• Σχόλιο του χρήστη 'ΜΑΡΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ' | 26 Δεκεμβρίου 2011, 13:53

    Το θέμα που θέτω δεν αφορά άρθρα της πολιτικής δικονομίας που πρόκειται να τροποποιηθούν αλλά πιστεύω ότι είναι καθοριστικό για την ταχεια και ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης και κακώς δεν λαμβανεται καμία πρόνοια γιαυτό. Η πολιτική δικονομία υποτίθεται ότι έχει σαν σκοπό να διευκολύνει την απονομή της δικαιοσύνης και να επιταχύνει την διαδικασία απόδοσης αυτής. Αντί αυτού όμως έχει καταστεί βραχνάς, για την ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης και μια από τις βασικές αιτίες, οι οποίες συντελούν στην καθυστέρηση της δικαστικής εκκαθάρισης των υποθέσεων και στην αποτροπή της ενασχόλησης με την ουσία αυτών . Ώρες, μέρες, χρόνια, χάνονται από την ζωή των ανθρώπων με την ενασχόληση με τον τύπο και όχι με την ουσία, με το άγχος της μη άσκησης εγκύρου δικογράφου, γιατί στο Ελληνικό δίκαιο, στην θεωρία αλλά και στη Νομολογία κυριαρχεί ένας στείρος νομικισμός. Έννοιες όπως απαράδεκτη αγωγή, αόριστη αγωγή, αποτελούν για τον ασχολούμενο με την άσκηση της Δικηγορίας πηγή άγχους, για πράγματα άνευ ουδεμίας σημασίας. Μετά από μερικά χρόνια άσκησης του επαγγέλματος του Δικηγόρου κατανοεί κανείς ότι η πολιτική Δικονομία μοιάζει περισσότερο με στρατιωτικό καψόνι παρά με τομέα επιστήμης. Έτσι συχνά παρατηρείται το φαινόμενο, μια υπόθεση να έχει περατωθεί σε πρώτο βαθμό μετά από πάροδο 3- 4 ετών, να έχει περατωθεί και από τον δεύτερο βαθμό μετά από πάροδο άλλων 3-4 ετών και να έχει φτάσει στον Άρειο Πάγο, ο οποίος, ύστερα από δικαστικό αγώνα 6-8 κρίνει ότι το δικόγραφο είναι αόριστο και απορρίπτει την αγωγή. Βέβαια συνηθέστερο είναι το φαινόμενο, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αφού μάλιστα έχει αναλώσει κάμποσο χρόνο για την εξέταση των μαρτύρων ή την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, να διαπιστώνει ότι η αγωγή είναι αόριστη ή απαράδεκτη και να την απορρίπτει. Ο πολίτης που ζήτησε το δίκιο του πληροφορείται ύστερα από δαπάνες, χρόνο και ταλαιπωρία, δική του και των μαρτύρων του, ότι ή υπόθεσή του έμεινε στον προθάλαμο της δικαιοσύνης, ότι το αίτημά του και τα επιχειρήματά του δεν εξετάσθηκαν γιατί το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν ήταν σωστά γραμμένο το δικόγραφο ή έλειπε κάποια από τις προϋποθέσεις που έχει θεσπίσει ο νόμος με ποινή απαραδέκτου. Δεν σχολιάζω ότι συχνά είναι η άνω απόρριψη είναι η εύκολη λύση αφού ο Δικαστής πιστώνεται με μια εκδοθείσα απόφαση δίχως να πολυζαλιστεί να αποδώσει πραγματικά το Δίκαιο. Η υπόθεση αν ο καημένος ο διάδικος δεν έχει απελπιστεί ή εξουθενωθεί οικονομικά, θα επανέλθει για συζήτηση στο δικαστήριο και θα προστεθεί στον αριθμό των εκκρεμών υποθέσεων, επιβάλλοντας στους παράγοντες της δίκης να ασχοληθούν δεύτερη φορά (μερικές φορές και τρίτη και τέταρτη κ.λ.π) με την ίδια υπόθεση. Με εντυπωσιάζει που ενώ τροποποιείται για πολλοστή φορά η Πολιτική Δικονομία δεν τίθεται και πάλι το ζήτημα αυτό. Ύστερα από τις άνω γενικές σκέψεις θα ήθελα να προτείνω για συζήτηση και διάλογο ορισμένες τροποποιήσεις του Κ.