• Σχόλιο του χρήστη 'Ένωση Αθέων' | 13 Απριλίου 2019, 10:40

    Η Ένωση Αθέων επιδοκιμάζει την κατάργηση επιτέλους των οπισθοδρομικών άρθρων 198 & 199 -αναφορικά με την κακόβουλη βλασφημία & την καθύβριση θρησκεύματος- στο σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα. Είναι αυτονόητο ότι η Πολιτεία που θέλει να χαρακτηρίζεται σύγχρονη θα πρέπει να αποβάλει και τα παραμικρά μεσαιωνικά κατάλοιπα της νομοθεσίας της. Προς επίρρωση των παραπάνω και για ενημέρωση των πολιτών παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα από ένα θεωρητικό κείμενο του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Δημήτρη Δημούλη: «... Από συνταγματική άποψη, η διεκδίκηση του απόλυτου ταμπού σε θρησκευτικά ζητήματα δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαίωμα των οπαδών κάθε θρησκείας. Το συνταγματικό κράτος στηρίζεται στην υπόσχεση ότι κατοχυρώνει το δικαίωμα του «καθένα» στη διαμόρφωση και έκφραση θρησκευτικών πεποιθήσεων, ότι δηλαδή επιτρέπει την έκφραση όλων των απόψεων επί του θέματος, αντιμετωπίζοντάς τις ως άσκηση της ελευθερίας σκέψης και έκφρασης στο θρησκευτικό πεδίο. Πώς μπορεί να θεσπίζει και το ακριβώς αντίθετο, τιμωρώντας ως βλασφημία ορισμένες πεποιθήσεις περί του θείου; Από το Σύνταγμα (άρθρα 13 παρ. 1, 14 παρ. 1, 16 παρ. 1) προκύπτει ότι καθένας δικαιούται να έχει διαφορετική αντίληψη για το θείο, άρα και να το αρνείται, όπως και να δραστηριοποιείται εναντίον θρησκευτικών πεποιθήσεων, για παράδειγμα, με χρήση επιστημονικών επιχειρημάτων και πολιτικών μέσων δράσης, με καλλιτεχνικές δημιουργίες, με οργάνωση κοινωνικών εκδηλώσεων, με ίδρυση αντιθρησκευτικών σωματείων ή με διδασκαλία. Ταυτόχρονα όμως το κράτος απαγορεύει οποιαδήποτε έκφραση γνώμης που περιφρονεί το θείο, εισάγοντας έναν καίριο περιορισμό στα προαναφερθέντα συνταγματικά δικαιώματα. Έχουμε εδώ μια αντίφαση μεταξύ του γενικού και του συγκεκριμένου, η οποία προκαλείται από τη φεουδαρχική επιβίωση της απαγόρευσης βλασφημίας. Καθένας έχει το δικαίωμα να είναι άπιστος, αλλά οφείλει να μην αμφισβητεί ισχυρά το θείο, το οποίο ενσωματώνεται στις κρατικές αξίες, με βάση μια συνταγματικώς παράδοξη συμμαχία του «ουδέτερου» κράτους με τις κοινωνικά ισχυρές θρησκείες. Η κατάργηση είναι νομικοπολιτικά επιβεβλημένη. Θα επιλύσει πρακτικά προβλήματα και θα επιτρέψει στον καθένα να εκφέρει τη γνώμη του επί θρησκευτικών ζητημάτων, χωρίς να αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο δίωξης για ένα αδίκημα χωρίς θύμα και επαρκή συνταγματική δικαιολόγηση. Η κατάργηση θα αποτελέσει βήμα στην κατεύθυνση θρησκευτικού αποχρωματισμού του ελληνικού κράτους, δηλαδή άρσης των ρυθμίσεων που επιβάλλουν τη δημόσια ευσέβεια εις βάρος της ελευθερίας των ατόμων. Και θα δείξει ότι η κρατική εξουσία δεν τιμωρεί πλέον τον ασεβή, όπως συνέβαινε σε μεσαιωνικές έννομες τάξεις, αλλά