• Σχόλιο του χρήστη 'Σίμος Ι. Σαμαράς' | 27 Δεκεμβρίου 2011, 01:01

    Με το μέχρι τώρα σύστημα υφίσταντο τρία είδη τόκων: δικαιοπρακτικοί, νόμιμοι και υπερημερίας, και στην πράξη δύο, αφού νόμιμοι και υπερημερίας ταυτίζονταν κατά το ύψος. Οι δικονομικοί τόκοι χαρακτηρίζονταν από το ΑΚ 346 ως νόμιμοι και, παρά τη διαφοροποίησή τους από τις λοιπές μορφές ως προς το χρόνο έναρξης, δεν έπαυαν να εντάσσονται σ’ αυτές. Στο πλαίσιο αυτό ο νομοθέτης επέρριψε το βάρος της τοκοφορίας ανεξαρτήτως υπερημερίας στον οφειλέτη, στην περίπτωση του δικαστικού αγώνα θεωρώντας τον υπαίτιο του τελευταίου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο τόκος δεν παύει να εκφράζει τη χρηματική ζημία που υφίσταται κάποιος λόγω της μη αξιοποίησης του αντίστοιχου κεφαλαίου, η οποία μπορεί να οφείλεται και στη μη καταβολή του. Για το λόγο τούτο ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας ταυτίζονται κατά το ύψος. Με την προτεινόμενη ρύθμιση μόνος ο δικαστικός αγώνας θα δικαιολογεί υψηλότερο τόκο. Τέτοια διαφοροποίηση είναι αδικαιολόγητη, γιατί η χρηματική ζημία που υφίσταται κάποιος εξαιτίας της μη αξιοποίησης του κεφαλαίου δεν μεταβάλλεται από την αιτία της μη αξιοποίησης. Έτσι, αυτός που στερείται το κεφάλαιο και δεν ασκεί αγωγή δεν υφίσταται μικρότερη ζημία από εκείνον που ασκεί. Κατά συνέπεια, δεν γίνεται ο τόκος στις δύο αυτές περιπτώσεις να είναι διαφορετικός, γιατί παραβιάζεται η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ίσης αντιμετώπισης κατ’ άρθ. 4 § 1 Συντ. Το παράδοξο φαίνεται καλύτερα στην επρίπτωση που οι οφειλόμενοι τόκοι απορρέουν έτσι κι αλλιώς από το νόμο (π.χ. ΑΚ 301). στην περίπτωση αυτή ο δανειστής τους εξωθείται στην άσκηση αγωγής χάριν πλουτισμού. Με τον τρόπο, όμως, αυτό καταστρατηγείται και η νομική φύση του τόκου, που από αποζημίωση μετατρέπεται σε ποινή, η οποία προϋποθέτει ποινική τιμωρία ή αστική συμφωνία (ΑΚ 404) και, συνεπώς, παραβιάζεται και το άρθ. 17 § 1 Συντ., γιατί εισάγεται αδικαιολόγητος περιορισμός της ιδιοκτησίας. Το επιχείρημα της Αιτ. Έκθεσης (υπό άρθ. 2) δεν μπορεί να ευσταθήσει: πρώτον, ο οφειλέτης σε περίπτωση ευδοκίμησης του δικαστικού αγώνα επιβαρύνεται με τα δικαστικά έξοδα του δανειστή του· δεύτερον, και σπουδαιότερο, απόκειται στη βούλησή του αν θα συμβιβαστεί ή όχι. Χάριν επίτευξης συμβιβασμού πρέπει να υπάρχουν οι διαδικασίες διαμεσολάβησης για την εναλλακτική επίλυση των διαφορών που ο νομοθέτης, ενώ τυποποίησε με το Ν. 3898/2010 κατ’ επιταγήν της Οδ. 2008/52/ΕΚ, δεν μερίμνησε έκτοτε όπως έπρεπε για την εφαρμογή τους. Επιπλέον, η νέα ρύθμιση αποδεικνύεται ογκώδης και φλύαρη σε σχέση με τη μέχρι τώρα ισχύουσα και δεν συμβιβάζεται με την πυκνότητα νοήματος και λιτότητα διατύπωσης των υπόλοιπων άρθρων του Αστικού Κώδικα. ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com