ΠολΔ. που πιστεύω ότι θα συμβάλουν στο στόχο τα σύντομης και απλής απονομής της δικαιοσύνης . Πιστεύω λοιπόν ότι σε κάθε Δίκη, θα πρέπει να υπάρχει ένα στάδιο προδικασίας κατά το οποίο το δικόγραφο θα εξετάζεται από τον δικαστή και από τον εναγόμενο και θα ελέγχεται για το παραδεκτό αυτού και για το ορισμένο του περιεχομένου του. Η παραδοχή ότι ένα δικόγραφο έχει στοιχεία απαραδέκτου δεν θα καθιστά εξ αρχής αυτό απορριπτέο ως απαράδεκτο αλλά θα παρέχεται σύντομη προθεσμία διόρθωσης των σφαλμάτων και συμπλήρωσης των ελλείψεων έτσι ώστε να καθίσταται παραδεκτό. Επίσης το ίδιο θα συμβαίνει και με την αοριστία. Το ορισμένο ή μη του δικογράφου θα εξετάζεται σε στάδιο προδικασίας ήτοι εντός κάποιας προθεσμίας πριν την συζήτηση της υποθέσεως. Ο εναγόμενος και στις δύο περιπτώσεις θα έχει την ευχέρεια εντός τασσομένης προθεσμίας πριν την Δίκη να τοποθετείται με σημείωμα επί του ζητήματος της αοριστίας και του παραδεκτού. Αν δεν προβάλει κανένα ισχυρισμό περί αοριστίας και απαραδέκτου στο στάδιο αυτό δεν δύναται να τον προβάλει ούτε στο μέλλον. Ο Δικαστής εν συνεχεία αφού θα έχει και την γνώμη του εναγόμενου θα αποφαίνεται για το ορισμένο και παραδεκτό του δικογράφου με απόφασή του την οποία θα επικολλά στο τέλος του δικογράφου και έτσι πλέον η υπόθεση θα είναι ώριμη για να κριθεί στην ουσία της. Στην περίπτωση που ο εναγόμενος δεν έχει υποβάλει ένσταση αοριστίας ή απαραδέκτου και ο Δικαστής διαπιστώνει ότι το δικόγραφο είναι επαρκώς ορισμένο και παραδεκτό η απόφαση αυτή είναι αμετάκλητη. Αν ο Δικαστής αποφανθεί ότι το δικόγραφο έχει αοριστία ή είναι απαράδεκτο θα πρέπει να ζητά εντός σύντομης προθεσμίας την συμπλήρωση αυτού με τις αναγκαίες διευκρινίσεις ή την εκτέλεση ελλειπουσών διαδικαστικών πράξεων. Αν ο εναγόμενος συμμορφωθεί με τα ζητούμενα, γεγονός το οποίο θα κρίνει ο Δικαστής, τότε και πάλι δεν υπάρχει περιθώριο για προσβολή της αποφάσεως αυτής με ένδικο μέσον. Σε περίπτωση που ο ενάγων διαφωνεί με την απόφαση του Δικαστή και δεν αποδέχεται ότι η αγωγή του πάσχει από αοριστία τότε μόνο θα απορρίπτεται η αγωγή αλλά και ο ενάγων θα έχει το δικαίωμα των ενδίκων μέσων . Η κατάθεση των προτάσεων πριν την δίκη ακόμα και στις ειδικές διαδικασίες είναι κάτι θετικό, για την σωστή προετοιμασία της δίκης και για τον μη αιφνιδιασμό του εναγόμενου. Η τάση που πρέπει να επικρατήσει είναι ακριβώς στην κατεύθυνση αυτή, ότι δηλ η υπόθεση θα πρέπει κατά την συζήτηση να είναι κατά το δυνατόν ώριμη, για έκδοση αποφάσεως. Επομένως θα πρέπει να δίνεται βάρος στην προδικασία και στην προετοιμασία των υποθέσεων, από όλους τους παράγοντες της δίκης, έτσι ώστε αυτές, να φτάνουν για συζήτηση με επαρκή μελέτη από όλους, με ξεκαθάρισμα των τυπικών από τα ουσιαστικά ζητήματα και με αποκλεισμό του αιφνιδιασμού του εναγομένου. ΓΑΡΓΑΛΙΑΝΟΙ 21-12-2011 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΑΡΙΝΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΣ