• Σχόλιο του χρήστη 'ΝΑΤΑΛΙΑ ΓΡΕΒΙΑ' | 12 Απριλίου 2019, 13:20

    Στο σχέδιο νόμου του Κ.Ποιν.Δ, ως εναλλακτική μορφή περάτωσης της ποινικής δίκης, εισάγεται, μεταξύ άλλων επιτυχών ρυθμίσεων (ποινική συνδιαλλαγή, ποινική διαπραγμάτευση), ο θεσμός της ποινικής διαταγής. Σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ο καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα και τα συμφέροντά του όπως ο νόμος ορίζει. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 παρ. 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικασθεί δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει και επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Επιπρόσθετα κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του και τέλος ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα πληροφόρησης, υπερασπίσεως, διορισμού συνηγόρου, εξέτασης μαρτύρων κλπ. Τέλος, η ποινική δικονομία ορίζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, με βασικό και θεμελιώδες δικαίωμα, το συνταγματικά καταχωρημένο δικαίωμα ακροάσεως που καλύπτει ολόκληρη την ποινική διαδικασία. Έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση του κατηγορητηρίου, να παρίσταται με δικηγόρο, να λαμβάνει αντίγραφα δικογραφίας, να ζητάει προθεσμία, να παρίσταται σε ανακριτικές πράξεις, έχει το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης κ.ο.κ., δικαιώματα που έχει και το πρόσωπο που καλείται ως ύποπτος. Περαιτέρω από την αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του υπόπτου, προκύπτει και το τεκμήριο αθωότητας. Η προωθούμενη νομοθετική αλλαγή, δείχνει να μη λαμβάνει υπόψη το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τις θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικονομικού δικαίου, και προσπαθεί να χρησιμοποιήσει πρακτικές του αστικού δικονομικού δικαίου (στο οποίο δεν ισχύουν οι ίδιες αρχές) στην ποινική δίκη, παρακάμπτοντας θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Ο λόγος που επιχειρείται η ρύθμιση αυτή, είναι η επίλυση του προβλήματος επιταχύνσεως της ποινικής δικαιοσύνης ή αποσυμφόρησης των Δικαστηρίων, προβλήματα τα οποία η Πολιτεία θα πρέπει να τα λύσει με άλλους τρόπους, όπως με στελέχωση των Δικαστικών Υπηρεσιών από Δικαστές, Εισαγγελείς και Δικαστικούς Υπαλλήλους, με διεύρυνση του ωραρίου εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων, με κτιριακές υποδομές κ.α. Αντίλογος ως προς τα ανακύπτοντα νομικά ζητήματα, περί αντισυνταγματικότητας κλπ. των διατάξεων, θα μπορούσε να ήταν: Α. ότι ο θεσμός εφαρμόζεται σε κάποιες Ευρωπαϊκές χώρες και πως ο πυρήνας των δικαιωμάτων του καταδικασθέντος δε θίγεται, καθώς ο καταδικασθείς έχει δικαίωμα αντιρρήσεων και εφόσον επιθυμεί, ενεργοποιεί ο ίδιος τον μηχανισμό της ποινικής δίκης. Τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ, τον ισχύοντα Κ.Ποιν.Δ αναφέρονται σε κατηγορούμενο και ύποπτο. Κάθε πρόσωπο έχει τα παραπάνω δικαιώματα αυτά, είτε πριν (ως ύποπτος) είτε μετά (ως κατηγορούμενος) την άσκηση της ποινικής δίωξης, και όχι «με καθυστέρηση», όταν δηλαδή θα είναι ήδη καταδικασμένος. Άλλωστε από τις αρχές: αυτεπάγγελτης διεξαγωγής της δίκης, αυτεπάγγελτης εκδίκασης της υπόθεσης, της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, προκύπτει ότι ο μηχανισμός της ποινικής δίκης ενεργοποιείται αυτεπάγγελτα και όχι από τον καταδικασθέντα. Ο καταδικασθείς δεν είναι ενάγων σε αστικό δικαστήριο για να άρχεται η δίκη από αυτόν. Τα αυτονόητα και δεδομένα δικαιώματα κάθε προσώπου μέχρι σήμερα όχι απλά φαλκιδεύονται αλλά καταργούνται σε ένα