ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ποινική διαταγή

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ποινική διαταγή

Άρθρο 409.- Ποινική διαταγή επί πλημμελημάτων. Στα πλημμελήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν ο εισαγγελέας που ασκεί την ποινική δίωξη κρίνει ότι το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό δεν καθιστά αναγκαία τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας για την περαιτέρω διακρίβωση των περιστατικών που θεμελιώνουν την ενοχή του κατηγορουμένου, υποβάλλει αίτηση για την έκδοση ποινικής διαταγής.

Άρθρο 410.- Παραπομπή της αίτησης στην τακτική διαδικασία ή έκδοση απόφασης. Αν ο δικαστής, στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση για έκδοση ποινικής διαταγής, θεωρεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζονται δεν είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορουμένου, παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία. Αν όμως θεωρεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζονται είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορουμένου, εκδίδει χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορουμένου σε δημόσια συνεδρίαση ποινική διαταγή με την οποία επιβάλλει σε αυτόν χρηματική ποινή μειωμένη τουλάχιστον κατά το ήμισυ σε σχέση με το οριζόμενο στο νόμο πλαίσιο ποινής ή ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μηνών με υφ’ όρο αναστολή αυτής.

Άρθρο 411.- Περιεχόμενο ποινικής διαταγής. Η ποινική διαταγή περιέχει τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 140 περ. α έως γ, ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία εκδόθηκε με μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει και την ποινή που επιβλήθηκε.

Άρθρο 412.- Αντιρρήσεις κατά της ποινικής διαταγής. Κατά της ποινικής διαταγής εκείνος που καταδικάστηκε μπορεί να υποβάλλει, μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την επίδοσή της, αντιρρήσεις με έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την διαταγή ή ο γραμματέας του ειρηνοδικείου του τόπου διαμονής του. Στην έκθεση πρέπει να σημειώνεται η δικάσιμος κατά την οποία θα συζητηθούν οι αντιρρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 413.

Άρθρο 413.- Συζήτηση στο ακροατήριο. 1. Αν οι αντιρρήσεις προβληθούν εμπρόθεσμα σύμφωνα με το άρθρο 412, η απόφαση που εκδόθηκε ανατρέπεται και η υπόθεση εισάγεται για να συζητηθεί με την κοινή διαδικασία στην πρώτη δικάσιμο ύστερα από δέκα ημέρες από την προβολή των αντιρρήσεων κατά το άρθρο 412. Την ημέρα αυτή ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανιστεί χωρίς κλήτευση, προσκομίζοντας και τα αποδεικτικά του μέσα. Διαφορετικά, δικάζεται σαν να ήταν παρών. Αν οι αντιρρήσεις έχουν υποβληθεί στον γραμματέα του ειρηνοδικείου, η υπόθεση συζητείται ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του κατηγορουμένου (άρθρ. 166). Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται για κανένα λόγο.

Άρθρο 414.- Ένδικα μέσα. Κατά της απόφασης επί των αντιρρήσεων επιτρέπεται η άσκηση των ένδικων μέσων που προβλέπονται από τον κώδικα.

Άρθρο 415.- Μη δέσμευση από την απαγόρευση χειροτέρευσης. Το δικαστήριο, που δικάζει τις αντιρρήσεις σε πρώτο βαθμό, δεν δεσμεύεται από τη διάταξη του άρθρου 470 του Κώδικα.

Άρθρο 416.- Εκτέλεση ποινικής διαταγής. Αν δεν προβληθούν εμπρόθεσμα αντιρρήσεις, η διαταγή που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 410 εκτελείται. Έφεση και αναίρεση εναντίον της δεν επιτρέπονται.

  • 14 Απριλίου 2019, 01:39 | ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΣΟΦΟΣ, Πρόεδρος Επιτροπής Δ.Σ.Α. για την επεξεργασία του Νέου Π.Κ. και Κ.Π.Δ., Αντιπρόεδρος Δ.Σ.Α., Δ.Ν. – Δικηγόρος

    Κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών για την επεξεργασία του νέου Π.Κ. και Κ.Π.Δ., αποφασίσθηκε, ομόφωνα, να προταθεί η απάλειψη της νέας μορφής επεξεργασίας κατηγορίας αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, κυρίως λόγω της προδήλου παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητος και της έλλειψης ακροάσεως, που τη χαρακτηρίζει. Είναι πρόδηλο, ότι εμφανιζόμενος ο κατηγορούμενος, μετά την άσκηση αντιρρήσεων, ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, υφίσταται μια σαφή παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητός του, καθώς έχει ήδη κριθεί προηγουμένως, ερήμην του, από τον Εισαγγελέα και τον Δικαστή, ότι το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό δεν καθιστά αναγκαία τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας για την περαιτέρω διακρίβωση των περιστατικών που θεμελιώνουν την ΕΝΟΧΗ του κατηγορουμένου. Συνεπεία αυτού έχει ήδη κριθεί η ΕΝΟΧΗ του κατηγορουμένου χωρίς να ακουσθεί από δικαστήριο, να λάβει γνώση της φύσεως και του λόγου της εναντίον του κατηγορίας, να του δοθεί η δυνατότητα να λάβει γνώση του υλικού της δικογραφίας και να απαντήσει σε αυτήν, χρησιμοποιώντας τα δικά του αποδεικτικά μέσα και εξετάζοντας μάρτυρες. Είναι απολύτως αναγκαία η καθολική απόσυρση του εν λόγω άρθρου και όλες οι προβλέψεις για την ποινική διαταγή.
    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ Δ.Σ.Α. για την επεξεργασία του νέου Π.Κ. και Κ.Π.Δ.
    Θεμιστοκλής Σοφός, Αντιπρόεδρος Δ.Σ.Α., Προεδρεύων
    Δημήτριος Αναστασόπουλος, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.
    Χρήστος Κακλαμάνης, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.
    Γεώργιος Κλεφτοδήμος, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.
    Μεθόδιος Ματαλιωτάκης, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.
    Δημήτριος Σαραφιανός, Σύμβουλος Δ.Σ.Α.

