• Σχόλιο του χρήστη 'Δημοσθένης Στίγγας, Πρόεδρος Πρωτοδικών' | 26 Δεκεμβρίου 2011, 02:32

    Συμφωνώ πλήρως με τον προηγούμενο συνάδελφο. Φαίνεται ότι η διάταξη της παρ. 3 που τροποποιεί τα αρθ. 248 και 250 του ΚΠΔ επιχειρεί να προχωρήσει σε τομές στον τρόπο λειτουργίας της ανάκρισης, χωρίς όμως να λαμβάνει υπόψη συνολικά τον τρόπο με τον οποίο έχουν από δεκαετίες οριοθετηθεί λειτουργικά στην πράξη οι διασταυρούμενες αρμοδιότητες ανακριτή και εισαγγελέα. Συνιστά έτσι μία αποσπασματική επέμβαση που επιχειρεί να μεταβάλει επιλεκτικά ορισμένες από τις λειτουργίες της ανάκρισης, αλλά κινδυνεύει να δημιουργήσει περισσότερα ζητήματα από αυτά που επιδιώκει να επιλύσει και γι’ αυτό δεν φαίνεται δόκιμη. Αναλυτικότερα: Η αντιμετώπιση των ζητημάτων της ποινικής δίωξης από τη στιγμή που διατυπώνεται στην παραγγελία του εισαγγελέα και μέχρι αυτή να απαγγελθεί ως συγκεκριμένη κατηγορία κατά συγκεκριμένου κατηγορουμένου, ρυθμίζεται επί του παρόντος από τις διατάξεις των αρθ. 246, 247, 248, 250 και 270§1εδ.β΄ του ΚΠΔ. Από αυτές, η τελευταία είναι που αποτελεί το έρεισμα της πρακτικής των καλουμένων «τυπικών» κλήσεων, δηλ. της δυνατότητας του ανακριτή να περαιώσει την ανάκριση χωρίς την απαγγελία κατηγορίας κατά του κατηγορούμενου (ή κατά ορισμένων από τους κατηγορούμενους) επειδή φρονεί ότι δεν υπάρχουν διόλου ενδείξεις ενοχής του για τις ανακρινόμενες πράξεις. Απόρροια αυτής της αρμοδιότητας του ανακριτή είναι και η ελάσσονα κατά το περιεχόμενο δυνατότητά του να μην απαγγείλει κάποια επιβαρυντική περίσταση που περιλαμβάνεται στη δίωξη, αν φρονεί ότι δεν προκύπτουν διόλου ενδείξεις για τη συνδρομή της, όπως λ.χ. το άνω των 15.000 € ή των 73.000 € ή των 150.000 € ύψος της επελθούσας ή σκοπηθείσας βλάβης στις διακεκριμένες μορφές πλαστογραφίας και των αδικημάτων κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας και σε βάρος του Δημοσίου, η ιδιότητα του κλαπέντος ως πράγματος αφιερωμένου στη θρησκευτική λατρεία, κ.α. Η διάταξη του αρθ. 270§1β΄ ΚΠΔ δεν θίγεται από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις. H απαγόρευση «συρρίκνωσης» της δίωξης παρίσταται έτσι αντιφατική και καταλήγει στο παράδοξο να μπορεί μεν ο ανακριτής να μην αποδώσει καθόλου την κατηγορία για τις διακεκριμένες μορφές των ανωτέρω αδικημάτων, αλλά να μην μπορεί να αποδώσει στον κατηγορούμενο την βασική μορφή του αδικήματος για το οποίο έχει ασκηθεί η δίωξη, παρότι φρονεί ότι αυτό είναι το προκύπτον από τις αποδείξεις, και να πρέπει να απαγγείλει ως κατηγορία ένα ιστορικό το οποίο είναι εν γνώσει του αναληθές ως προς ορισμένα από τα στοιχεία του. Τούτο όμως αντιφάσκει προς το χαρακτήρα του ως ανεξάρτητου δικαστικού οργάνου, κι αυτής της αντίφασης η αντιμετώπιση είναι που έχει παράσχει το σημαντικότερο ίσως θεμέλιο στη νομολογιακή διάπλαση της κατασκευής των «τυπικών» κλήσεων. Η διεύρυνση της ασκηθείσας διώξεως, η προσθήκη δηλ. στην απαγγελλόμενη από τον ανακριτή κατηγορία επιβαρυντικών περιστάσεων που δεν είχαν τεθεί από τον διώξαντα εισαγγελέα, είναι επίσης νομολογιακή κατασκευή η οποία μάλιστα έχει οριοθετηθεί περισσότερο με αναφορά στο τι δεν συνιστά ανεπίτρεπτη διεύρυνση, παρά στο ποιο μπορεί να είναι το θετικό περιεχόμενο μιας τέτοιας μεταβολής. Βασίζεται σε μία ορισμένη αντίληψη της «πράξεως» ως αντικειμένου της ποινικής δίωξης και ακολούθως της ανάκρισης, η οποία λέει ότι αυτή συγκροτείται από τα πραγματικά περιστατικά τα οποία ο εισαγγελέας κρίνει ως αξιοδίωκτα και όχι από το νομικό χαρακτηρισμό αυτών, και ότι συνεπώς, από τη στιγμή που η «πράξη» ως ποινικώς αξιόλογο βασικό ιστορικό έχει διωχθεί, η μεταβολή των περαιτέρω «αποχρώσεων» αυτής δεν υπερβαίνει το όριο που τίθεται από την υφιστάμενη διατύπωση της 250§1εδ.