• Σχόλιο του χρήστη 'Μιχάλης Δ.' | 22 Μαρτίου 2021, 16:19

    Αρχικά, το εν λόγω άρθρο εισάγει την προβληματική του τεκμηρίου του 1/3 του χρόνου. Ο νομοθέτης, μη λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης και κάθε τέκνου, θεωρεί ότι βελτιώνει μια κατάσταση εισάγοντας έναν, τρόπον τινά, «υπόδειγμα – δείκτη» για τον δικαστή, υποδεικνύοντας του ,επί της ουσίας, τη δουλειά του. Επιπροσθέτως, καθαρά δογματικώς, είναι πλήρως εσφαλμένη η θέση της λέξης «τεκμαίρεται» στο νόμο (η Ελλάδα θα γίνει η πρώτη και μοναδική χώρα στην Ευρώπη που χρησιμοποιεί αυτό το ρήμα στις νομικές τις διατάξεις σχετικά με την επικοινωνία γονέων και τέκνων), ρήμα το οποίο στη νομική επιστήμη χρησιμοποιείται για την διάγνωση και αναγνώριση εννόμων συνεπειών ή πραγματικών περιστατικών που τις στοιχειοθετούν και όχι για την διάπλαση -επί το πρώτον- δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (όπως εν προκειμένω του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του υπό τις νέες συνθήκες που έχουν ανακύψει), αφού εκ των πραγμάτων, είναι αδύνατο κάτι τεκμαρθεί ως συγκεκριμένος αριθμός ή μέτρο, αφ’ής στιγμής δεν υπάρχει ακόμα στο νομικό κόσμο, αλλά αντίθετα δημιουργείται/διαπλάθεται το πρώτον με την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου που επιλύει την εκάστοτε διαφορά. Αυτό και μόνο καταδεικνύει την προχειρότητα με την οποία συντάχθηκε και εισήχθη με ταχύτατες διαδικασίες το εν λόγω νομοσχέδιο προς διαβούλευση. Επίσης, δημιουργείται σύγχυση και κατά τη γραμματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου, καθώς είναι αδύνατο τελικά να γίνει γνωστή και αληθής η βούληση του νομοθέτη. Συγκεκριμένα, σε κανένα σημείο του άρθρου δεν αποσαφηνίζεται ο τρόπος με τον οποίο θα οριοθετείται ο καταρχήν συνολικός χρόνος ο οποίος εν συνεχεία θα πρέπει να διαιρεθεί για να φτάσουμε στο αποτέλεσμα του ενός τρίτου. Αφορά το συνολικό χρόνο στη ζωή του παιδιού, πχ, όλου του έτους, της εβδομάδας ή του 24ώρου, ακόμα και του χρόνου που αφιερώνεται στο ύπνο, στην σχολική διδασκαλία ή στις εξωσχολικές δραστηριότητες; Αν δηλαδή ένα παιδί μέσα στην εβδομάδα έχει ελεύθερο χρόνο από τις 168 ώρες της εβδομάδας, τις 50 (αφού αφαιρεθούν οι ώρες του ύπνου και του σχολείου), θα πρέπει να τις περάσει όλες (και ακόμα περισσότερες με αυτές) με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει; Και τελικά σε τι συνίσταται εντέλει ο ρόλος του γονέα με τον οποίο θα διαμένει το τέκνο; Οι σχέσεις του με το παιδί του θα καταστούν αποκλειστικά ξενοδοχειακής φύσης; Επιπλέον, ο προβλεπόμενος στο τελευταίο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του νέου άρθρου «αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας» μόνο επί περιπτώσει σοβαρών λόγων, είναι αντιφατικός, καθώς ήδη αναιρείται με το αμέσως προηγούμενο εδάφιο που επιτρέπει γενικά στο δικαστή να ορίζει και μικρότερη επικοινωνία εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου, χωρίς περαιτέρω προϋποθέσεις. Αρχικά, το εν λόγω άρθρο εισάγει την προβληματική του τεκμηρίου του 1/3 του χρόνου. Ο νομοθέτης, μη λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης και κάθε τέκνου, θεωρεί ότι βελτιώνει μια κατάσταση εισάγοντας έναν, τρόπον τινά, «υπόδειγμα – δείκτη» για τον δικαστή, υποδεικνύοντας του ,επί της ουσίας, τη δουλειά του. Επιπροσθέτως, καθαρά δογματικώς, είναι πλήρως εσφαλμένη η θέση της λέξης «τεκμαίρεται» στο νόμο (η Ελλάδα θα γίνει η πρώτη και μοναδική χώρα στην Ευρώπη που χρησιμοποιεί αυτό το ρήμα στις νομικές τις διατάξεις σχετικά με την επικοινωνία γονέων και