  • Στο σχέδιο νόμου του Κ.Ποιν.Δ, ως εναλλακτική μορφή περάτωσης της ποινικής δίκης, εισάγεται, μεταξύ άλλων επιτυχών ρυθμίσεων (ποινική συνδιαλλαγή, ποινική διαπραγμάτευση), ο θεσμός της ποινικής διαταγής.
    Σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ο καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα και τα συμφέροντά του όπως ο νόμος ορίζει.
    Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 παρ. 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικασθεί δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει και επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Επιπρόσθετα κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του και τέλος ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα πληροφόρησης, υπερασπίσεως, διορισμού συνηγόρου, εξέτασης μαρτύρων κλπ.
    Τέλος, η ποινική δικονομία ορίζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, με βασικό και θεμελιώδες δικαίωμα, το συνταγματικά καταχωρημένο δικαίωμα ακροάσεως που καλύπτει ολόκληρη την ποινική διαδικασία. Έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση του κατηγορητηρίου, να παρίσταται με δικηγόρο, να λαμβάνει αντίγραφα δικογραφίας, να ζητάει προθεσμία, να παρίσταται σε ανακριτικές πράξεις, έχει το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης κ.ο.κ., δικαιώματα που έχει και το πρόσωπο που καλείται ως ύποπτος. Περαιτέρω από την αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του υπόπτου, προκύπτει και το τεκμήριο αθωότητας.
    Η προωθούμενη νομοθετική αλλαγή, δείχνει να μη λαμβάνει υπόψη το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τις θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικονομικού δικαίου, και προσπαθεί να χρησιμοποιήσει πρακτικές του αστικού δικονομικού δικαίου (στο οποίο δεν ισχύουν οι ίδιες αρχές) στην ποινική δίκη, παρακάμπτοντας θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
    Ο λόγος που επιχειρείται η ρύθμιση αυτή, είναι η επίλυση του προβλήματος επιταχύνσεως της ποινικής δικαιοσύνης ή αποσυμφόρησης των Δικαστηρίων, προβλήματα τα οποία η Πολιτεία θα πρέπει να τα λύσει με άλλους τρόπους, όπως με στελέχωση των Δικαστικών Υπηρεσιών από Δικαστές, Εισαγγελείς και Δικαστικούς Υπαλλήλους, με διεύρυνση του ωραρίου εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων, με κτιριακές υποδομές κ.α.
    Αντίλογος ως προς τα ανακύπτοντα νομικά ζητήματα, περί αντισυνταγματικότητας κλπ. των διατάξεων, θα μπορούσε να ήταν:
    Α. ότι ο θεσμός εφαρμόζεται σε κάποιες Ευρωπαϊκές χώρες και πως ο πυρήνας των δικαιωμάτων του καταδικασθέντος δε θίγεται, καθώς ο καταδικασθείς έχει δικαίωμα αντιρρήσεων και εφόσον επιθυμεί, ενεργοποιεί ο ίδιος τον μηχανισμό της ποινικής δίκης.
    Τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ, τον ισχύοντα Κ.Ποιν.Δ αναφέρονται σε κατηγορούμενο και ύποπτο. Κάθε πρόσωπο έχει τα παραπάνω δικαιώματα αυτά, είτε πριν (ως ύποπτος) είτε μετά (ως κατηγορούμενος) την άσκηση της ποινικής δίωξης, και όχι «με καθυστέρηση», όταν δηλαδή θα είναι ήδη καταδικασμένος. Άλλωστε από τις αρχές: αυτεπάγγελτης διεξαγωγής της δίκης, αυτεπάγγελτης εκδίκασης της υπόθεσης, της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, προκύπτει ότι ο μηχανισμός της ποινικής δίκης ενεργοποιείται αυτεπάγγελτα και όχι από τον καταδικασθέντα. Ο καταδικασθείς δεν είναι ενάγων σε αστικό δικαστήριο για να άρχεται η δίκη από αυτόν.
    Τα αυτονόητα και δεδομένα δικαιώματα κάθε προσώπου μέχρι σήμερα όχι απλά φαλκιδεύονται αλλά καταργούνται σε ένα κεφάλαιο της νέας ποινικής δικονομίας, τη στιγμή που το προωθούμενο σχέδιο νόμου εισάγει ή βελτιώνει σημαντικούς θεσμούς όπως την ποινική διαπραγμάτευση ή την ποινική συνδιαλλαγή. Μεταξύ των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, είναι αυτό της προσβάσεως στη δικαιοσύνη, της προσφυγής τόσο σε δευτεροβάθμιο Δικαστήριο όσο και στο Ακυρωτικό. Επί του βάσιμου έχει το δικαίωμα να προτείνει, πλην τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στην άρση του αδίκου, ή του καταλογισμού και άλλους. Τη στιγμή που αποδίδεται σε κάποιον αξιόποινη πράξη με τη νέα ρύθμιση ο εισαγγελέας υποβάλει αίτηση για έκδοση ποινικής διαταγής και ο δικαστής εκδίδει χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορουμένου, ποινική διαταγή. Ως εκ τούτου στον κατηγορούμενο, δε δίνεται καν η δυνατότητα να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να αποδείξει την αθωότητα του και ακόμα, ως είχε το δικαίωμα, την ψευδή σε βάρος του καταμήνυση, εξ’ αιτίας της οποίας απέκτησε την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Ενδέχεται λοιπόν να επιβληθεί ποινή, και κατ’ επέκταση εγγραφή στο ποινικό μητρώο και σε όχι χαμηλής απαξίας αξιόποινες πράξεις. Στις περιπτώσεις αυτές, το στίγμα του ενόχου παραμένει και φυσικά η έννοια του τεκμηρίου αθωότητας δεν υφίσταται. Τέλος η συνταχθείσα ποινική δικογραφία, συνεχίζει να αποτελεί «τεκμήριο», στα αστικά δικαστήρια και οδηγεί κατά κανόνα σε αποδοχή της τυχόν ασκηθείσης αγωγής, όπως και σε πειθαρχικές διαδικασίες σε βάρος υπαλλήλων.
    Πρέπει να σημειωθεί ότι με την προωθούμενη ρύθμιση ο δικαστής επιβάλει χρηματική ποινή μειωμένη τουλάχιστον κατά το ήμισυ σε σχέση με το οριζόμενο πλαίσιο ποινής ή ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μηνών με υφ’ όρο αναστολή αυτής. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: ρισκάρει ο καταδικασθείς να υποβάλει αντιρρήσεις όταν στη δίκη που θα επακολουθήσει ενδέχεται, αφού στην προκειμένη περίπτωση δεν ισχύει η απαγόρευση χειροτέρευσης, να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό της ποινικής δίκης και να του επιβληθεί ποινή μέχρι δύο χρόνων και χρηματική ποινή ίση με το οριζόμενο πλαίσιο; Εμείς ως συνήγοροι, τι οφείλουμε να προτείνουμε στον καταδικασθέντα, να εισάγει την υπόθεση (στην οποία δεν είχε δικαίωμα ακρόασης) στο ποινικό δικαστήριο με κίνδυνο μεγαλύτερης ποινής από την επιβληθείσα σε χρόνο και με τρόπο που δε του αναγνωριζόταν κανέναν δικαίωμα.

