• ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΗΣΗΣ Το σχέδιο νόμου με τίτλο «Νόμος περί ναρκωτικών και άλλες διατάξεις» κατά το μέρος που αφορά τα καθήκοντα της Υπηρεσίας της Εξωτερικής Φρούρησης, (άρθρα 99 και 100), είναι απαράδεκτο, άσχετο με την πραγματικότητα και αντίθετο με την έννομη τάξη: Η Υπηρεσία Εξωτερικής Φρούρησης είναι ειδική υπηρεσία, ένοπλη, ένστολη, συγκεκριμένου σκοπού, με προσωπικό ειδικής εκπαίδευσης. Κάθε μετάταξη από και προς τον κλάδο ΔΕ Προσωπικού Εξωτερικής Φρούρησης απαγορεύεται ρητά, τόσο στον ιδρυτικό νόμο (Ν.2721/1999 αρ. 48 επ.), όσο και στις μεταγενέστερες τροποποιήσεις (Ν. 3388/2005, ειδικότερα παρ.10 αρ.1). Η απόλυτη αυτή απαγόρευση θεμελιώθηκε και νομολογιακά με αμετάκλητες αποφάσεις Ακυρωτικού Δικαστηρίου (113,114/2008 ΔΕφΑ, Θ’ Τμήμα Ακυρωτικού Σχηματισμού). Αντί άλλου, η δικαιολογητική βάση της απόλυτης αυτής απαγόρευσης εκτίθεται στις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων, αλλά και στο σκεπτικό των δικαστικών αποφάσεων. Η διάταξη αυτή ανήκει στον πυρήνα της φύσης των καθηκόντων των εξωτερικών φρουρών, τους οποίους και προστατεύει, ακριβώς γιατί εξυπηρετεί τον ειδικό σκοπό για τον οποίο συστάθηκε η Υπηρεσία. Κάθε παρεμφερές καθήκον, που στο πέρασμα των χρόνων προστέθηκε στο βασικό σκοπό, είναι απόλυτα συναφές με αυτόν και δεν το αντιστρατεύει. Η προσθήκη με το νέο σχέδιο νόμου του γενικού καθήκοντος της «κάλυψης των συνολικών (μάλιστα) αναγκών του σωφρονιστικού συστήματος», ουσιαστικά καταργεί τον σκοπό της Εξωτερικής Φρουράς, θίγοντας τον πυρήνα του. Δεν πρόκειται περί μίας απλής ανάθεσης ενός αλλότριου, αλλά έστω παρεμφερούς καθήκοντος, αλλά ουσιαστικά περί μετάταξης από μία κατηγορία και ειδικότητα σε μία άλλη, εντελώς άσχετη και μάλιστα αλληλοαντικρουόμενη. Η – «συγκεκαλυμμένη» – μετάταξη αυτή ρητά απαγορεύεται, διότι διασαλεύει την εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας. Τα ιδιαίτερα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί με τους νόμους στους υπαλλήλους της Εξωτερικής Φρουράς, η ειδική εκπαίδευση αυτών, η οποία συντελείται μάλιστα με μέριμνα και δαπάνες της Υπηρεσίας, αποσκοπούν στο να μην στερηθεί η Υπηρεσία από το ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό της, ώστε να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία (ad hoc Ακυρωτικό Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 114/2008, σκ.3). Η ανάθεση λοιπόν, αλλότριων καθηκόντων για την κάλυψη γενικών και αόριστων αναγκών του σωφρονιστικού συστήματος, ισοδυναμεί ουσιαστικά με μετάταξη σε άλλο κλάδο, την οποία διαχρονικά ο νομοθέτης απαγόρευσε ρητά, ακριβώς επειδή έκρινε ότι τα συγκεκριμένα καθήκοντα του ειδικού αυτού σώματος δεν συνάδουν με αλλότρια και ότι μόνο η σωστή εκτέλεση αυτών διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας. Αντίθετη νομοθετική εκδοχή ουσιαστικά καταργεί την Υπηρεσία της Εξωτερικής Φρούρησης. Αν όμως κάποια Υπηρεσία παραμένει υγιής, διαφανής και με προσωπικό