τέκνων), ρήμα το οποίο στη νομική επιστήμη χρησιμοποιείται για την διάγνωση και αναγνώριση εννόμων συνεπειών ή πραγματικών περιστατικών που τις στοιχειοθετούν και όχι για την διάπλαση -επί το πρώτον- δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (όπως εν προκειμένω του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του υπό τις νέες συνθήκες που έχουν ανακύψει), αφού εκ των πραγμάτων, είναι αδύνατο κάτι τεκμαρθεί ως συγκεκριμένος αριθμός ή μέτρο, αφ’ής στιγμής δεν υπάρχει ακόμα στο νομικό κόσμο, αλλά αντίθετα δημιουργείται/διαπλάθεται το πρώτον με την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου που επιλύει την εκάστοτε διαφορά. Αυτό και μόνο καταδεικνύει την προχειρότητα με την οποία συντάχθηκε και εισήχθη με ταχύτατες διαδικασίες το εν λόγω νομοσχέδιο προς διαβούλευση. Επίσης, δημιουργείται σύγχυση και κατά τη γραμματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου, καθώς είναι αδύνατο τελικά να γίνει γνωστή και αληθής η βούληση του νομοθέτη. Συγκεκριμένα, σε κανένα σημείο του άρθρου δεν αποσαφηνίζεται ο τρόπος με τον οποίο θα οριοθετείται ο καταρχήν συνολικός χρόνος ο οποίος εν συνεχεία θα πρέπει να διαιρεθεί για να φτάσουμε στο αποτέλεσμα του ενός τρίτου. Αφορά το συνολικό χρόνο στη ζωή του παιδιού, πχ, όλου του έτους, της εβδομάδας ή του 24ώρου, ακόμα και του χρόνου που αφιερώνεται στο ύπνο, στην σχολική διδασκαλία ή στις εξωσχολικές δραστηριότητες; Αν δηλαδή ένα παιδί μέσα στην εβδομάδα έχει ελεύθερο χρόνο από τις 168 ώρες της εβδομάδας, τις 50 (αφού αφαιρεθούν οι ώρες του ύπνου και του σχολείου), θα πρέπει να τις περάσει όλες (και ακόμα περισσότερες με αυτές) με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει; Και τελικά σε τι συνίσταται εντέλει ο ρόλος του γονέα με τον οποίο θα διαμένει το τέκνο; Οι σχέσεις του με το παιδί του θα καταστούν αποκλειστικά ξενοδοχειακής φύσης; Επιπλέον, ο προβλεπόμενος στο τελευταίο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του νέου άρθρου «αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας» μόνο επί περιπτώσει σοβαρών λόγων, είναι αντιφατικός, καθώς ήδη αναιρείται με το αμέσως προηγούμενο εδάφιο που επιτρέπει γενικά στο δικαστή να ορίζει και μικρότερη επικοινωνία εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου, χωρίς περαιτέρω προϋποθέσεις. Περαιτέρω, ο αποκλεισμός ενός γονέα, μόνο κατόπιν αμετάκλητης καταδίκης του, προσκρούει πρωτίστως στον συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, του φυσικά φορέας είναι και το ανήλικο τέκνο. Η απαίτηση αμετάκλητης καταδίκης από το ίδιο το κείμενο του νόμου, πέρα από τον ιδιαίτερα μακροχρόνιο ορίζοντά της (ο οποίος μπορεί να υπερβεί στην Ελλάδα ακόμα και τη 10ετία) παραγνωρίζει και αψηφά ευθέως και την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ακόμα και του Εφετείου (δικαστηρίων ουσίας), θεωρώντας έμμεσα, τις αποφάσεις τους ως μη επαρκείς για την απομάκρυνση του τέκνου από τον κακοποιητή γονιό, χωρίς την επικύρωσή τους από τον Άρειο Πάγο. Παράδειγμα: Πατέρας ο οποίος ασκεί σήμερα ενδοοικογενειακή βία προς τη σύζυγο και μητέρα του παιδιού του και προς το ηλικίας 7 ετών τέκνο τους, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, θα στερηθεί το δικαίωμα επικοινωνίας με το εν λόγω τέκνο, τη στιγμή που η καταδικαστική απόφαση θα καταστεί αμετάκλητη, γεγονός που θα λάβει χώρα σε 6-8 περίπου χρόνια από το συμβάν (κι αυτό μόνο στα πλημμελήματα, γιατί για τα κακουργήματα είναι πολύ περισσότερο), δηλαδή όταν το τέκνο του που μέχρι τότε θα διαβιεί μαζί του, έχει σχεδόν ενηλικιωθεί.