    Β. Υπάρχει η άποψη ότι ούτως ή άλλως πρόκειται για αδικήματα Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, τα οποία θεωρούνται ήσσονος ποινικής σημασίας. Η υλική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου όμως την τελευταία δεκαπενταετία έχει διευρυνθεί περισσότερο από όσο θα έπρεπε.
    Προβληματισμός υπήρξε ήδη με τον ν. 3160/2003 και τη διεύρυνση της υλικής αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημ/κείου διότι η δικαστική κρίση που παρέχει τα εχέγγυα ορθής και δίκαιης κρίσης είναι αυτή του πολυπρόσωπου δικαστηρίου. Με την ως άνω τροποποίηση αναπτύχθηκε γόνιμος διάλογος που αφορά δύο ακόμα λόγους, την παράκαμψη της διενέργειας προανάκρισης ή προκαταρτικής εξέτασης και τη μη δυνατότητα του κατηγορουμένου να ασκήσει προσφυγή κατά του κλητήριου θεσπίσματος. Μεγαλύτερη διεύρυνση θεματικής του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου υπήρξε στη συνέχεια με τον ν. 3346/2005 και τότε διατυπώθηκαν λιγότερες αντιρρήσεις, ενώ τέλος με την διεύρυνση του ν. 3904/2010 δεν διατυπώθηκαν αντιρρήσεις προς τη μη ορθότητά του, αντίθετα υπήρξαν αντιρρήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, ζητήθηκε μεγαλύτερη διεύρυνση ώστε σε δεύτερο βαθμό να μεταβιβάζονται οι υποθέσεις στο Τριμελές Πλημ/κείο και όχι στο Εφετείο με στόχο την αποσυμφόρηση των ποινικών Εφετείων.
    Με τα χρόνια δηλαδή εμπεδώθηκε στη νομική σκέψη, ότι η εκδίκαση ακόμα και σοβαρών πλημμελημάτων μπορεί να γίνει από μονομελή σύνθεση.
    Με την προωθούμενη ρύθμιση, η αρμοδιότητα διευρύνεται ακόμα περισσότερο ώστε το Μονομελές να δικάζει πλημμελήματα για τα οποία απειλείται στο νόμο φυλάκιση έως δύο ετών ή χρηματική ποινή με τις εξαιρέσεις που ορίζονται στο ίδιο άρθρο.
    Τα αδικήματα τα οποία απειλούνται με το παραπάνω πλαίσιο ποινής (αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημ/κείου) τόσο στον ποινικό κώδικα όσο και στους ειδικούς ποινικούς νόμους και λοιπά νομοθετήματα είναι μεγάλου αριθμού, και όχι απαραίτητα ήσσονος ποινικής σημασίας. Η δυνατότητα έκδοσης ποινικής διαταγής, θα προβλέπεται {όπως καθορίζεται το πλαίσιο ποινής στο σχέδιο νόμου ΠΚ} ενδεικτικά για εξής αδικήματα: απείθεια, απόδραση κρατουμένου, αντιποίηση, παραβίαση κατάσχεσης, παραβίαση σφραγίδων, απειλή διάπραξης εγκλημάτων, προσβολή συμβόλων ή τόπων ιδιαίτερης εθνικής ή θρησκευτικής σημασίας, διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων, πλαστογραφία πιστοποιητικών, υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαγωγή εγγράφων, ψευδής καταγγελία, παράλειψη προσφοράς βοήθειας, σωματική βλάβη, σωματική βλάβη από αμέλεια, παράνομη βία, αυτοδικία, απειλή, διατάραξη οικιακής ειρήνης, προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, διατάραξη της οικογενειακής τάξης, διγαμία, παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής, εγκατάλειψη εγκύου, παραμέληση εποπτείας ανηλίκου, εξύβριση, δυσφήμιση, παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, απατηλή πρόκληση βλάβης, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος.
    Εκτιμώ ότι για τα παραπάνω αδικήματα, θα πρέπει να υπάρξει «δίκαιη δίκη», η οποία προϋποθέτει και απαιτεί την ύπαρξη ρυθμίσεων που να διασφαλίζουν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, απαιτεί επίσης από τα όργανα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης να παρέχουν τα εχέγγυα ασφαλούς και δίκαιης κρίσης. Ασφαλή και δίκαιη κρίση υπάρχει όταν σε μία ποινική δίκη με τη συμμετοχή των λειτουργών της δικαιοσύνης παρουσιάζεται ολόκληρο το πραγματικό μέρος της υπόθεσης, ελέγχεται κάθε πτυχή του πραγματικού και του νομικού μέρους, εντοπίζονται οι αντιφάσεις στα αποδεικτικά στοιχεία, ακούγεται η γνώμη του εισαγγελέα και των συνηγόρων και στη συνέχεια πραγματοποιείται ουσιαστική διάσκεψη και τέλος εκδίδεται η απόφαση.
    Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι ο εισαγγελέας υποβάλει αίτηση για ποινική διαταγή όταν του «αρκεί» το υφιστάμενο υλικό και όχι σε κάθε περίπτωση. Το ζήτημα όμως δεν είναι εάν ο εκάστοτε εισαγγελικός λειτουργός χρησιμοποιήσει ή όχι τη ρύθμιση, αλλά ότι κανείς λόγος δεν υπάρχει να δώσουμε τόση εξουσία, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε αυθαιρεσίες.
    Για τους παραπάνω λόγους πιστεύω ότι δε πρέπει να ψηφιστεί το κεφάλαιο υπό τον τίτλο «ποινική διαταγή». Άλλωστε, αντί της ποινικής διαταγής, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους θεσμούς της ποινικής διαπραγμάτευσης και της ποινικής συνδιαλλαγής και στα πλημμελήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και που κατά περίπτωση μπορεί να τύχει εφαρμογής ή η μία ή άλλη ρύθμιση.

