• Σχόλιο του χρήστη 'Δ. Βασιλείου' | 21 Μαρτίου 2011, 23:31

    1. Σε σχέση με την πρόταση του νομοσχεδίου για την δικονομική αντιμετώπιση της αόριστης αγωγής θα ήθελα να παρατηρήσω τα εξής: Η συμπλήρωση της αόριστης αγωγής με προφορική δήλωση στο ακροατήριο που προτείνεται στο νομοσχέδιο, θα έχει πολύ περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, όπως αποδέχεται και η εισηγητική έκθεση. Όμως η συμπλήρωση της αόριστης αγωγής δεν αφορά μόνο τους διαδίκους, αλλά και το δημόσιο συμφέρον: Στην εποχή μας που ο φόρτος εργασίας των δικαστηρίων είναι τεράστιος, δεν είναι δυνατόν να απασχολείται η δικαιοσύνη επανειλημμένα με την ίδια υπόθεση. Η άσκηση της αγωγής έχει απασχολήσει την γραμματεία του δικαστηρίου, η δε εξέτασή της έχει απασχολήσει κάποιον δικαστή (ακόμη και περισσότερους), ο οποίος έχει καταναλώνει πολύτιμο χρόνο και τους πόρους μιας υπερφορτωμένης ήδη δημόσιας λειτουργίας για την εκδίκασή της και την μελέτη του σχετικού φακέλου. Στοιχειώδης οικονομία επιβάλει λοιπόν να αντί να σπαταληθεί η προσπάθεια αυτή με την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης και ως εκ τούτου, με την εκ νέου άσκηση της αγωγής, να ερευνηθεί, με απλό τρόπο, η αιτία της αοριστίας με σκοπό να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης. Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει να αποκλεισθεί ρητά η απόρριψη της αόριστης αγωγής ως απαράδεκτης, όπως εδώ και πολύ καιρό είχε προταθεί de lege lata από τον καθ. Μητσόπουλο, χωρίς όμως να επικρατήσει. Αν υπάρχουν ελλείψεις της αγωγής, οποιασδήποτε φύσης, ή αν για οποιοδήποτε άλλο λόγο απαιτείται η προσκόμιση συμπληρωματικών στοιχείων κλπ., ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής του πολυμελούς, χωρίς να εκδίδεται απόφαση σχετικά, να καλεί υποχρεωτικά τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων να υποβάλουν εντός ορισμένης προθεσμίας σχετικές συμπληρωματικές προτάσεις, επί των οποίων θα μπορούν να γίνουν και οι αμοιβαίες αντικρούσεις, και όλα τα σχετικά στοιχεία. Αν διάδικος παραλείψει να πράξει τούτο ή αν οι συμπληρώσεις δεν κριθούν ικανοποιητικές, αυτό θα πρέπει να εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο, το οποίο εν συνεχεία θα εκδίδει απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς, δηλ. επί του νόμω και ουσία βασίμου της αγωγής. 2. Επιπλέον θα ήθελα να υποβάλω και τις ακόλουθες προτάσεις που νομίζω ότι συμβάλουν στην επιτάχυνση της πολιτικής δίκης, για ζητήματα που δεν θίγονται, αν δεν κάνω λάθος, από το παρόν νομοσχέδιο: α) Η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή της να μην αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης (όπως ισχύει άλλωστε και στην διοικητική δικονομία). Δεν είναι δυνατό να απαιτούνται τέσσερα έτη περίπου για την έκδοση απόφασης με κάποιο αντίκρισμα (δηλ. απόφασης εκτελεστής). Ούτε είναι συνεπές να είναι εκτελεστές (και μάλιστα εντός τριημέρου) οι διαταγές πληρωμής ή τα συμβολαιογραφικά έγγραφα και όχι οι πλήρως αιτιολογημένες οριστικές δικαστικές αποφάσεις, για την έκδοση των οποίων προηγήθηκε διαγνωστική διαδικασία με όλες τις εγγυήσεις. Αίτηση αναστολής να επιτρέπεται, όλως εξαιρετικά, μόνο για πρόδηλα σφάλματα της πρωτόδικης απόφασης και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης βλάβης και όχι επειδή ο δικαστής που την δικάζει (του ιδίου βαθμού δικαιοδοσίας) έχει άλλη άποψη. β) Να προβλεφθεί σε όλες τις διαδικασίες η δυνατότητα έκδοσης προσωρινής διαταγής τόσο από τον πρόεδρο υπηρεσίας, όσο και από το δικαστήριο της κύριας δίκης (όπως ισχύει και στην εκουσία δικαιοδοσία). Έτσι θα αποφευχθούν αρκετές υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων. γ) Παρεμπίπτουσες αγωγής, προσεπικλήσεις, ανακοινώσεις δίκης, αντίθετες αγωγές και συναφείς αγωγές να προσδιορίζονται υποχρεωτικά από το δικαστήριο στην δικάσιμο της κύριας δίκης, εφόσον τα δικόγραφα αυτά κατατεθούν ενόσω δεν έχει παρέλθει η προθεσμία κλήτευσης των αντιδίκων. Στην πρακτική του Πρωτοδικείου Αθηνών είναι αδύνατον να επιτύχει κανείς τον προσδιορισμό της υπόθεσης κατά την διάσιμο αυτή, με συνέπεια την σίγουρη αναβολή της υπόθεσης, πρακτική που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης στρεψοδίκων διαδίκων. Διάδικοι που προκαλούν αναβολή της κύριας υπόθεσης λόγω υπαίτιας μη έγκαιρης κατάθεσης παρομοίου δικογράφου να καταδικάζονται ταυτόχρονα με την αναβολή και στην δικαστική δαπάνη των αντιδίκων τους. δ) Για τις αναβολές να προβλεφθεί ανώτατη χρονική προθεσμία εντός της οποίας η υπόθεση θα πρέπει να εκδικάζεται υποχρεωτικά από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου στα μονομελή δικαστήρια, στα δε πολυμελή να διατηρείται τουλάχιστον ο ίδιος εισηγητής.