• Σχόλιο του χρήστη 'Σίμος Ι. Σαμαράς' | 27 Δεκεμβρίου 2011, 00:14

    Γ Ε Ν Ι Κ Ε Σ Π Α Ρ Α Τ Η Ρ Η Σ Ε Ι Σ Εν ονόματι, υποτίθεται της ταχύτερης απονομής της δικαιοσύνης μετατίθεται και με το παρόν Προσχέδιο Νόμου (εφεξής ΠρσχΝ) μεγάλο μέρος διαφορών της αρμοδιότητας του Μονομελούς, κατά κύριο λόγο, και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, δευτερευόντως, στο Ειρηνοδικείο. Με τον τρόπο αυτό απλώς μεταβάλλεται το αρμόδιο δικαστήριο, οι υποθέσερις για μόνο το λόγο αυτό δεν λιγοστεύουν ούτε πληθαίνουν. Η λογική ότι η μετάθεσή τους προκαλέί αποσυμφόρηση μοιάζει με εκείνον που βάζει τη σκόνη κάτω από το χαλί: δεν φαίνεται, όχι δεν υπάρχει. Επιπλέον, με τα Ειρηνοδικεία να είναι ήδη κορεσμένα με τις υποθέσεις της ρύθμισεις χρεών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων – σε βαθμό που για τη διεκπεραίωσή τους έχουν αφιερωθει ειδικά γραφεία της Γραμματείας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, καθώς και ειδική σειρά δικασίμων, σαν να επρόκειτο για ιδιαίτερη διαδικασία – η μεταφορά ακόμα περισσότερων υποθέσεων θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την κατάσταση, αν μάλιστα ληφθούν υπόψη οι περικοπές που πλήττουν και τον τομέα της δικαιοσύνης. Αυτό που εξαγγέλεται στην Αιτ. Έκθεση (σελ. 3 in f.), δηλ. ότι "[ο] θεσμός των Ειρηνοδικών ενισχύεται με ένα σημαντικό αριθμό νέων Δικαστών" με τον τρόπο που τίθεται είναι ανακριβες και παραπλανητικό. διότι η αύξηση του αριθμού των ειρηνοδικών δεν έγονε για να καλυφθούν οι ανάγκες από τη μετάθεση νέων υποθέσεων στα Ειρηνοδικεία, αλλά σε εκτέλεση του άρθ. 18 Ν. 3869/2010, καθώς ο νομοθέτης διείδε – και ήταν, ίσως, το μόνο – ότι ο φόρτος των υποθεσεων του εν λόγω νόμου δεν θα μπορούσε να καλυφθεί από τους τότε υπηρετούντες ειρηνοδίκες, γι' αυτό και προσέθεσε ογδόντα ακόμα με το εν λόγω άρθρο. Εν όψει των γεγονότων, απ' όσο γνωρίζω, ότι υπάρχουν εκατό και πλέον θέσεις ειρηνοδικών κενές και σ' αυτούς μετατίθενται αρμοδιότητες που δεν είχαν μέχρι σήμερα, ο δε αριθμός των ογδόντα θέσεων δεν υπήρξε προϊόν μελέτης, αλλά καθορίστηκε λίγο-πολύ αυθαίρετα, το επιχείρημα ότι αυξαάνεται ο αριθμός των ειρηνοδικών δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των νέων ανγκών, αφού ούτε γι' αυτές είχε προβλεφθεί, ούτε βέβαια και οι ίδιοι είχαν υπόψη τις αρμοδιότητες αυτἐς, για τις οποίες καλούνται να λειτουργήσουν χωρίς πείρα ή προηγούμενο. Ότι οι αρμοδιότητες αυτές είχαν υπαχθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο (ΚΠολΔ 740 § 1 & 787 § 1) μαρτυρεί, επιπλέον, ότι ο νομοθέτης δεν τις είχε αξιολογήσει ως τόσο απλές, ώστε να τις υπαγάγει στην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων, στα οποία εμπιστεύεται κατά το μέχρι τώρα σύστημα της Πολιτικής Δικονομίας, τις απλούστερες υποθέσεις, όπως αυτό προκύπτει από την αξία και το είδος τους. καθώς η φύση των υποθέσεων δεν μεταβλήθηκε, ούτε φαίνεται να μεταβλήθηκε η αξιολόγησή της από το νομοθέτη, δεν υπάρχει λόγος και να μεταβληθεί η αρμοδιότητα. αυτόι ισχύει για όλα τα άρθρα του ΑΚ που τροποποιούνται με το σχολιαζόμενο άρθρο και ιδίως για τα ΑΚ 69 & 73. Ε Ι Δ Ι Κ Ε Σ Π Α Ρ Α Τ Η Ρ Η Σ Ε Ι Σ – Επί των §§ 3 & 4 (ΑΚ 81 & 82). Ο νομοθέτης αντικαθιστά την απόφαση που προέβλεπε μέχρι σήμερα το ΑΚ 81 με διαταγή. Με τον τρόπο, όμως αυτό παραβιάζει τα άρθ. 89 § 3 & 94 § 2 Συντ. Τοι πρώτο από αυτά απαγορεύει την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων στους δικαστές, ενώ το δεύτερο προβλέπει την αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων επί των υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας που ο νόμος τους αναθέτει. Από το συνδυασμό των δύο άρθρων προκύπτει ότι αρμοδιότητα για διοικητικά ζητήματα, όπως είναι οι υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δεν μπορεί να ανατεθεί στα πολιτικά δικαστήρια όπως σε διοικητικό όργανο, δηλ. με την έκδοση ατομικής διοικητικής πράξης που μπορεί κατά τις περιστάσεις να φέρει και άκρως συνοπτική αιτιολογία, αλλά πάντοτε με την άσκηση δικαιοδοσίας, που συνεπάγεται την έκδοση απόφασης. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συνταγματική κατοχύρωση των σωματείων (Συντ. 12 § 1), η οποία, σε συνδυασμό με τη διάλυσή τους μόνο με δικαστική απόφαση (Συντ. 12 § 2) επιτάσσει την αυξημένη μέριμνα για τη σύστασή τους χάριν της προστασίας των μελών τους ευθέως και του συνόλου των πολιτών και της πολιτείας από επικίνδυνες συσσωματώσεις αφετέρου. Τέτοια μέριμνα πρέπει να υπερβαίνει τη διοικητική οδό, καθιστώντας αναγκάια την παρεμβολή δικαστηρίου, ενώ η πρόβλεψη της διάλυσης – που είναι το αντίστροφο της σύστασης – με δικαστική απόφαση, καθιστά αναγκαία την τελευταία και για τη σύσταση. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν αποκλείεται συνταγματικώς η σύσταση κατόπιν διαταγής του ειρηνοδίκη, παρά μόνο με δικαστική απόφαση όπως ισχύει μέχρι σήμερα. Εξάλλου, το σύστημα της διαταγής πολλαπλασιάζει τις δίκες, αφού η έγκριση του καταστατικού αντί να αναλώνει τον πρώτο βαθμό, αυτός ξεκινά αμέσως μετά από αυτήν, με τη δίκη επί της ανακοπής. Έτσι, η προτεινόμενη ρύθμιση αντιστρατεύεται το σκοπό που υποτίθεται ότι υπηρετεί, δηλ. τον περιορισμό των δικών. Το επιχείρημα ότι τα ένδικα μέσα δεν θα ασκούνται πάντοτε δεν μπορεί να προταθεί, για το λόγο ότι ούτε και με το μέχρι σήμερα ισχύον καθεστώς αυτά αποτελούσαν τον κανόνα ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com