• Σχόλιο του χρήστη 'Γεωργιος Βαρούνας' | 22 Δεκεμβρίου 2011, 10:03

    Πρόθεση του νομοθέτη του ν. 3900/2010 ήταν η επιτάχυνση της δίκης, μέσω της αποσυμφορήσεως, και ορθώς, των πρωτοδικείων. Έτσι, πέραν της εκδικάσεως των εφέσεων, ανατέθηκε στα εφετεία η πρωτόδικη εκδίκαση των υποθέσεων με αντικείμενο άνω των 150.000 ευρώ. Ο αριθμός των τελευταίων αυτών υποθέσεων δεν υπερβαίνει στατιστικώς το 10% του συνόλου. Με την επιχειρούμενη νέα ρύθμιση, σε αντιστάθμισμα της αναθέσεως του έργου αυτού στα εφετεία, εισάγονται όλες οι εφέσεις στα πρωτοδικεία. Ο αριθμός των υποθέσεων αυτών υπερβαίνει σε ποσοστό το 50% του συνόλου [είναι κοινώς γνωστό ότι το Δημόσιο ασκεί έφεση σε κάθε περίπτωση]. Έτσι, τα πρωτοδικεία επιβαρύνονται ακόμη περισσότερο σε σχέση με τη ρύθμιση που ίσχυε προ του ν. 3900/2010. Δηλαδή, η κατανομή των υποθέσεων ανάμεσα σε εφετεία και πρωτοδικεία καθιστά τη θέση των πρωτοδικείων δυσμενέστερη, όχι μόνο σε σχέση με τη ρύθμιση του 3900/2010, αλλά ακόμη και σε σχέση με τη ρύθμιση του ν. 3659/2008, με την οποία ορθώς είχε ανατεθεί η εκδίκαση των εφέσεων στο φυσικό τους δικαστή, που είναι, βεβαίως, τα εφετεία και όχι τα πρωτοδικεία. Επομένως, η επιχειρούμενη ρύθμιση, ακόμη και αν, κατά τους εμπνευστές της, στοχεύει στην επιτάχυνση, θα αποδειχθεί τελικώς στην πράξη ότι οδηγεί στην επιβράδυνση, αφού «βουλιαγμένα» δεν είναι τα εφετεία αλλά τα πρωτοδικεία, τα οποία όχι μόνο δεν ελαφρύνει, αλλά τα επιβαρύνει έτι περαιτέρω. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, πρέπει κάποια στιγμή να γίνει από όλους κατανοητό ότι η έφεση, όταν προβλέπεται, πρέπει να δικάζεται από εφέτη, δηλαδή δικαστή ανώτερου βαθμού, άλλως παραβιάζεται η φύση του πράγματος. Γεώργιος Βαρούνας, Εφέτης ΔΔ, Προϊστάμενος Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.