• Σχόλιο του χρήστη 'Νικόλαος Π' | 1 Απριλίου 2021, 20:21

    Το εν λόγω άρθρο εισάγει την προβληματική του τεκμηρίου του 1/3 του χρόνου. Ο νομοθέτης, μη λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης και κάθε τέκνου, θεωρεί ότι βελτιώνει μια κατάσταση εισάγοντας έναν, τρόπον τινά, «υπόδειγμα – δείκτη» για τον δικαστή. Συγκεκριμένα, σε κανένα σημείο του άρθρου δεν αποσαφηνίζεται ο τρόπος με τον οποίο θα οριοθετείται ο καταρχήν συνολικός χρόνος ο οποίος εν συνεχεία θα πρέπει να διαιρεθεί για να φτάσουμε στο αποτέλεσμα του ενός τρίτου. Αφορά το συνολικό χρόνο στη ζωή του παιδιού, πχ, όλου του έτους, της εβδομάδας ή του 24ώρου, ακόμα και του χρόνου που αφιερώνεται στο ύπνο, στην σχολική διδασκαλία ή στις εξωσχολικές δραστηριότητες; Αν δηλαδή ένα παιδί μέσα στην εβδομάδα έχει ελεύθερο χρόνο από τις 168 ώρες της εβδομάδας, τις 50 (αφού αφαιρεθούν οι ώρες του ύπνου και του σχολείου), θα πρέπει να τις περάσει όλες (και ακόμα περισσότερες με αυτές) με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει; Και τελικά σε τι συνίσταται εντέλει ο ρόλος του γονέα με τον οποίο θα διαμένει το τέκνο; Οι σχέσεις του με το παιδί του θα καταστούν αποκλειστικά ξενοδοχειακής φύσης; Το δικαίωμα της επικοινωνίας αποτελεί αυστηρά προσωποπαγές οικογενειακό δικαίωμα και εξ αυτού του λόγου δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με αοριστίες. Με ποια κριτήρια ο Νομοθέτης υπολογίζει το χρόνο για την διατήρηση του ψυχικού δεσμού μεταξύ γονέα και τέκνου; Ποιος είναι ο «συνολικός» χρόνος του τέκνου, ο ελεύθερος ή ο πραγματικός; Επιπλέον, ο προβλεπόμενος στο τελευταίο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του νέου άρθρου «αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας» μόνο επί περιπτώσει σοβαρών λόγων, είναι αντιφατικός, καθώς ήδη αναιρείται με το αμέσως προηγούμενο εδάφιο που επιτρέπει γενικά στο δικαστή να ορίζει και μικρότερη επικοινωνία εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου, χωρίς περαιτέρω προϋποθέσεις. Περαιτέρω, ο αποκλεισμός ενός γονέα, μόνο κατόπιν αμετάκλητης καταδίκης του, προσκρούει πρωτίστως στον συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, του φυσικά φορέας είναι και το ανήλικο τέκνο. Η απαίτηση αμετάκλητης καταδίκης από το ίδιο το κείμενο του νόμου, πέρα από τον ιδιαίτερα μακροχρόνιο ορίζοντά της (ο οποίος μπορεί να υπερβεί ακόμα και τη 10ετία) παραγνωρίζει και αψηφά ευθέως και την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ακόμα και του Εφετείου (δικαστηρίου ουσίας), θεωρώντας έμμεσα, τις αποφάσεις του ως μη επαρκείς για την απομάκρυνση του τέκνου από τον κακοποιητή γονιό, χωρίς την επικύρωση του Αρείου Πάγου. Παράδειγμα: Πατέρας ο οποίος ασκεί σήμερα ενδοοικογενειακή βία προς τη σύζυγο και μητέρα του παιδιού του και προς το ηλικίας 7 ετών τέκνο τους, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, θα στερηθεί το δικαίωμα επικοινωνίας με το εν λόγω τέκνο, τη στιγμή που η καταδικαστική απόφαση θα καταστεί αμετάκλητη, γεγονός που θα λάβει χώρα σε 5-8 περίπου χρόνια από το συμβάν (κι αυτό μόνο στα πλημμελήματα ,γιατί για τα κακουργήματα είναι πολύ περισσότερο), δηλαδή όταν το τέκνο του που μέχρι τότε θα διαβιεί μαζί του, έχει σχεδόν ενηλικιωθεί. Επίσης, στη τελευταία παράγραφο του νέου άρθρου, ο νέος Νόμος αφήνει κενά και αοριστίες για νομικές έννοιες, εκεί που το προισχύσαν δίκαιο ήταν σαφέστατο και επαρκές, που μπορεί να οδηγήσουν σε αδικίες και να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από φιλικά και συγγενικά πρόσωπα, όπως οι ανιόντες, που πολλές φορές είναι και το αίτιο της σύγκρουσης των συζύγων, ή που δεν κατονομάζονται ρητά, όπως στο άρθρο 1520, «οι τρίτοι που έχουν αναπτύξει με το παιδί κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης». Εννοεί ο νομοθέτης άραγε τους νέους συντρόφους… τους πατριούς και τις μητριές… τους θείους ή τις θείες, ή τους φίλους του άλλου γονέα; Ατυχής θα πρέπει να θεωρηθεί και η σχετική έκφραση «Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με … τους ανώτερους ανιόντες … τους αδερφούς… κλπ.» Ορθότερη βεβαίως είναι η διατύπωση του ισχύοντος νόμου που δίνει το δικαίωμα στα πρόσωπα αυτά να ζητήσουν αυτοτελώς την ρύθμιση της επικοινωνίας και αυτό είναι υπεραρκετό.