  • 11 Απριλίου 2019, 14:49 | Ελευθέριος Μοίρας

    Και αυτή περίπου η ειδική διαδικασία προβλέπεται και στον ιταλικό ΚΠΔ (procedimento per decreto). Νομίζω όμως ότι η πρόβλεψη που στον ιταλικό κώδικα υπάρχει ήτοι ότι αν δεν βρεθεί ο κατηγορούμενος για να γίνει επίδοση ο δικαστής ανακαλεί την ποινική διαταγή πρέπει να ισχύσει απαραίτητα και στην χώρα μας ειδικά με το πώς γίνονται οι επιδόσεις στην Ελλάδα (και δεν προβλέπεται να διορθωθεί η κατάσταση άμεσα παρ΄ όλη την πρόοδο που έχει σημειωθεί και νομοθετικώς και στην νομολογία). Συνεπώς η διαταγή πρέπει να ανακαλείται εφόσον δεν επιδόθηκε στον ίδιο τον κατηγορούμενο. Αλλιώς θα γεμίσουμε με χιλιάδες καταδίκες λόγω των επιδόσεων. Επίσης το αναφερόμενο στο τελευταίο εδάφιο του αρ 413 δεν το αντιλαμβάνομαι: γιατί να μην υπάρχει δυνατότητα έστω μιας αναβολής πχ αρρώστησε ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ή ο τελευταίος έχει άλλο δικαστήριο?

  • 27 Μαρτίου 2019, 16:43 | ΠΕΛΟΠΙΔΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ

    Η ποινική διαταγή υπό το ισχύον δίκαιο ως διαδικασία είναι γνωστή στα πταίσματα (άρθρο 414 ΚΠολΔ, πταίσματα που βεβαιώνονται με έκθεση), δεν ξέρω όμως αν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη. Πάντως, ως Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, και με δεδομένη τη δυνητική διατύπωση της παρ. 1, δεν θα ήμουνα ιδιαίτερα αισιόδοξος σχετικά με την ευδοκίμηση του θεσμού…

  • 20 Μαρτίου 2019, 15:43 | παντελής τραϊανός

    Θεωρώ αντισυνταγματικό να μην παρέχεται δικαίωμα αναβολής , έφεσης και αναίρεσης στην απόφαση που θα εκδοθεί μετά από αντιρρήσεις του καταδικασθέντος.

  • 18 Μαρτίου 2019, 09:22 | Αντώνης περακης

    1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, Άρθρο 6 εσδα…. αρχές δημοσιότητας αμεσότητας και τα υπόλοιπα δικαιώματα του κατηγορουμένου βλάπτονται η ποινικη δίκη γίνεται εγγραφή διαδικασία!!!!

