• Σχόλιο του χρήστη 'Βασίλης Σωτηρόπουλος' | 26 Φεβρουαρίου 2011, 11:20

    Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, ποινικό αδίκημα είναι μόνον η πρόκληση ή διέγερση σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια, όχι η απλή διάδοση ισχυρισμών που προσβάλλουν ομάδες. Ενώ δηλαδή με τον 927/1979 είναι ποινικοποιημένος ο ίδιος ο μισαλλόδοξος λόγος, με αυτό το νομοσχέδιο ποινικοποιείται μόνο η πρόκληση βιαιοπραγιών ή η πρόκληση εξωτερίκευσης μίσους/αντιπαλότητας ("εχθροπάθεια"). Και πάλι όμως, κατά το νομοσχέδιο δεν αρκεί αυτή η πρόκληση για να έχουμε το αδίκημα: πρέπει να υπάρχει και η επιπρόσθετη προϋπόθεση ότι αυτή η πράξη "μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο την δημόσια τάξη". Δηλαδή αυτό που απαγορεύει το νομοσχέδιο ως αδίκημα είναι: πρόκληση/διέγερση + βιαιοπραγίες/εχθροπάθεια + ενδεχόμενη διακινδύνεση της δημόσιας τάξης. Με αυτό το σχήμα, ο ομοφοβικός δημόσιος λόγος ενός ιεράρχη λ.χ. δεν θα είναι ποτέ ποινικά κολάσιμος. Σημειωτέον ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο που καλούμαστε να ενσωματώσουμε, αναφέρει ότι η προσθήκη περί κινδύνου της δημόσιας τάξης είναι προαιρετική για τους εθνικούς νομοθέτες. Κατά το άρθρο 1 παράγραφος 2 της Απόφασης - πλαίσιο της ΕΕ, τα κράτη "μπορούν να επιλέγουν να τιμωρούν μόνο συμπεριφορά η οποία εκδηλώνεται κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη είτε έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα". Δηλαδή το ευρωπαϊκό δικαίο επιτρέπει να επιλέξει ένα κράτος είτε το πιο "δύσκολο" να συμβει αδίκημα (με διατάραξη δημόσιας τάξης) είτε το πιο "σύνηθες" όπως η απειλή/εξύβριση/προσβολή. Το νομοσχέδιο επιλέγει το πιο δύσκολο, ώστε πάλι να μείνει ανεφάρμοστο. Πάντως, το ευρωπαϊκό δίκαιο ξεκάθαρα τυποποιεί το αδίκημα ως "δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής." Επομένως το ευρωπαϊκό δίκαιο επιβάλλει την ποινικοποίηση τόσο της μισαλλόδοξης βίας, όσο και του μισαλλόδοξου λόγου, χωρίς να καθιστά υποχρεωτική την προσθήκη του κινδύνου της δημόσιας τάξης. Έπειτα, η διεθνής Σύμβαση για την κατάργηση των διακρίσεων επιβάλλει ρητώς στην χώρα να καταστήσει ποινικό αδίκημα "κάθε διάδοση ιδεών που βασίζονται στην φυλετική ανωτερότητα και μίσους, παρότρυνση σε φυλετική διάκριση καθώς και πράξεις βίας ή παρότρυνση σε διάπραξη τέτοιων πράξεων εναντίον οποιασδήποτε φυλής". Αυτό περιλαμβάνεται στον σημερινό Ν.927/1979, τον οποίο καταργεί το νομοσχέδιο για να περιορίσει το hate speech αδίκημα μόνο σε όσους αρνούνται ή εγκωμιάζουν τα εγκλήματα της γενοκτονίας. . Με μια τέτοια τροποποίηση όμως, η εθνική νομοθεσία θα παραβιάζει πια την διεθνή υποχρέωσή της για ποινικοποίηση το hate speech τουλάχιστον για τις φυλετικές διακρίσεις, όπως προβλέπεται απο την διεθνή Σύμβαση. "Γενετήσιος προσανατολισμός" Είναι αστεία η επιμονή των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών σε αυτόν τον σεμνότυφο, "αναπαραγωγικό" όρο που χρησιμοποιείται για να αποφευχθεί η ακριβής μετάφραση του "sexual orientation". Είναι δεδομένο ότι ο όρος αυτός πρέπει να αλλάξει με τον όρο "σεξουαλικός προσανατολισμός". Η εισαγωγή αυτής της κατηγορίας διακρίσεων ανταποκρίνεται σε σταθερό αίτημα των lgbt οργανώσεων και έχει αποτελέσει σύσταση των Αρχών της Yogyakarta για την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου των ανθρώπινων δικαιωμάτων όσον αφορά τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου. Στις κατηγορίες των διακρίσεων θα πρέπει όμως να προστεθεί και η "ταυτότητα κοινωνικού φύλου", ώστε να προστατεύονται και τα διεμφυλικά άτομα. To έχει συστήσει ρητά ο T.Hammarberg, Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, στο έργο του "Human rights and gender identity" και αποτελεί πάγιο αίτημα των οργανώσεων διεμφυλικών ατόμων. Eπίσης στις κατηγορίες θα πρέπει να περιληφθεί η "αναπηρία" καθώς και η "ηλικία", αλλά και το "φύλο", η "γλώσσα", οι "πολιτικές πεποιθήσεις". Οι δύο πρώτες κατηγορίες περιλαμβάνονται και στην νομοθεσία περί ίσης μεταχείρισης (βλ. εδώ Ν.3304/2005), ενώ οι υπόλοιπες περιλαμβάνονται και στο άρθρο 14 της ΕΣΔΑ. Πρόκειται επίσης για τις κατηγορίες προσωπικών πληροφοριών οι οποίες (εκτός από την ηλικία και τη γλώσσα) αποτελούν ευαίσθητα δεδομένα, κατά το άρθρο 2 (β) του Ν.2472/1997 και την Οδηγία 95/46