• Σχόλιο του χρήστη 'Αντώνης Βόμβας, Πρωτοδίκης' | 13 Απριλίου 2019, 22:40

    Άρθρο 79 παρ. 7: Σκόπιμο είναι να απαλειφθεί η παράγραφος αυτή στο σύνολό της. Δεν απαιτείται ειδική πρόβλεψη για την αναγκαιότητα ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς ένα τμήμα της δικαστικής απόφασης, όπως είναι αυτό περί επιμέτρησης της ποινής, δεδομένου ότι η ύπαρξη της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα τέτοιας αιτιολογίας πρέπει να κρίνεται από το σύνολο της απόφασης, ο δε δικαστής προβαίνει στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνοντας υπόψη όσα προέκυψαν από το σύνολο της διαδικασίας στο ακροατήριο και τα ερευνηθέντα αποδεικτικά μέσα. Άρθρο 83 Σκόπιμο είναι να αναγνωρισθεί νομοθετικά η νομολογιακή πρακτική της μη επιβολής της επαπειλούμενης χρηματικής ποινής, η οποία προβλέπεται αθροιστικά με ποινή στερητική της ελευθερίας, σε περίπτωση καταδίκης με αναγνώριση από το Δικαστήριο ελαφρυντικής περίστασης και επιβολής από αυτό ποινής στερητικής της ελευθερίας. Τούτο θα μπορούσε, για παράδειγμα, να γίνει με τη διατύπωση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου ως εξής: «Αν ο νόμος προβλέπει σωρευτικά ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, μπορεί να επιβληθεί μόνο μία εξ αυτών». Άρθρα 82, 99 και 100: Είναι ασαφείς οι προϋποθέσεις χορήγησης της αναστολής κατ’ άρθρο 99 παρ. 1 του Σχεδίου λόγω της κακότεχνης διατύπωσης της διάταξης (βλ. ιδίως την προϋπόθεση του αμετάκλητου της απόφασης που επιβάλλει την ποινή). Σκόπιμο είναι να διασαφηνισθεί το περιεχόμενο της διάταξης. Περαιτέρω, η κατάργηση του θεσμού της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική και η κατάργηση της δυνατότητας αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης για ποινές μεγαλύτερες των τριών ετών κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, συνάδουν με τους σκοπούς της γενικής και ειδικής πρόληψης αλλά και με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, και πρέπει να διατηρηθούν. Ωστόσο, η διατήρηση του κανόνα της χορήγησης αναστολής εκτέλεσης (εκτός αν το Δικαστήριο κρίνει άλλως με ειδική αιτιολογία) για τις ποινές μέχρι 3 έτη συνεπάγεται τη συνέχιση της υφιστάμενης αντίφασης του νομοθέτη, ο οποίος προβλέπει μεν ποινές στερητικές της ελευθερίας ως κύρωση για την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης (για το λόγο αυτόν η αρχική μορφή της διάταξης του άρθρου 99 ΠΚ, όπως ίσχυε μέχρι την αντικατάσταση της παρ. 1 με την παρ.2 του άρθρου 1 του Ν.2207/1994, προέβλεπε ότι η χορήγηση της αναστολής απόκειται στην ευχέρεια του Δικαστηρίου, ήτοι ο κανόνας ήταν η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης), πλην όμως δέχεται ότι, εάν επιβληθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση ποινή φυλάκισης μέχρι και 3 ετών, η κύρωση αυτή δεν πρέπει, κατά κανόνα, να εφαρμοσθεί, εκτός αν το Δικαστήριο με ειδική αιτιολογία κρίνει ότι πρέπει να εκτελεσθεί η ποινή για να αποτραπεί ο κατηγορούμενος από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων. Το κριτήριο αυτό (της αποτροπής του κατηγορουμένου από την τέλεση νέων πράξεων) εστιάζει αποκλειστικά στην ειδική πρόληψη, αγνοώντας τη γενική πρόληψη και την προσδοκία του τυχόν παθόντος για την επιβολή δίκαιης τιμωρίας στο δράστη, ακόμη και για ιδιαίτερης σοβαρότητας εγκλήματα, όπως σε πλημμεληματικές πράξεις κλοπης, σωματικής βλάβης από πρόθεση, απάτης, υπεξαίρεσης, πλαστογραφίας, ψευδορκίας, ψευδούς καταμήνυσης κ.α.