  • 13 Μαρτίου 2019, 08:01 | Γεωργία

    Η σκέψη είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Αν θέλουμε να έχει αποτέλεσμα, θα πρέπει ο Εισαγγελέας προηγουμένως να καλεί τον κατηγορούμενο, να τον ερωτά αν αποδέχεται την έκδοση ποινικής διαταγής, να προτείνει ποινή και να την αποδέχεται αυτός, συντασσομένης σχετικής εκθέσεως, η οποία θα συνοδεύει την αίτηση προς το Δικαστήριο για έκδοση ποινικής διαταγής. Άλλως, η ρύθμιση θα είναι αντίθετη προς την ΕΣΔΑ και αναποτελεσματική καθώς θα καταστεί προστάδιο της συζητήσεως στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο.Ρυθμίσεως χρήζει το θέμα της πολιτικής αγωγής σε αυτή την περίπτωση.

  • 9 Μαρτίου 2019, 15:45 | ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΣΠΑΧΟΣ

    Πολύ σωστά αναφέρθηκε πιο πριν το αυτονόητο, δηλαδή ότι ο προτεινόμενος θεσμός της ποινικής διαταγής είναι ξεκάθαρα αντισυνταγματικός. Αλλά αυτό στην Ελλάδα δεν είναι πρόβλημα… Διατάξεις που κρίνονται το 2012 συνταγματικές, το 2018 κρίνονται αντισυνταγματικές… Το πρόβλημα θα είναι η ΕΣΔΑ και το ΕΔΔΑ. Υπάρχει μία σαφής πρόοδος γενικά στο σχέδιο, αλλά εδώ υπάρχει αστοχία.

  • 8 Μαρτίου 2019, 19:48 | Ανδρέας Ζ.

    Ο θεσμός της ποινικής διαταγής θεωρώ ότι θα έχει αντίστροφα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Αφενός δεν θα αποσυμφορηθεί η διαδικασία ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, αφού προβλέπονται αντιρρήσεις, ένδικα μέσα κατα της απόφασης επι των αντιρρήσεων και εφόσον γίνουν δεκτές παραπομπή στην τακτική δικάσιμο και αφετέρου πλην κάποιων αδικημάτων, όπως υγειονομικών παραβάσεων και παραβάσεων του ΚΟΚ, δεν θα εφαρμοστεί στην πράξη ποτε. Η επιλογή του θεσμού αυτού αποτελεί και τη δικαιολογητική βάση για την εκτός δικαστηριακης πραγματικότητας εκ νέου μετακύλιση της καθ’υλη αρμοδιότητας επι των πλημμελημάτων στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο. Ρύθμιση που δεν λαμβάνει υπόψη την επι σχεδόν οχτώ έτη επιτυχημένη κατανομή της αρμοδιότητας μεταξύ Μονομελούς και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου.

  • 8 Μαρτίου 2019, 10:53 | ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΚΩΤΣΙΟΥ

    Και πώς συμβιβάζεται η μονομερής από τα δικαστικά όργανα διαδικασία της ποινικής διαταγής, δίχως αποδεικτική διαδικασία, δίχως δικαίωμα παραστάσεως με πληρεξούσιο, αλλά με μία καταδικαστική κρίση στηριζόμενη π.χ. στα στοιχεία που προσκόμισε μόνον ο μηνυτής με το τεκμήριο της αθωότητας, όταν εν προκειμένου καθιερώνεται δυνατότητα τεκμηρίου (μαχητού βέβαια) ενοχής;

  • 8 Μαρτίου 2019, 10:40 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ

    Θα πρέπει να διευκρινιστεί το περιεχόμενο της αίτησης για έκδοση ποινικής διαταγής.
    Ιωάννης Τριανταφυλλίδης
    Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών

  • 7 Μαρτίου 2019, 20:57 | ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

    Άστοχη η ρύθμιση και η μεταφορά του θεσμού της διαταγής πληρωμής από την πολιτική δίκη στην ποινική. Ο προτεινόμενος θεσμός της «ποινικής διαταγής», που οδηγεί στην επιβολή ποινή φυλάκισης μέχρι 6 μηνών για πλημμελήματα χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορουμένου, εγείρει σημαντικό ζήτημα αντισυνταγματικότητας.