• Σχόλιο του χρήστη 'Κύρος' | 11 Νοεμβρίου 2021, 00:54

    Άκρως προβληματική και ύποπτη – ως ευθέως αντιστρατευόμενη τις νομικά θεμελιώδεις έννοιες της αξιοκρατίας, της αντικειμενικότητας και της διαφάνειας – κρίνεται η παντελώς αναιτιολόγητη σκοπούμενη θέσπιση των ποσοστών 70% και 30% ως συντελεστών βαρύτητας των γραπτών και των προφορικών εξετάσεων, αντίστοιχα, σε αντικατάσταση των νυν υφιστάμενων ποσοστών 85% και 15%, αντίστοιχα. Ουδείς ξεχνά ότι, αφού το 2016 σχεδόν ο μισός πίνακας επιτυχόντων επί τη βάσει των γραπτών εξετάσεων ανετράπη τελικά κατόπιν της διεξαγωγής των προφορικών, όπερ προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και συζητήσεις περί του αξιοκρατικού και αδιάβλητου ή μη χαρακτήρα του διαγωνισμού, ψηφίστηκε ο Ν. 4509/2017, του οποίου το άρθρο 36 τροποποίησε την έως τότε ισχύουσα αναλογία 70% - 30% μεταξύ γραπτών και προφορικών εξετάσεων, αυξάνοντας το ποσοστό των γραπτών στο 85% και μειώνοντας το ποσοστό των προφορικών στο 15%, ως ισχύουν μέχρι σήμερα. Η αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου, δε, διευκρίνιζε ότι η σχετική τροποποίηση κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να ενισχυθούν περαιτέρω η διαφάνεια, η ισότητα και η αντικειμενικότητα κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις, καθότι πολυάριθμες ήταν οι περιπτώσεις υποψηφίων με πολύ υψηλή βαθμολογία στις γραπτές εξετάσεις που βρίσκονταν εν τέλει εκτός του οριστικού πίνακα επιτυχόντων κατόπιν των προφορικών εξετάσεων. Ο τότε νομοθέτης, δηλαδή, ορθά είχε εντοπίσει και αντιμετωπίσει το ζήτημα της αναξιοκρατίας, ανισότητας και αδιαφάνειας που εγγενώς ενυπάρχουν στην προφορική εξέταση, ενώ το παρόν Σχέδιο Νόμου αναβιώνει εύλογες υπόνοιες μεροληπτικής μεταχείρισης των υποψηφίων κατά το στάδιο των προφορικών εξετάσεων, με άμεσο αντίκτυπο στη δικαιότητα του τελικού πίνακα επιτυχόντων. Στο σημείο αυτό, δέον όπως υπομνησθεί ότι στη γραπτή δοκιμασία τα θέματα είναι κοινά για όλους τους υποψηφίους και τα στοιχεία ταυτότητας αυτών καλυμμένα και κρυφά, εν αντιθέσει προς την προφορική εξέταση, όπου οι ερωτήσεις που τίθενται στους υποψηφίους δεν είναι ίδιες για όλους ούτε του ίδιου βαθμού δυσκολίας, η δε ταυτότητα εκάστου υποψηφίου είναι πλέον γνωστή στους εξεταστές του. Εξ άλλου, κατά την προφορική δοκιμασία στον υποψήφιο διατίθεται ελάχιστος χρόνος απόκρισης του και τυχόν ελαττωμένη απόδοσή του οφείλεται συνήθως ουχί σε έλλειψη γνώσεων, αλλά στο έντονο άγχος της εν λόγω διαδικασίας, όπερ αμβλύνεται σημαντικά στη γραπτή εξέταση. Τέλος, η διενεργούμενη υπ’ αυτές τις συνθήκες προφορική δοκιμασία δεν συνιστά αξιόπιστη μέθοδο αξιολόγησης της προσωπικότητας του υποψηφίου, όπως ευκόλως γίνεται αντιληπτό, ώστε κατ’ αποτέλεσμα η επίκληση της ανάγκης αξιολόγησης της προσωπικότητας του υποψηφίου αδυνατεί να δικαιολογήσει τον διπλασιασμό του ποσοστού βαρύτητας της προφορικής εξέτασης (από το 15% στο 30%).