτωση θα επέλθει με την άπρακτη πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας του άρθρου 322 ΚΠΔ, στα πλημμελήματα αρμοδιότητας του Τριμ.Πλημ.

    2.- Σαφήνεια – Υποχρεωτικότητα διαδικασίας: Από το υπό κρίση σχέδιο και δη από το άρθρο 303, φέρεται να εξαιρούνται από την ποινική διαπραγμάτευση τα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα, αφού η διατύπωση είναι αδιάστικτη : « στις περιπτώσεις των αυτεπαγγέλτως διωκόμενων πλημμελήματων και κακουργήματα που τιμωρούνται με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης» . Αρα, ο προκαλέσας επικίνδυνη σωματική βλάβη, δύναται να υπαχθεί και αποκομίσει τα εκ της ομολογίας του οφέλη, ενώ, κάτι αντίστοιχο, δε μπορεί να πράξει ο ομολογών απλή σωματική βλάβη. Απαιτείται νομοτεχνική βελτίωση στην διατύπωση, ώστε να καταλαμβάνει η σχετική διαδικασία και τα αμιγώς κατ’έγκληση διωκόμενα αδικήματα.Στο πεδίο της υποχρεωτικότητας ή μη της διαδικασίας, θέλει λίγο παραπάνω σκέψη. Δε νομίζω να πιστεύει κανείς ότι ο κατηγορούμενος ή ο εν δυνάμει κατηγορούμενος, θα υποβάλει αίτηση υπαγωγής στις σχετικές διατάξεις, η οποία αφ’εαυτής περιέχει ομολογία ενοχής (ανεξαρτήτως δηλαδή αποτελέσματος), η δικογραφία θα φύγει προς το Εισαγγελικό γραφείο για τις ανάγκες της διαπραγμάτευσης και αυτό δεν θα το «πάρει χαμπάρι» ο παθών ή ο πολιτικώς ενάγων ! Επομένως, τι αξία έχει η καταστροφή της αίτησης ή του πρακτικού της ανεπιτυχούς έκβασης της Εισαγγελικής διαπραγμάτευσης, αφού τελικά, ακόμα κι’αν η αίτηση ή το πρακτικό καταστραφεί και δεν συμπεριληφθεί στην δικογραφία, ο (μετέπειτα) δηλώνων αθώος, θα αντιμετωπίσει στο ακροατήριο τον παθόντα ή πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος και θα επιχειρηματολογεί πάνω στην αίτηση που ήδη – έστω ανεπισήμως – έλαβε γνώση. Για να μην αναφέρουμε ότι στα μικρά Πρωτοδικεία, το πιθανότερο είναι ο ίδιος Εισαγγελέα που δεν κατάφερε να καταλήξει η διαπραγμάτευση, να παρίσταται στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου !! Πάντως, εάν στο μυαλό του νομοθέτη είναι, ότι ο παθών δεν θα αντιληφθεί την κίνηση της σχετικής διαδικασίας διαπραγμάτευσης και γι’ αυτό τον λόγο θα πρέπει να γίνει «εν κρυπτώ» χωρίς την παρουσία του παθόντος (ορ. ανωτέρω 1η παρατήρηση), αξίζει να ανατρέξει κανείς σε πρόσφατο παράδειγμα «προστατευομένων μαρτύρων», πόσο πολύ προστατεύτηκαν από τις σχετικές διατάξεις !! Προς αποφυγή λοιπόν των ανωτέρω, το στάδιο της ποινικής διαπραγμάτευσης θα πρέπει να γίνει υποχρεωτικό σε όλα ανεξαιρέτως τα πλημμελήματα και κακουργήματα που τιμωρούνται στο νόμο με πρόσκαιρη κάθειρξη. Σε όλα εκείνα τα αδικήματα δηλαδή, που η ομολογία του κατηγορουμένου, συνεπάγεται – πέραν πάσης αμφιβολίας- την ενοχή του. Για την λειτουργική απλούστευση και αποτελεσματικότητα της σχετικής διαδικασίας, φρονώ ότι θα πρέπει, μετά την συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού της προανακρίσεως ή Ανακρίσεως και προ της λήψεως απολογίας από τον κατηγορούμενο, οι δικογραφίες να διαβιβάζονται προς τους αρμόδιους Εισαγγελείς, οι οποίοι να επιδίδουν κλήση προς τον κατηγορούμενο, ο οποίος θα καλείται συγκεκριμένη ημέρα και ώρα ενώπιον του Κου Εισαγγελέα, προκειμένου να γνωστοποιήσει (έγγραφα ή προφορικά) την θέση του συνοπτικά (ένοχος ή αθώος) και να ξεκινήσει, σε περίπτωση που δηλώσει ενοχή, η διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης. Εάν δηλώσει ενοχή, η ποινική διαπραγμάτευση ολοκληρώνεται σε μεταγενέστερη ημερομηνία, που δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από 10 ημέρες από την αρχική, κατά την οποία καλείται υποχρεωτικά να παρασταθεί (μετά ή άνευ συνηγόρου) και ο εκ της πράξεως παθών, ο οποίος ακούγεται υποχρεωτικά και συνυπογράφει το σχετικό πρακτικό και σε περίπτωση άρνησής του, αυτό βεβαιώνεται στην σχετική έκθεση.
    Παντελής Φουρφουλάκης
    Δικηγόρος Ρεθύμνου

  • 10 Μαρτίου 2019, 07:39 | αλεξιου βασιλειος

    σχετικα με το αρθρο 303 θα επρεπε να ισχυει για το συνολο των πλημμελημάτων και κακουργημάτων ακομα και για ανθρωποκτονίες.ετσι θα είχαμε υπερταχεια απονομή δικαιοσυνης,και σε συνδυασμο με την νομιμοποιηση των ναρκωτικών την μειωση της εγκληματικότητας στο ελαχιστο.ευχαριστω πολύ.