επικεντρώνεται στις ανάγκες προστασίας (και εναρμόνισης) των συνταγματικών δικαιωμάτων, θεωρώντας καταχρηστικό ό,τι θίγει αδικαιολόγητα τα δικαιώματα άλλων και όχι ό,τι αμφισβητεί το «θείο», για την ύπαρξη και τη σημασία του οποίου τα άτομα έχουν το συνταγματικό δικαίωμα να διαφωνούν. Η τιμώρηση της βλασφημίας θέτει το γενικότερο πρόβλημα του τρόπου λειτουργίας του ποινικού συστήματος. Ακόμη και εάν δεχθούμε ότι είναι σκόπιμη η απαγόρευση καθύβρισης του θείου, είναι εύλογο να αναμένουμε ότι ο σεβασμός του θα επιτευχθεί με την απειλή φυλάκισης; Όποιος καταδικαστεί ως βλάσφημος θα «αναμορφωθεί», δηλαδή θα διδαχθεί το σεβασμό προς το θείο, επειδή θα καταβάλει ένα χρηματικό ποσό για εξαγορά της ποινής ή –στην πιο απίθανη περίπτωση– θα εγκλεισθεί για μερικούς μήνες στη φυλακή; Προφανώς όχι. Και περαιτέρω. Μπορεί η ποινική απαγόρευση βλασφημίας να αποτρέψει τα λοιπά μέλη της κοινωνίας από τη χρήση εξυβριστικών εκφράσεων που εμπλέκουν το θείο; Στις δεκαετίες ισχύος του ο Ποινικός Κώδικας δεν επηρέασε τις αμέτρητες βλασφημίες των οποίων όλοι είμαστε μάρτυρες (και οι περισσότεροι αυτουργοί). Ποιο το όφελος από την ποινική τιμώρηση ελαχίστων ατόμων που είχαν την ατυχία να προσβάλουν την τιμή ενός εύθικτου και περί τα δικαστικά επίμονου συνανθρώπου τους; Κατά συνέπεια, η απαγόρευση βλασφημίας δεν επιτελεί γενικοπροληπτικές ούτε ειδικοπροληπτικές λειτουργίες. Αναπτύσσει μόνον συμβολικά αποτελέσματα, παρέχοντας ποινική στήριξη στην κρατική θρησκευτικότητα, δείχνοντας δηλαδή σε όλους ότι το κράτος αποδοκιμάζει και τιμωρεί την προσβολή του θείου. Αυτό το μήνυμα έρχεται ωστόσο σε αντίθεση με τη σύγχρονη συνταγματική οργάνωση και δείχνει ότι η ποινική νομοθεσία χρησιμοποιείται για πολιτικές σκοπιμότητες, κάτι που επίσης βρίσκεται σε αντίθεση με τις επαγγελίες της (προστασία των «εννόμων αγαθών» των ατόμων). Η πρακτική λειτουργία της διάταξης περί βλασφημίας συνιστά συνεπώς το βασικό επιχείρημα για την κατάργησή της. Το τελευταίο (και καθοριστικό) επιχείρημα υπέρ της κατάργησης είναι ότι η απαγόρευση βλασφημίας στην Ελλάδα δεν προστατεύει τις θρησκείες εν γένει, αλλά αποκλειστικά την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η αστυνομία και η εισαγγελία αναλαμβάνουν εργολαβικά την καθημερινή επικύρωση της κρατικής ευσέβειας με το να καταστέλλουν τις «καθημερινές βλασφημίες» και ορθόδοξοι λειτουργοί, αμειβόμενοι από το κράτος, ενίοτε σε συνεννόηση με ακροδεξιούς πολιτικούς διώκουν καλλιτέχνες που τους ενοχλούν. Δεν έχει γίνει γνωστή επί δεκαετίες δίωξη προς υπεράσπιση οποιασδήπτε άλλης θρησκείας, δείχνοντας την πραγματική και εξόχως μεροληπτική, λειτουργία των διατάξεων στην πράξη. Εν προκειμένω η ποινική δικαιοσύνη λειτουργεί ως ένα είδος ιδιωτικής ασφάλειας μιας και μόνο θρησκείας και υπακούει στο τελετουργικό επιβεβαίωσης της κρατικής θρησκευτικότητας. ...»