β΄ ΚΠΔ, δηλ. δεν συνιστά «άλλη» πράξη. Η αλλαγή του καθεστώτος αυτού με την απαγόρευση διεύρυνσης της δίωξης, αν και δεν είναι εμφανές σε τί προάγει την αποτελεσματικότητα της ανακριτικής διαδικασίας, δεν φαίνεται πάντως να δημιουργεί δογματικές ή λειτουργικές αντιφάσεις. Θα πρέπει όμως να διευκρινισθεί, έστω στην αιτιολογική έκθεση αν όχι στο κείμενο του νόμου, το πώς θα αντιμετωπίζεται από τον ανακριτή η περίπτωση όπου αυτός, κατά την πρόοδο της ανακρίσεως, θα διαπιστώνει ότι στοιχειοθετούνται επιβαρυντικές περιστάσεις σε σχέση με την διατυπωθείσα δίωξη. Θα πρέπει να τις ανακοινώσει στον εισαγγελέα κατ’ αρθ. 250§2 ΚΠΔ; Αυτός θα πρέπει να απαντά στην ανακοίνωση αυτήν κατ’ αρθ. 43§2 ΚΠΔ ή θα μπορεί - αν δεν συμφωνεί - να απέχει «σιγή» από την δίωξη της διακεκριμένης μορφής του εγκλήματος; Δυνατότητα μεταβολών εξάλλου στο ιστορικό περιεχόμενο της δίωξης, συνεπάγεται αναγκαίως και η μη θιγόμενη από την προτεινόμενη τροποποίηση διάταξη του 1ου εδαφίου του αρθ. 250§1 ΚΠΔ, κατά την οποία ο ανακριτής οφείλει να «επεκτείνει» τη δίωξη, απαγγέλλοντας σε όλους τους συμμετόχους την κατηγορία που αποτελεί την ιστορική βάση της δοθείσας προς αυτόν παραγγελίας. Ήδη, από τη δυνατότητα «επεκτάσεως» της κατηγορίας σε «όσους συμμετείχαν» προκύπτει η ανάγκη να επέμβει σε ορισμένο βαθμό ο ανακριτής στα ιστορικά στοιχεία της πράξεως, αφού ως «συμμετοχή» την οποία αυτός θα πρέπει να διαγνώσει και να απαγγείλει με βάση την αρχήθεν δοθείσα παραγγελία και κατά «επέκταση» αυτής νοείται όχι μόνον η συναυτουργία, που αναφέρεται στο ίδιο αρχικό ιστορικό, αλλά και η ηθική αυτουργία, η άμεση συνέργεια (και ο τρόπος τέλεσης αυτής) και η απλή συνέργεια (αρθ. 45 επ. ΚΠΔ), δηλ. περιστατικά τα οποία δεν υπήρχαν στην αρχική παραγγελία. Αυτά καλύπτονται από τη δίωξη κατά την «επέκταση» των υποκειμενικών της ορίων, η οποία όμως έτσι μεταβάλει κατά τι και το αρχικό ιστορικό της, αφού πλέον ο ανακριτής καλείται να περιγράψει και τον τρόπο τέλεσης της ηθικής αυτουργίας και της παροχής της άμεσης ή απλής συνδρομής. Τελικά, είναι αλήθεια ότι οι υφιστάμενες διατάξεις παρουσιάζουν σημαντικά κενά όσον αφορά το πεδίο της κύριας ανάκρισης και της ρύθμισης των συμπλεκομένων λειτουργικών αρμοδιοτήτων εισαγγελέα και ανακριτή και ότι ο τρόπος με τον οποίο σήμερα αυτές υλοποιούνται στην καθημερινή πράξη είναι σε μεγάλο βαθμό γέννημα της νομολογίας και της πρακτικής και δεν βρίσκεται πάντοτε σε πλήρη αρμονία με το γράμμα των υφισταμένων διατάξεων. Τέτοια μη ρυθμιζόμενη από το νόμο πρακτική είναι και αυτή των «συμπληρωματικών» διώξεων που γίνονται τόσο για να καλυφθούν σφάλματα της αρχικής δίωξης όσο και στοιχεία που προέκυψαν μεταγενέστερα, κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως. Εξ όσων γνωρίζω, μέσα από τέτοιες «συμπληρώσεις» καλύπτονται μερικές φορές στην πράξη και οι ανάγκες «διεύρυνσης» και «συρρίκνωσης» της ποινικής δίωξης, κατά τρόπο όμως μάλλον ανομοιόμορφο και παραλλάσσοντα από πρωτοδικείο σε πρωτοδικείο. Είναι λοιπόν πιθανόν ώριμες οι συνθήκες για να οργανωθούν και να υπαχθούν στη ρητή πρόβλεψη του νόμου κάποιες από τις θεωρητικές κατασκευές και από τις πρακτικές που έχουν διαπλαστεί στο πέρασμα του χρόνου. Η ρύθμιση αυτών δεν μπορεί όμως να γίνει αποσπασματικά, αλλά οφείλει να προκύψει από μία συνολική θεώρηση του θεσμού της ανάκρισης και των σκοπών που θέλουμε να εξυπηρετεί, ξεκινώντας λχ από το τι πρέπει να περιέχει και τι καταλαμβάνει η ποινική δίωξη σύμφωνα με τα αρθ. 43 και 246 ΚΠΔ, και με επίγνωση αυτών ορίζοντας την περαιτέρω τυχόν διαμόρφωσή της κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως και μέχρι τον μετασχηματισμό της σε απαγγελλόμενη κατηγορία.