• Σχόλιο του χρήστη 'Δημήτριος' | 5 Νοεμβρίου 2021, 00:50

    Με το άρθρο 36 Ν.4509/2017 τροποποιήθηκε η έως τότε ισχύουσα αναλογία στην αξιολόγηση των προφορικών και των γραπτών εξετάσεων των υποψηφίων δικαστικών λειτουργών, και συγκεκριμένως μειώθηκε, από το 30% στο 15%, ενώ αντίστοιχα αυξήθηκε το ποσοστό αξιολόγησης του μέσου όρου των γραπτών εξετάσεων των υποψηφίων, από το 70% στο 85%. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η σχετική αντικατάσταση κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να ενισχυθούν περαιτέρω η διαφάνεια, η ισότητα και η αντικειμενικότητα κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, καθόσον τα περισσότερα φαινόμενα αδικιών παρετηρούντο, κατά την τελική διαμόρφωση της βαθμολογίας, από την επίδοση στις προφορικές εξετάσεις. Ο νομοθέτης συνεπώς, ορθότατα ενετόπισε το πρόβλημα και ανέλαβε το θάρρος να διορθώσει το πρόβλημα της πανθομολογουμένης, σε κρίσιμο βαθμό, αναξιοκρατίας της εξεταστικής διαδικασίας σε αυτό το στάδιο. Άλλωστε, ένας εξεταζόμενος υποψήφιος δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός κρίνεται πρωτίστως από την επίδοσή του κατά το γραπτό στάδιο, εκεί όπου διαυγάζεται η νομική του κατάρτιση στην διαχείριση του γραπτού νομικού λόγου και όχι στο στάδιο της προφορικής εξέτασης, κατά την οποία είναι αδύνατον ο υποψήφιος να έχει πλήρη και συντονισμένη την μνημονική λειτουργία σε ένα βάθος πολλαπλών νομικών γνώσεων, για τις οποίες επί το πλείστον ζητείται η στείρα μηχανική απομνημόνευση.Είναι λοιπόν φρόνιμο να μην επανέρχεται η διοίκηση του Υπουργείου σε ρυθμίσεις που αναβιώνουν υπόνοιες μεροληπτικής μεταχείρισης ενίων εξεταζομένων στο στάδιο των προφορικών εξετάσεων, όπου δεν είναι εφικτός ο έλεγχος της ποιότητος της επίδοσης κάποιου υποψηφίου από κάποιον άλλον.