κεφάλαιο της νέας ποινικής δικονομίας, τη στιγμή που το προωθούμενο σχέδιο νόμου εισάγει ή βελτιώνει σημαντικούς θεσμούς όπως την ποινική διαπραγμάτευση ή την ποινική συνδιαλλαγή. Μεταξύ των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, είναι αυτό της προσβάσεως στη δικαιοσύνη, της προσφυγής τόσο σε δευτεροβάθμιο Δικαστήριο όσο και στο Ακυρωτικό. Επί του βάσιμου έχει το δικαίωμα να προτείνει, πλην τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στην άρση του αδίκου, ή του καταλογισμού και άλλους. Τη στιγμή που αποδίδεται σε κάποιον αξιόποινη πράξη με τη νέα ρύθμιση ο εισαγγελέας υποβάλει αίτηση για έκδοση ποινικής διαταγής και ο δικαστής εκδίδει χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορουμένου, ποινική διαταγή. Ως εκ τούτου στον κατηγορούμενο, δε δίνεται καν η δυνατότητα να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να αποδείξει την αθωότητα του και ακόμα, ως είχε το δικαίωμα, την ψευδή σε βάρος του καταμήνυση, εξ’ αιτίας της οποίας απέκτησε την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Ενδέχεται λοιπόν να επιβληθεί ποινή, και κατ’ επέκταση εγγραφή στο ποινικό μητρώο και σε όχι χαμηλής απαξίας αξιόποινες πράξεις. Στις περιπτώσεις αυτές, το στίγμα του ενόχου παραμένει και φυσικά η έννοια του τεκμηρίου αθωότητας δεν υφίσταται. Τέλος η συνταχθείσα ποινική δικογραφία, συνεχίζει να αποτελεί «τεκμήριο», στα αστικά δικαστήρια και οδηγεί κατά κανόνα σε αποδοχή της τυχόν ασκηθείσης αγωγής, όπως και σε πειθαρχικές διαδικασίες σε βάρος υπαλλήλων. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την προωθούμενη ρύθμιση ο δικαστής επιβάλει χρηματική ποινή μειωμένη τουλάχιστον κατά το ήμισυ σε σχέση με το οριζόμενο πλαίσιο ποινής ή ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μηνών με υφ’ όρο αναστολή αυτής. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: ρισκάρει ο καταδικασθείς να υποβάλει αντιρρήσεις όταν στη δίκη που θα επακολουθήσει ενδέχεται, αφού στην προκειμένη περίπτωση δεν ισχύει η απαγόρευση χειροτέρευσης, να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό της ποινικής δίκης και να του επιβληθεί ποινή μέχρι δύο χρόνων και χρηματική ποινή ίση με το οριζόμενο πλαίσιο; Εμείς ως συνήγοροι, τι οφείλουμε να προτείνουμε στον καταδικασθέντα, να εισάγει την υπόθεση (στην οποία δεν είχε δικαίωμα ακρόασης) στο ποινικό δικαστήριο με κίνδυνο μεγαλύτερης ποινής από την επιβληθείσα σε χρόνο και με τρόπο που δε του αναγνωριζόταν κανέναν δικαίωμα. Β. Υπάρχει η άποψη ότι ούτως ή άλλως πρόκειται για αδικήματα Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, τα οποία θεωρούνται ήσσονος ποινικής σημασίας. Η υλική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου όμως την τελευταία δεκαπενταετία έχει διευρυνθεί περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Προβληματισμός υπήρξε ήδη με τον ν. 3160/2003 και τη διεύρυνση της υλικής αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημ/κείου διότι η δικαστική κρίση που παρέχει τα εχέγγυα ορθής και δίκαιης κρίσης είναι αυτή του πολυπρόσωπου δικαστηρίου. Με την ως άνω τροποποίηση αναπτύχθηκε γόνιμος διάλογος που αφορά δύο ακόμα λόγους, την παράκαμψη της διενέργειας προανάκρισης ή προκαταρτικής εξέτασης και τη μη δυνατότητα του κατηγορουμένου να ασκήσει προσφυγή κατά του κλητήριου θεσπίσματος. Μεγαλύτερη διεύρυνση θεματικής του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου υπήρξε στη συνέχεια με τον ν. 3346/2005 και τότε διατυπώθηκαν λιγότερες αντιρρήσεις, ενώ τέλος με την διεύρυνση του ν. 3904/2010 δεν διατυπώθηκαν