υποδειγματικών αρετών και αποτελεσματικότητας, αυτή είναι η Εξωτερική Φρούρηση, την οποία δεν πιστεύουμε ότι ο κ. Υπουργός έχει διάθεση να διαλύσει. Με τις προτεινόμενες διατάξεις των άρθρων 99 και 100, ουσιαστικά θεσμοθετούνται οι πελατειακές τακτικές μεταξύ φυσικής ηγεσίας και υπαλλήλων της Υπηρεσίας. Χωρίς κριτήρια και προϋποθέσεις, χωρίς αρχική στόχευση και με δεδομένες τις πιέσεις της πολιτικής ηγεσίας, και την επιθυμία κάποιων, που καλώς ή κακώς θα θέλουν να μετακινηθούν από τη σκληροτράχηλη δουλειά τους σε πιο ήπιες υπηρεσίες, ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για, σύμφωνα με τον νόμο, επίτευξη του σκοπού τους. Ό,τι προστάτευε η μέχρι στιγμής άκαμπτη νομοθεσία εκχωρείται, άνευ άλλου, στη φυσική και πολιτική ηγεσία. Προ του νόμου 4024/2011, τα επίσημα στοιχεία έδειχναν ότι παραπάνω από τις μισές (ποσοστό 57%) προβλεπόμενες για την ασφάλεια των φυλακών θέσεις Εξωτερικών Φρουρών ήταν κενές!! Η λειψανδρία είναι η μεγαλύτερη μάστιγα ΚΑΙ της Υπηρεσίας μας. Οι μεταγωγές, οι φυλάξεις, οι συνοδείες, τα νοσοκομεία καλύπτονται με προσωπική αυταπάρνηση των ένοπλων Εξωτερικών Φρουρών. Περαιτέρω, υφίσταται και «ποιοτικό» επιχείρημα: Η αδυναμία ενός ένοπλου Φρουρού να μετατραπεί την αμέσως επόμενη ημέρα σε ουσιαστικό σύνοικο με τον κρατούμενο. Αναλυτικά έχουμε εκθέσει στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την πλήρη δυσαρμονία των δύο ρόλων. Έχουμε καταθέσει ακόμη και τους καθ’ όλα βάσιμους φόβους μας για τη «διάβρωση» της, μέχρι σήμερα ανέγγιχτης από τη διαφθορά Υπηρεσίας μας, καθώς τα αισθήματα του φόβου και της αυτοσυντήρησης θα παίξουν σημαντικότατο ρόλο. Αυτοί που η νομοθεσία θωράκισε και φρόντισε να είναι αποστασιοποιημένοι, να μη συμμετέχουν στην καθημερινότητα των κρατουμένων, για να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις όποιες προκλήσεις και τους όποιους κινδύνους επιφυλάσσει το ιδιαίτερο λειτούργημα του Εξωτερικού Φρουρού και να μπορούν να ασκήσουν τα αστυνομικά καθήκοντα που απορρέουν από αυτό, παραδίδονται βορρά στους κρατούμενους. Η κατάσταση στις φυλακές είναι τραγική. Κινδυνεύει πλέον η ζωή μας σε κάθε βάρδια, σε κάθε μεταγωγή, σε κάθε περιπολία. Η τόσο αόριστη νομοθετική πρόβλεψη για «…κάλυψη των συνολικών αναγκών του σωφρονιστικού συστήματος…», θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή μας. Επειδή οι σκοποί που με το νομοσχέδιο αυτό δύνανται να εξυπηρετηθούν δεν μας είναι άγνωστοι, αντίθετα και οι ίδιοι έχουμε πολλές φορές αναγνωρίσει τη χρησιμότητά τους. Χωρίς προσήλωση σε στεγανά, με επίγνωση των νέων δεδομένων και με σεβασμό στο λειτούργημά μας, πολλάκις έχουμε προτείνει λύσεις, αυτό που συνηθίζετε να λέτε «ισοδύναμα μέτρα». Μιλούμε μόνο για ειλικρινή συνεννόηση προς εξεύρεση αποτελεσματικών λύσεων, σύννομων, πρακτικά εφαρμόσιμων, κοινώς αποδεκτών, αντί αυτών που προτείνετε με τα άρθρα 99 και 100 του νομοσχέδιου αυτού. Για όλους τους παραπάνω λόγους ζητούμε την απόσυρση των συγκεκριμένων άρθρων, 99 και 100.