αντιρρήσεις προς τη μη ορθότητά του, αντίθετα υπήρξαν αντιρρήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, ζητήθηκε μεγαλύτερη διεύρυνση ώστε σε δεύτερο βαθμό να μεταβιβάζονται οι υποθέσεις στο Τριμελές Πλημ/κείο και όχι στο Εφετείο με στόχο την αποσυμφόρηση των ποινικών Εφετείων. Με τα χρόνια δηλαδή εμπεδώθηκε στη νομική σκέψη, ότι η εκδίκαση ακόμα και σοβαρών πλημμελημάτων μπορεί να γίνει από μονομελή σύνθεση. Με την προωθούμενη ρύθμιση, η αρμοδιότητα διευρύνεται ακόμα περισσότερο ώστε το Μονομελές να δικάζει πλημμελήματα για τα οποία απειλείται στο νόμο φυλάκιση έως δύο ετών ή χρηματική ποινή με τις εξαιρέσεις που ορίζονται στο ίδιο άρθρο. Τα αδικήματα τα οποία απειλούνται με το παραπάνω πλαίσιο ποινής (αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημ/κείου) τόσο στον ποινικό κώδικα όσο και στους ειδικούς ποινικούς νόμους και λοιπά νομοθετήματα είναι μεγάλου αριθμού, και όχι απαραίτητα ήσσονος ποινικής σημασίας. Η δυνατότητα έκδοσης ποινικής διαταγής, θα προβλέπεται {όπως καθορίζεται το πλαίσιο ποινής στο σχέδιο νόμου ΠΚ} ενδεικτικά για εξής αδικήματα: απείθεια, απόδραση κρατουμένου, αντιποίηση, παραβίαση κατάσχεσης, παραβίαση σφραγίδων, απειλή διάπραξης εγκλημάτων, προσβολή συμβόλων ή τόπων ιδιαίτερης εθνικής ή θρησκευτικής σημασίας, διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων, πλαστογραφία πιστοποιητικών, υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαγωγή εγγράφων, ψευδής καταγγελία, παράλειψη προσφοράς βοήθειας, σωματική βλάβη, σωματική βλάβη από αμέλεια, παράνομη βία, αυτοδικία, απειλή, διατάραξη οικιακής ειρήνης, προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, διατάραξη της οικογενειακής τάξης, διγαμία, παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής, εγκατάλειψη εγκύου, παραμέληση εποπτείας ανηλίκου, εξύβριση, δυσφήμιση, παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, απατηλή πρόκληση βλάβης, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος. Εκτιμώ ότι για τα παραπάνω αδικήματα, θα πρέπει να υπάρξει «δίκαιη δίκη», η οποία προϋποθέτει και απαιτεί την ύπαρξη ρυθμίσεων που να διασφαλίζουν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, απαιτεί επίσης από τα όργανα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης να παρέχουν τα εχέγγυα ασφαλούς και δίκαιης κρίσης. Ασφαλή και δίκαιη κρίση υπάρχει όταν σε μία ποινική δίκη με τη συμμετοχή των λειτουργών της δικαιοσύνης παρουσιάζεται ολόκληρο το πραγματικό μέρος της υπόθεσης, ελέγχεται κάθε πτυχή του πραγματικού και του νομικού μέρους, εντοπίζονται οι αντιφάσεις στα αποδεικτικά στοιχεία, ακούγεται η γνώμη του εισαγγελέα και των συνηγόρων και στη συνέχεια πραγματοποιείται ουσιαστική διάσκεψη και τέλος εκδίδεται η απόφαση. Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι ο εισαγγελέας υποβάλει αίτηση για ποινική διαταγή όταν του «αρκεί» το υφιστάμενο υλικό και όχι σε κάθε περίπτωση. Το ζήτημα όμως δεν είναι εάν ο εκάστοτε εισαγγελικός λειτουργός χρησιμοποιήσει ή όχι τη ρύθμιση, αλλά ότι κανείς λόγος δεν υπάρχει να δώσουμε τόση εξουσία, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε αυθαιρεσίες. Για τους παραπάνω λόγους πιστεύω ότι δε πρέπει να ψηφιστεί το κεφάλαιο υπό τον τίτλο «ποινική διαταγή». Άλλωστε, αντί της ποινικής διαταγής, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους θεσμούς της ποινικής διαπραγμάτευσης και της ποινικής συνδιαλλαγής και στα πλημμελήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και που κατά περίπτωση μπορεί να τύχει εφαρμογής ή η μία ή άλλη ρύθμιση.